Το δίλημμα «Πρόοδος ή συντήρηση», που εδώ και μήνες έχει θέσει στους πολίτες ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας, αποτελεί το κεντρικό ζήτημα των εθνικών εκλογών της 7ης Ιουλίου. Πρόσφατα, ωστόσο, ακούσαμε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να επιχειρεί να ιδιοποιηθεί το δίλημμα αυτό. Πρόκειται για μια συντονισμένη προσπάθεια αλλοίωσης και διαστρέβλωσης των βασικών εννοιών, κάτι που άλλωστε συνηθίζουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις.

Ποιο είναι το ακριβές επίδικο των επικείμενων εκλογών; Τι σημαίνει πραγματικά το δίλημμα «Πρόοδος ή συντήρηση»;

Στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, που τα σημάδια κρίσης είναι ακόμα νωπά στον κοινωνικό ιστό, ανοίγονται πλέον μπροστά μας δυο δρόμοι. Από τη μια υπάρχει η προοπτική της ανάπτυξης με επίκεντρο την λαϊκή πλειοψηφία και τις ανάγκες της, κι από την άλλη υπάρχει η προοπτική της παλινόρθωσης της Νέας Δημοκρατίας, της επιστροφής στο πελατειακό σύστημα, της εξυπηρέτησης σκοτεινών επιχειρηματικών συμφερόντων, της παράδοσης της Υγείας, της Παιδείας και της Κοινωνικής Ασφάλισης σε ιδιώτες. Οι κινήσεις, οι τοποθετήσεις και τα προγράμματα του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ δείχνουν ξεκάθαρα ποια προοπτική υπηρετεί το καθένα από τα κόμματα.

Η αντίθεση μεταξύ φιλεργατικών πολιτικών και νεοφιλελευθερισμού αποτελεί τον πυρήνα της αντίθεσης προόδου και συντήρησης επί του οικονομικού πεδίου. Ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο εκεί.

Με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών η Νέα Δημοκρατία, θεωρώντας ότι θα αποκομίσει πολιτικά οφέλη, πυροδότησε κλίμα διχασμού, υποδαύλισε ακροδεξιές συμπεριφορές με την προπαγάνδα της, έθρεψε τον ακροδεξιό λαϊκισμό. Αντίστοιχη ήταν η πολιτική της, όμως, και στην περίπτωση κρίσιμων νομοσχεδίων, όπως αυτά της απόδοσης ιθαγένειας σε όλα τα παιδιά μεταναστών δεύτερης γενιάς, της θέσπισης του συμφώνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια, της νομικής κατοχύρωσης της ταυτότητας φύλου. Και εκεί η ΝΔ επέλεξε τον δρόμο της φοβικότητας και της οπισθοδρόμησης.

Σε όλα αυτά τα ζητήματα η διάκριση προόδου και συντήρησης, ήταν παραπάνω από σαφής και παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη.

Ποιο ρόλο όμως θα παίξει η Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ;

Στην Ελλάδα, η περίοδος των Μνημονίων οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην απουσία αντιπροσώπευσης ενός μεγάλου τμήματος του ευρύτερου προοδευτικού, δημοκρατικού, κεντροαριστερού χώρου. Σε αυτή την κρίση εκπροσώπησης, η οποία συνοδεύτηκε από μια έντονη ανάγκη ριζοσπαστικοποίησης, απάντησε δυναμικά ο ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν επρόκειτο όμως για ένα συγκυριακό φαινόμενο, για μια μοναδική στιγμή περιορισμένη το 2015, αλλά για μια διαδικασία με διάρκεια και πολλούς «σταθμούς». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Συμφωνία των Πρεσπών, που αναδιέταξε εκ νέου το πολιτικό σκηνικό, καθώς λόγω αυτής αποκαλύφθηκε το μικροπολιτικό σχέδιο ορισμένων κατ’ επίφαση προοδευτικών δυνάμεων του Κέντρου.

Η προοδευτική πολιτική που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ τον κατέστησε αναμφίβολα πυλώνα της προοδευτικής παράταξης. Σήμερα όσοι πολίτες και οργανωμένες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις επιθυμούν να δοθεί μάχη ενάντια στον απάνθρωπο νεοφιλελευθερισμό και την ακροδεξιά βαρβαρότητα αναγνωρίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ. Και τον εμπιστεύονται, γιατί κινείται χωρίς ηγεμονισμούς αλλά με ενότητα και με σεβασμό στη διαφορετικότητα των ιστορικών και ιδεολογικών καταβολών, αλλά και των πολιτικών και κομματικών προελεύσεων.

Η συνάντηση και συνεργασία της Αριστεράς, της Σοσιαλδημοκρατίας που έχει εγκαταλείψει τον νεοφιλελευθερισμό, της Οικολογίας, κάθε προοδευτικού πολίτη, είναι μια αναγκαιότητα των καιρών. Και τα παραδείγματα προοδευτικής κυβερνητικής συνεργασίας στην Πορτογαλία και στην Ισπανία έχουν αποδείξει την επιτυχία αυτής της συμπόρευσης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας, βασισμένης στον διάλογο, σε προγραμματικές συγκλίσεις, σε κοινά οράματα και σχέδια για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα κι όχι μια πρόσκαιρη συγκόλληση δυνάμεων, με σκοπό εκλογικά οφέλη.

Είναι η αφετηρία, και όχι το τέλος μιας διαδρομής. Διότι, η οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών, η μάχη για την προάσπιση των συμφερόντων της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, είναι ένας αγώνας καθημερινός και πολυεπίπεδος.

Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, αλλά και την επόμενη μέρα, οφείλουμε να κινηθούμε προς το μέλλον.