Είναι ένα κόμμα, ασφαλώς εντασσόμενο σε μια μεγάλη παραταξιακή συνέχεια, της οποίας και διατηρεί πολλά από τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά. Εν πρώτοις τον σεβασμό στη δημοκρατική νομιμότητα. («Το Λαϊκόν Κόμμα είναι το κόμμα τού, έστω και επί ζημία του τόπου, σεβασμού προς τους νόμους» έγραφε ο Γεώργιος Βλάχος, αναφερόμενος στις αρχές της δεκαετίας του 1930 στον πολιτικό προπάτορα της ΝΔ). Πράγματι, σε αντίθεση τόσο προς τη βενιζελογενή πολιτική οικογένεια όσο, φυσικά, και την κομμουνιστική/εαμογενή, η λαϊκογενής παράταξη ουδέποτε αμφισβήτησε βίαια το αποτέλεσμα της κάλπης. (Ακόμη και μετά το πολιτειακό δημοψήφισμα του 1924, του οποίου αρνήθηκε το αποτέλεσμα, πολιτεύτηκε συννόμως.)

Ειδικά, δε, η ΝΔ έδειξε επιπρόσθετα ιδιαίτερο σεβασμό τόσο στην κυβερνησιμότητα του τόπου όσο και στη λογική των θεσμών: Και ο Γεώργιος Ράλλης το 1981 και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1993 είχαν την ευκαιρία – και όχι μόνο την ευκαιρία, αλλά και την άνεση, με συναίνεση μέρους ή του όλου της αντιπολίτευσης, την οποία μπορούσαν να εγκλωβίσουν στην «αναλογική» ρητορεία της – να κάνουν προεκλογικά σωτήρια για το κόμμα τους παρέμβαση στην περί το εκλογικό σύστημα νομοθεσία. Αλλά δεν το έπραξαν. Αντίθετα προς ό,τι έκανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος προ των εκλογών του 1928, με αντισυνταγματική μάλιστα μεθόδευση, αλλά και προ αυτών του 1932, ενώ το ίδιο έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου προ των εκλογών του 1989 (μιμούμενος εν προκειμένω τον «ομοϊδεάτη» του Φρανσουά Μιτεράν, που αναλόγως είχε δράσει προ των γαλλικών κοινοβουλευτικών εκλογών του 1986).

Παράλληλα, δε, η ΝΔ είναι και φύσει, δομικά θα έλεγα, κόμμα εξουσίας: είναι το μόνο κόμμα, αυτό και οι πολιτικοί του πρόγονοι, που τα τελευταία 100 χρόνια σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, χωρίς εξαίρεση, κατέλαβε πάντα στη λαϊκή προτίμηση ή την πρώτη ή τη δεύτερη θέση. Και όμως, παρά τη σχέση του αυτή με την εξουσία – με εξαίρεση τη δημιουργία προσωποπαγών πελατειακών μηχανισμών -, έδειξε τη μικρότερη ροπή προς την κατάχρησή της. (Αυτό, δηλαδή, που στο μόλις κυκλοφορήσαν ιστορικο-πολιτικο-ψυχολογικό μου μυθιστόρημα «Ο Δικαστής» αναδεικνύω ως το βασικό χαρακτηριστικό κάθε μορφής εξουσίας.)

Ωστόσο…

Πέραν των «δομικών στοιχείων» της παραταξιακής συνέχειας, η σημερινή ΝΔ χαρακτηρίζεται από το γεγονός πως «πατάει σε τρεις βάρκες», πως έχει τρεις – σε κάποιον βαθμό αλληλοεπικαλυπτόμενες βέβαια – ψυχές.

Η πρώτη, με μη αμελητέα απήχηση τόσο στην εκλογική της βάση όσο και σε ένα ευρύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, είναι η σαμαρική. Αυτή ώθησε ή εξανάγκασε το κόμμα που ανέδειξε ως ηγέτη του τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αντιπολιτευθεί χωρίς συστολές ή αναστολές το, ενδεχομένως, μόνο θετικό αποτύπωμα της προηγούμενης κυβέρνησης στον εθνικό δημόσιο βίο, τη Συμφωνία των Πρεσπών. (Πιθανότατα, με τη μητσοτακική ηγεσία να εύχεται ενδομύχως αυτή η αντιπολιτευτική στάση να μείνει ατελέσφορη.)

Η δεύτερη ψυχή του κόμματος είναι η καραμανλική. Θα μπορούσε να την πει κανείς και «κομμουνιστικοθωπευτική». Είναι αυτή που έκανε το κόμμα να παραπέμψει στους ιστορικούς την ενασχόληση με τα μεγάλα πολιτικά εγκλήματα του πρόσφατου παρελθόντος, να εναντιωθεί στην καταδίκη τους από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, να κλείσει τα μάτια όχι μόνο στα Γκούλακ, τις εξοντώσεις πληθυσμών, στις εθνοκαθάρσεις, στα αήθη καιροσκοπικά διεθνή σύμφωνα που εμπεριείχαν σαρκοβόρο διάθεση για γειτονικά κράτη, τις διωκτικού χαρακτήρα πολιτικές «δίκες» κ.λπ., αλλά και στο προφανές γεγονός ότι το παρελθόν αφήνει πάντα πολιτικό αποτύπωμα επί του παρόντος. (Οπως έλεγε ο ιερός Θωμάς Ακινάτης «τρεις είναι οι χρόνοι που υπάρχουν: το παρόν του παρελθόντος, το παρόν του παρόντος και το παρόν του μέλλοντος».) Αυτή, δε, η κομματική ψυχή δεν εκδηλώνεται μόνο με τη στάση του κόμματος, αλλά και με την ανάλογη στάση μεγάλων γνωμοδιαμορφωτικών οργανισμών υποστηρικτικών του κόμματος, οι οποίοι έχουν «προσφέρει στασίδι» και δικαίωμα αενάου, θυμωμένης έως υστερικής, συχνά και τρομοκρατικής για τους αλλόγνωμους – πάντως άνευ οιασδήποτε αντίκρουσης ή αντίλογου – ασύστολης προπαγάνδας στην ηγερία και υμνήτρια του πιο αμετανόητου και απόλυτου ολοκληρωτισμού που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότης. (Επί ναζισμού, αν δεν ήσουν εβραίος, αθίγγανος, ομοφυλόφιλος ή δημοσίως αντιφρονών, σχεδόν δεν κινδύνευες. Επί σταλινισμού κινδύνευαν και τα ανώτατα στελέχη του καθεστωτικού κόμματος, αυτά ίσως πρωτίστως.)

Τέλος, η τρίτη ψυχή του κόμματος είναι η μητσοτακική. Η συγκεκριμένη, κατά την άποψή μου, βασίζεται σε δύο πυλώνες ή προτάγματα: τον οικονομικό φιλελευθερισμό – τη σχετική και εύλογη απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου – και την αναζήτηση/αποκατάσταση της ευταξίας στη δημόσια και την ευρύτερη κοινωνική ζωή. Πρόκειται, όμως, για δύο προτάγματα, που έχουν ελάχιστη απήχηση στη συλλογική και την ιστορική συνείδηση ενός έθνους που κατά παράδοση είναι – περιέργως ταυτόχρονα – και κρατοπροσανατολισμένο και (ημι)αναρχικό: εύγλωττη εν προκειμένω η στάση της κοινωνίας απέναντι στη διακηρυγμένη βούληση της νέας πολιτικής ηγεσίας του τόπου για εφαρμογή της αντικαπνιστικής νομοθεσίας.

Αυτή, όμως, η σχετικά χαλαρή διασύνδεση της μητσοτακικής ψυχής τού ξανά κυβερνώντος κόμματος με την ελληνική κοινωνία είναι που ουσιαστικά καθιστά αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσον οι διαρκείς υποχωρήσεις και συμβιβασμοί της σημερινής κομματικής ηγεσίας – έκφρασης της «τρίτης ψυχής» – προς και με τις δύο άλλες, κατά πόσον συνιστά εκδήλωση πολιτικού πραγματισμού, προορισμένη τελικά να μεγιστοποιήσει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ή έκφραση ενός ενδοτισμού, που το έχει ήδη καταδικάσει σε αποτυχία…

Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.