Γιατί υπάρχουν τόσο πολλοί θρησκευόμενοι πολίτες που έλκονται από τη ρητορική των αυταρχικών ηγετών όπως ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, ο Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο ή ο Ναρέντρα Μόντι σε Βραζιλία και Ινδία αντίστοιχα;

Ακόμη και σε χώρες με ισχυρή κοσμική παράδοση, σαν τη Γαλλία και την Ολλανδία, οι ακροδεξιοί λαϊκιστές, όπως η Μαρίν Λεπέν και ο Γκέερτ Βίλντερς, καταφεύγουν σε μια γλώσσα που παρουσιάζει τον Ιουδαιοχριστιανισμό ως τον πυλώνα του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στο Βέλγιο, το φλαμανδικό εθνικιστικό κόμμα N-VA έγινε γνωστό για την υπεράσπιση των θεσμών που εγκαταλείφθηκαν από τους Χριστιανοδημοκράτες, όπως είναι το καθολικό σχολικό σύστημα ή οι εκκλησιαστικές υπηρεσίες. Στην Ιταλία, ο Σαλβίνι επεδείκνυε ένα καθολικό ροζάριο, όταν έβγαιναν τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών.

Στην Ουγγαρία, ο Ορμπαν έχει καταστήσει τον «χριστιανικό πολιτισμό» σε επίσημο δόγμα του κράτους. Σε ομιλία του στη Βαρσοβία, όπου το κυβερνών Κόμμα Νόμου και Τάξης παρουσιάζεται ως η πολιτική πτέρυγα του συντηρητικού Καθολικισμού, ο Ντόναλντ Τραμπ ανέτρεξε στην παλαιά επίκληση του Ιωάννη – Παύλου Β’ «Θέλουμε τον Θεό».

Είναι σαφές ότι υπάρχει ένας βασικός δεσμός μεταξύ του λαϊκισμού και της θρησκείας. Αυτό αναλύουν σε άρθρο γνώμης ο Ντάνιελ Στάινμετς-Τζέκινγκς, λέκτορας στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων Jackson του Πανεπιστημίου Yale και ο Αντον Τζέγκερ, υποψήφιος διδάκτορας στην Ιστορία του Πανεπιστημίου του Cambridge ο οποίος ασχολείται με τον λαϊκισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο – συμπληρώνουν – φαίνεται ότι μέχρι σήμερα τουλάχιστον, το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον πάνω σε αυτή τη σχέση είναι σχετικά περιορισμένο. Για παράδειγμα, το βιβλίο «Τι είναι λαϊκισμός» (2016) του Γιαν Βέρνερ Μίλερ δεν αναφέρεται καν στη σχέση λαϊκισμού και θρησκείας. Αυτό είναι περίεργο, δεδομένου ότι οι ιδρυτές του κινήματος που εισήγαγε τον όρο «λαϊκισμός» στα τέλη του 19ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκκλησιάζονταν ανελλιπώς.

«Δεν ζούμε πλέον σε μια εποχή μαζικής συμμετοχής, ούτε στην πολιτική ούτε στη θρησκεία. Τα κόμματα και οι ενώσεις πολιτών έχουν σημειώσει μια δραματική πτώση τα τελευταία 30 χρόνια, σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες. Οι παραδοσιακές εκκλησίες έχουν χάσει τους οπαδούς τους καθώς αυτοί έχουν στραφεί σε νέες πεποιθήσεις» αναφέρουν οι συγγραφείς του άρθρου.

Ομως, υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι για να δει κανείς το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού λαϊκισμού ως μια θρησκευτική αντίδραση. Η παραδοσιοκρατία του Βλαντίμίρ Πούτιν, η χριστιανοδημοκρατία του Ορμπάν, ο Ιουδαϊστοχριστιανισμός του Τραμπ, ο Πεντηκοστιανισμός του Μπολσονάρο, ο λαϊκιστικός Καθολικισμός του Σαλβίνι και ο ινδουιστικός εθνικισμός του Μόντι, μιλούν για μια αντίδραση θρησκευτικά εμποτισμένη, έναντι της κοσμικής διακυβέρνησης.

Εργαλείο σε μια κοινωνία χωρίς ηθικό προσανατολισμό

Και οι απανταχού λαϊκιστές έχουν αποδειχθεί πολύ έμπειροι στο να σφετερίζονται τη θρησκεία. Η χρήση της θρησκείας από τους λαϊκιστές φαίνεται να προσφέρει τη δημιουργία ενός είδους συναίνεσης. Πρόκειται για ένα εργαλείο σε μια κοινωνία που αισθάνεται ότι έχει χάσει τον ηθικό της προσανατολισμό.

Ο γάλλος εθνικιστής, πολιτικός και συγγραφέας Σαρλ Μοράς έλεγε ότι δεν πιστεύει στον Θεό αλλά πίστευε ότι «είναι ζωτικής σημασίας να πιστεύουν οι άνθρωποι σε αυτόν». Εν μέσω των καταλυτικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης, ο λαϊκισμός του «Θεού και της χώρας» προσφέρει έναν τρόπο ενσωμάτωσης του λαϊκισμού σε ένα είδος παραδοσιακού θρησκευτικου πλαισίου.

Αυτοί οι λαϊκιστές ακολουθούν τη θεωρία του καθολικού Στιβ Μπάνον, πρώην ειδικού συμβούλου σε θέματα διακυβέρνησης και στρατηγικής του Τραμπ. Τι λέει; Οτι η παγκόσμια οικονομική κρίση προέκυψε επειδή οι περιορισμοί που απαιτούν οι θρησκευτικές παραδόσεις κατέρρευσαν, εξαιτίας των διαβρωτικών συνεπειών του άθεου κοσμικού χαρακτήρα των κρατών.

Για τον λαϊκιστή Μπάνον και τους συν αυτώ, στη συνείδηση του κόσμου η θρησκεία έχει περιοριστεί στην τέλεση γάμων και κηδειών.  Εχει υποβαθμιστεί δηλαδή σε μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση ή σε ένα θεραπευτικό εργαλείο στο οποίο κάποιος καταφεύγει από ανάγκη.

Ωστόσο, στα ακροδεξιά λαϊκιστικά κινήματα που κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος στις δυτικές δημοκρατίες, η θρησκεία γίνεται εργαλείο «επαναπολιτικοποίησης» το οποίο στρέφεται εναντίον ενός απρόσωπου κόσμου τεχνοκρατών και δυνάμεων της αγοράς.

Μια Αριστερά που ανταποκρίνεται σε αυτές τις εξελίξεις δεν χρειάζεται να ακυρώσει τις δικές της κοσμικές δεσμεύσεις, ισχυρίζονται οι Γιέγκερ και Στάινμετς-Τζέκινγκς. Αλλά καλό θα ήταν να αναγνωρίσει ότι η θρησκευτική γλώσσα σήμερα έχει όχι μόνο τη δύναμη να επηρεάζει, αλλά και την ικανότητα να ανασυντάσσει τους κανόνες.

Ο καπιταλισμός αλλάζει μπροστά στα μάτια μας, ενώ τα θρησκευτικά θέματα και οι παραδόσεις προσφέρονται ως ένα καταφύγιο, ως ένα ηθικό αντίβαρο σε έναν άκαρδο κόσμο. Ως εκ τούτου, οι αντίπαλοι του δεξιού λαϊκισμού, πρέπει να βρουν μια απάντηση σε αυτό, καταλήγουν οι καθηγητές.