Το βασικό χαρακτηριστικό μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας δεν είναι η δημιουργικότητά της, αλλά το γεγονός ότι την εκτιμά και την ευγνωμονεί, έγραφε σχεδόν έναν αιώνα πριν ο Κλάιβ Μπελ, μέλος της πρωτοποριακής ομάδας «Μπλούσμπερι» (Τ.Σ. Ελιοτ, Αλ. Χάξλεϊ, Μπ. Ράσελ, Βιρτζίνια Γουλφ μεταξύ άλλων). Μια και στην αρχή κάθε καινούργιας χρονιάς, ή ακόμα περισσότερο δεκαετίας, συνηθίζουμε να κοιτάζουμε προς το μέλλον και να προσδοκούμε ότι θα αφήσουμε πίσω παθογένειες και ψευδαισθήσεις, ίσως έχουμε μία ακόμα ευκαιρία να ξαναβρούμε την αυτο-αλληλοεκτίμησή μας.

Να γίνει κοινή πεποίθηση, στον βαθμό που είναι φυσικά δυνατό, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε το άλμα που χρειαζόμαστε αν δεν κατανοήσουμε το παρελθόν μας, αν δεν αναγνωρίσουμε τα λάθη και τα πάθη των διχαστικών και εγωιστικών επιλογών μας. Είναι θεμιτό να συγκινούμαστε και να θαυμάζουμε μεμονωμένες επιτυχίες επιστημόνων ή αθλητών, αλλά είναι πια καιρός να αποφασίσουμε ως κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα ότι μπορούμε να ξεφύγουμε από τα σύνδρομα καταδίωξης και μειωμένων προσδοκιών που μας κατατρύχουν.

Μπορεί ως τώρα ο εθνικός – και προσωπικός – αναστοχασμός να μην ήταν το σύνηθες. Αλλά ύστερα από μία δεκαετία βαθιάς κρίσης μοιάζει να έχουμε αφήσει πίσω μας τις πολλές, τουλάχιστον, ψευδαισθήσεις και να έχουμε αποκτήσει επαρκή αντίδοτα αυτογνωσίας. Η ισορροπία φυσικά μεταξύ αποδοχής της πραγματικότητας και ονειρώξεων παραμένει ευαίσθητη. Γι’ αυτό είναι κομβικός ο ρόλος της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας που μπορεί όχι απλώς να διασφαλίσει αυτή την ισορροπία, αλλά να τη μεταβάλει προς ακόμα πιο δημιουργικές κατευθύνσεις.

Τα χρόνια της μιζέριας απέδειξαν ότι παρά τις αντιξοότητες υπάρχουν σε αυτή την ταλαιπωρημένη χώρα δημιουργικές δυνάμεις, ικανές να μας ξαναβγάλουν στην επιφάνεια. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι η κοινωνία όχι απλώς θα τις ανεχθεί, αλλά θα τις εκτιμήσει και θα τις ενισχύσει. Φυσικά υπάρχει ακόμη αρκετή δυσπιστία και πολλές φορές κακοπιστία… Μόνο που δεν έχουμε την πολυτέλεια να τις αφήσουμε να μας καταδυναστεύουν.

Ο κόσμος αλλάζει με ταχύτητες που δεν περιμένουν τη συνήθη δική μας μελαγχολία ή αμεριμνησία. Αν συνεχίσουμε να παθιαζόμαστε και να διχαζόμαστε για τα μικρά, όπως κάποιοι επιμένουν, ο κίνδυνος να παραμείνουμε οριστικά στη δεύτερη κατηγορία της Ευρώπης είναι μπροστά μας. Δεν το αξίζουμε και δεν μας αξίζει όμως, γιατί έχουμε και τις δυνατότητες και την ευκαιρία για ένα καλύτερο μέλλον.