Η  ολομέλεια  της  βουλής των Ελλήνων ασχολήθηκε  κατά την  17 /4 /2019  διεξοδικά  με την έκθεση   της διακομματικής  Επιτροπής, για  τις αποζημιώσεις   της  Γερμανίας από τον Β΄  Παγκόσμιο  Πόλεμο,  αλλά  όχι μόνο.    Η Επιτροπή συγκροτήθηκε με την υπ’ αριθμ. 17712/11602 από 4 Δεκεμβρίου 2015 απόφαση του Προέδρου της Βουλής, σύμφωνα με τα άρθρα 44 και 45 του Κανονισμού της Βουλής και τις από 27.2.2014 και 10.3.2015 ομόφωνες αποφάσεις της Ολομέλειας της Βουλής . Η Επιτροπή συγκροτήθηκε από 21 μέλη – Βουλευτές.

Οι εργασίες της Επιτροπής διήρκεσαν μέχρι 28 Ιουλίου 2016, ημερομηνία κατά την οποία κατετέθη στην Ολομέλεια της Βουλής η Έκθεσή της.  Η συνολική απαίτηση της χώρας μας έναντι της Γερμανίας, σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής, ανέρχεται σε πάνω από 269 δις ευρώ (269.547.995.854). Συνολικά το ποσό φτάνει σε πάνω από 300 δις ευρώ μαζί με τους τόκους. Αφορά το κατοχικό δάνειο, οικονομικές αποζημιώσεις ιδιωτών, την εβραϊκή κοινότητα, τις πολιτιστικές καταστροφές και μια σειρά άλλων θεμάτων.

Η συζήτηση  στη βουλή  ήταν  έντονη,  γιατί  παρουσιάσθηκαν  όλα  τα γεγονότα  και  οι φρικαλεότητες  του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου. Η  κυβέρνηση  αφού  άφησε στα συρτάρια της  το  πόρισμα   της Επιτροπής  για  τρία χρόνια,  περίπου,  το έφερε προς συζήτηση  τώρα,  καθαρά για  προπαγανδιστικούς, προεκλογικούς  λόγους. Παρ’ όλο  δε  που  ειπώθηκαν  αλήθειες  για τις φρικαλεότητες του  πολέμου, ουσιαστικά  οι αναφορές  όλων των βουλευτών  ήταν  έξω από  το στόχο  της  συζήτησης. Και επειδή η  έκθεση  είναι 348  σελίδες, πυκνογραμμένες, είναι  αμφίβολο  αν  διαβάστηκαν  όλες. Κατά συνέπεια  οι  περισσότεροι  ομιλητές  προσπάθησαν  να  κάνουν επίδειξη   της ρητορείας  τους,  παρά  να  θίξουν το  ζήτημα.

Επειδή  το  θέμα  είναι  λίαν  σοβαρό,  ας το δούμε  κι εμείς, κάπως  διεξοδικά  :

(1). Χρόνια τώρα στην  πατρίδα μας  παίζει το θέμα  του κατοχικού δανείου προς τους Γερμανούς, 476  εκατομμυρίων γερμανικών ναζιστικών  Μάρκων.  Έχουν  ειπωθεί τόσα πολλά, ώστε    δημιουργήθηκαν στους Έλληνες  προσδοκίες, πως  θα μπορούσε  να καλυφθεί  όλο το δημόσιο χρέος, αν   καταφέρναμε  να  αναγκάσουμε τους  Γερμανούς  να μας επιστρέψουν αυτά   τα χρήματα,  που τους  δανείσαμε.

Προηγούμενες κυβερνήσεις,  όπως αποδεικνύεται, δούλεψαν  καλά. Δηλαδή, ανέθεσαν  σε  μια  ομάδα  του Νομικού Συμβουλίου του  Κράτους να εξετάσουν  νομικά  όλα  τα αρχεία,  που υπήρχαν  στην ΤτΕ   και  να   περιγράψουν  το γεγονός. Η  ομάδα αυτή  εργάστηκε  εντατικά για αρκετό χρονικό διάστημα  και στο τέλος συνέταξε  μια  έκθεση 75  σελίδων,  την οποία παρέδωσε στην κυβέρνηση, αλλά  όχι στη δημοσιότητα. Παράλληλα  οι κυβερνητικοί  ανέθεσαν στον Παναγιώτη  Καρακούση, γενικό διευθυντή  του υπουργείου  οικονομικών   να σχηματίσει  μια  ομάδα  από ειδικούς,  για να αποφανθεί,  τι  ποσόν αντιστοιχεί σήμερα το δάνειο  εκείνο,  που δώσαμε στους δυνάστες  μας  κατά τη διάρκεια  της  ναζιστικής  κατοχής.

Η ομάδα  Καρακούση  ξετίναξε  για  πέντε μήνες  όλα τα αρχεία  της ΤτΕ  και υπολόγισε  και το τελευταίο γραμμάριο  καθαρού  χρυσού,  που μας  πήραν  οι   ναζιστές. Αυτό  ήταν 7.358, 0014   κιλά, το οποίο σήμερα αντιστοιχεί σε 235  εκατομμύρια Ευρώ.  Φεύγοντας  οι Γερμανοί  πήραν κοντά στα  άλλα  από την  ΤτΕ  και  τα υποκαταστήματά  της  634.962.691.995.162  τρισεκατομμύρια  δραχμές σε χαρτονομίσματα  και  νομίσματα,  που σήμερα υπολογίζονται σε 40 εκατομμύρια Ευρώ.

Τους Γερμανούς, που κατέλαβαν το 1941  την Ελλάδα,  ακολούθησαν,  ταυτόχρονα  σχεδόν,   οι Ιταλοί και  οι Βούλγαροι.  Συνέπεια  αυτού του γεγονότος  ήταν ότι  μοίρασαν  τη χώρα  σε  τρεις  ζώνες. Με  την εγκατάσταση  όμως των κατοχικών στρατευμάτων στην  Ελλάδα  οι Γερμανοί  απαίτησαν από την ελληνική  τότε  κυβέρνηση συνεργασίας, να καταβάλει μηνιαίως αρχικά 25  εκατομμύρια  γερμανικά  μάρκα,  που αντιστοιχούσαν σε 1,5  δισεκατομμύριο  δραχμές , για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Αυτή η απαίτηση, κατ’ αυτούς,  ήταν  και δίκαιη και συνηθισμένη,  γιατί από το 1899 μέχρι 1907 οι  Ευρωπαίοι  συζητούσαν   στη  Χάγη,  για  τους  κανόνες  του χερσαίου πολέμου,  ώστε είχε καθιερωθεί στο διεθνές δίκαιο   οι κατεχόμενες χώρες να  καταβάλουν τα  έξοδα  των στρατευμάτων κατοχής  (Frankfurter Allgemeine   Zeitung, S. 2,  16-3-15).

Έτσι, οι δυνάμεις κατοχής  έκαναν γνωστό στην κυβέρνηση της  Αθήνας,  ότι  έπρεπε να καταβάλει το προαναφερθέν ποσόν. Ο  τότε υπουργός των οικονομικών  Γκοτζαμάνης   αντέτεινε  ότι η Ελλάδα  ήταν μια «μικρή  και πτωχή  χώρα,  που δεν μπορούσε  να αντιμετωπίσει  αυτά  τα ποσά», αλλά  οι Ναζιστές   ήταν  αμετακίνητοι  (Σωτ. Γκοτζαμάνης, Κατοχικό Δάνειο & Δαπάναι  Κατοχής, Θες/νίκη 1954).  Εκτός  όμως αυτού, το  Μάρτιο  του 1942  οι Γερμανοί  γνωστοποίησαν  στην ελληνική κυβέρνηση  ότι  ήταν  υποχρεωμένη να δώσει ένα  δάνειο, το οποίο   οι κατακτητές  άντλησαν  μέχρι τον Απρίλιο του 1944.

Το  όλο θέμα  του κατοχικού δανείου των Ελλήνων  βρίσκεται στο  φάκελο   «R27320», 251  σελίδων, που  είναι   χαντακωμένος    στα   αρχεία του  γερμανικού  Υπουργείου Εξωτερικών.  Γι  αυτό το δάνειο  οι Γερμανοί λένε :  «Η   Ελλάδα  ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει  πλήρως  τα  έξοδα  των δυνάμεων κατοχής,  σύμφωνα με  τη γερμανο-ιταλική  συμφωνία  της  14 Μαρτίου  1942,  και  πως οι  Έλληνες υποχρεούνταν  να   διαθέσουν τις  δαπάνες συντήρησης  των στρατευμάτων κατοχής μέχρι το ύψος  που άντεχε η οικονομία της  χώρας. Το ποσό, που καθιερώθηκε  για τα  γερμανικά και ιταλικά στρατεύματα,  ήταν 1,5  δισεκατομμύριο δραχμές,  το οποίο  από το Νοέμβριο του 1942  προσαρμόστηκε  στο  ποσοστό του τρέχοντος πληθωρισμού.  Η  μοιρασιά   του δανείου  μεταξύ  Γερμανών – Ιταλών, διήρκεσε  μέχρι το Σεπτέμβριο του 1943, που κράτησε  η κατοχή  της Ελλάδας από τους Ιταλούς  (Frankfurter Allgemeine   Zeitung, S. 2,  16-3-15).

Το  παράξενο  σε αυτήν  την υπόθεση   είναι  ότι  ο  εν λόγω  φάκελος,  που βρίσκεται στο υπουργείο εξωτερικών  έχει τίτλο «Sonderbevollmächtiger Südost»              (  περιφραστικά = Νοτιοανατολικός  Ιδιαίτερος  Πληρεξούσιος),  συντάχθηκε   όπως τονίζει  και ο Γερμανός δημοσιογράφος που έγραψε το άρθρο,  την εποχή ,  που κατέρρεε  η Γερμανία. Δηλαδή, στις 12  Απριλίου  του 1945, τέσσερις μέρες  προτού αρχίσει η  μεγάλη επίθεση των σοβιετικών   εναντίον  του Βερολίνου  και  18 μέρες  προ  της αυτοκτονίας  του Χίτλερ.  Και εδώ  τίθεται το ερώτημα   πώς δόθηκε   μια  τέτοια  εντολή στους   υπαλλήλους  του υπουργείου να ασχοληθούν με  αυτό το θέμα,  όταν η Γερμανία   καταποντιζόταν; Η απάντηση που παίρνει κανείς από  τον συντάκτη  του άρθρου της  εφημερίδας  είναι,  ότι διαβάζοντας  αυτό το μακροσκελές κείμενο,  διαπιστώνεται  πως  σκοπός  του  φακέλου  είναι μάλλον,   για  να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αργότερα, μετά τον πόλεμο. Αυτή η παρατήρηση,  κάνει σαφές  ότι  οι Γερμανοί   έβλεπαν μέχρι το  τέλος του πολέμου αυτά τα καταβληθέντα  χρήματα  από  τους  Έλληνες, ως  δάνειο.  Άσχετα, τι  ισχυρίζεται σήμερα  η γερμανική κυβέρνηση, που θα αναφερθούμε  πιο κάτω.

Και  ο Καρκούσης  στην έκθεσή του τονίζει  ότι  «κανένας  λογικός  άνθρωπος  δεν μπορεί να αμφιβάλλει   ότι  αυτό  το δάνειο υπάρχει   και   η επιστροφή του   εκκρεμεί».

Πέραν τούτου όμως   οι  ναζιστές του   Χίτλερ   εισέπρατταν από τους  Έλληνες  όσα χρήματα  μπορούσαν,  τα  οποία  διέθεταν  για  τις  ανάγκες  των  γερμανικών στρατευμάτων  έξω από τα σύνορα  της  Ελλάδας.  Η δικαιολογία   που χρησιμοποιούσαν τότε , ήταν,   πως   όσα χρήματα  ξεπερνούσαν το κόστος συντήρησης  των  Γερμανών στην  Ελλάδα,  καταχωρούνταν,  ως  δάνειο.

Τα  ποσά ,  που έδιναν αναγκαστικά   οι Έλληνες,  πέρα από  τα    τροφεία  των  γερμανικών στρατευμάτων,  ήταν υπέρογκα   και ισοδυναμούσαν με   αυτά των τροφείων. Στο  πρώτο εξάμηνο του 1942  έφθασε  το ποσόν  αυτό στα 43,4 δισεκατομμύρια δραχμές.

Οι  Έλληνες  όμως  εκείνης της  εποχής  απαιτούσαν  επιστροφές  κάποιων ποσών,  που πήραν  από το Μάρτιο του 1943.  Αυτό το γεγονός από μόνο του πιστοποιεί  περίτρανα  ότι τα χρήματα που  έδινε  η Ελλάδα ,  ήταν πράγματι  δάνειο.  Ο γερμανο-έλληνας  καθηγητής του  πανεπιστημίου της Αθήνας  κ. Φλάϊσερ,  που ασχολήθηκε  εντατικά με το θέμα, βρήκε, όπως αναφέρει το γερμανικό περιοδικό «Der  Spiegel» (Νούμερο 13 / 21-3-15, σελ. 28 -30),  «δυο  δωδεκάδες   εξοφλητικές  αποδείξεις».

Το  τελικό  αποτέλεσμα  της  ομάδας έρευνας του κ. Καρακούση  είναι  ότι η ελληνική    ΤτΕ  δάνεισε  στους  Γερμανούς 12,8 σημερινά  δισεκατομμύρια  δολάρια  ,  που τον Δεκέμβριο του 2014   αντιστοιχούσαν σε 11  δισεκατομμύρια  Ευρώ.

Το  ποσόν  αυτό,  όπως  διευκρινίστηκε από πολλές πλευρές,  δεν εμπίπτει   στις πολεμικές αποζημιώσεις,  γιατί   πρόκειται για μια  καθαρή εμπορική πράξη. Πέραν τούτου   η  κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ   εκτίμησε  τα  ποσά των πολεμικών επανορθώσεων σε 287,7 δις Ευρώ.

Η  θέση του  Σωτ. Γκοτζαμάνη

Ο  κατοχικός  υπουργός  των  οικονομικών Σωτ. Γκοτζαμάνης, που χειρίστηκε το δάνειο στην  Κατοχή,  στο  πόνημά του «ΚΑΤΟΧΙΚΟΝ ΔΑΝΕΙΟΝ  &  ΔΑΠΑΝΑΙ   ΚΑΤΟΧΗΣ», που συνέταξε  το  1954 (Θεσσαλονίκη)    αναφέρει :

«Τα  μετά  τον  Πόλεμο»

 

«Αί μεταπολεμικαί κυβερνήσεις, όρθώς ποιούσαι έπαρουσίασαν τήν ελληνικήν άπαίτησιν τών προκαταβολών, τόσον κατά τήν συζητησιν τών γερμανικών έπαναρθώσεων τον Δεκέμβριον 1945, όσον καί έν Παρισίοις κατά   τό 1946 κατά τήν συζητησιν τής συνθήκης ειρήνης μέ τήν Ιταλίαν. Έξ επισήμων άνακοινώσεων είναι σήμερον γνωστόν ότι άπό την Ιταλίαν ζητούμεν 64.800 000 δολλάρια, άπό δέ τήν Γερμανίαν, κατ’ ιδιωτικάς μου πληροφορίας   ασφαλείς, 160.000.000, δηλαδή 225.000.000 δολ. εν τώ συνόλω.

 Έξ επισήμων εγγράφων προκύπτει, ότι ή ελληνική αντιπροσωπεία  κατά τήν συζήτησιν τών γερμανικών επανορθώσεων είς τήν συνεδρίασιν της  21/12/45 έφερεν επί τάπητος τήν έλληνικήν άξίωσιν τής έπιστροφής  των προκαταβολών.

Επειδή όμως δέν το έπέτυχεν, έκαμε κατα τήν συνεδρίασιν εκείνην τήν δήλωσιν, ότι «ή ελληνική αντιπροσωπεία θεωρεί ώς μη καλυφθείσαν διά τών διατάξεων τής συμφωνίας τήν απαίτησιν τής Τραπέζης της  Ελλάδος έναντι τής γερμανικής κυβερνήσεως, τήν προκΰπτουσαν εκ τών προκαταβολών τών γενομένων εις τάς γερμανικάς άρχάς κατοχής έν Έλλάδι  καί έπιφυλάσσεται νά επιδίωξη τον διακανονισμόν τής τοιαύτης πιστώσεως περαιτέρω».

Περί τών ενεργειών άπό ελληνικής πλευράς διά τήν εϊσπραξιν τοΰ χρέους παρά τής Ιταλίας γνωρίζομεν τα εξής. Κατά τήν συζήτησιν τής ειρήνης μέ τήν Ιταλίαν έν Παρισίοις τό 1946 ή ελληνική αντιπροσωπεία έπεδίωξε νά έγγράψη τήν εξής τροπολογίαν είς τό άρθρον 74 τής συνθήκης.

«Η Ιταλία ύποχρεοΰται νά καταβάλη εις χρυσόν εις τήν Τράπεζαν τής Ελλάδος, εντός τριών μηνών άπό τής ισχύος τής παροΰσης συνθήκης,  τό ποσον τών 64.800.000 δολλαρίων ( άξίας 1938), ποσόν εις ό άνέρχονται αΐ προκαταβολαί αί γενόμεναι υπό τής Τραπέζης τής Ελλάδος εις τας ίταλικάς άρχάς κατοχής, έπί πλέον τών δαπανών κατοχής, αί όποΐαι, δυνάμει τής συμφωνίας μεταξύ τών κυβερνήσεων τοΰ Ράιχ καί τής Ιταλίας τής 14ης Μαρτίου 1942 καί πάσης άλλης μετέπειτα τροπολογίας θά ήσαν είς βάρος τής Ελλάδος». Μετάφρασις έκ τοΰ γαλλικοΰ. (G. Ρ. / GΕΝ / DΟC  I. J 17, Βιβλ. V σελίς 484).

 

Είς τό σημεΐον τοΰτο μίαν έχω νά κάμω παρατήρησιν. Ό συντάκτης τής τροπολογίας άτόπως χαρακτηρίζει, τήν ιταλικήν ύποχρέωσιν προκΰπτουσαν έκ τής μονομερούς συμφωνίας ιταλικής καί γερμανικής κυβερνήσεως,  διότι ή συμφωνία τοΰ Μαρτίου διά τοΰ έν Άθήναις ύπογραφέντος πρωτοκόλλου τον Δεκέμβριον 1942 μετετράπη είς συμφωνίαν διμερή μεταξύ Ελλάδος  άφ’ ένός καί τών ξένων δυνάμεων άφ’ ετέρου, τούθ’ υπερ άπό νομικής  καί ουσιαστικής πλευράς είναι κάτι πολύ διάφορον. Άτυχώς ή ελληνική  άντιπροσωπεία δέν επέτυχε νά έγγράψη τήν τροπολογίαν της καί τήν άπέσυρε τήν 1ην Όκτωβρίου 1946 κατά τήν 30ην συνεδρίασιν, (G, Ρ./ΙΤ/ΕCΟ /30 ε Seance Βιβλ. V1 Σελiς 390), μέ τήν κάτωθι έπιφυλαξιν τήν όποίαν άφήνω είς τον αναγνώστη νά κρίνη». 

 

Η στάση  της σημερινής  γερμανικής κυβέρνησης

(2). Η Ελλάδα   στον Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  δεν  κήρυξε  τον πόλεμο σε  κανέναν. Δέχθηκε   επίθεση   από την Ιταλία,  τη  Γερμανία  και τη Βουλγαρία,  ώστε  βρέθηκε  αμυνόμενη. Δηλαδή,  το ελληνικό  έθνος  διεξήγαγε  έναν  «δίκαιο   πόλεμο»,  όπου  μάτωσε  και βρέθηκε για  τέσσερα  χρόνια   σε κατοχή ξένων δυνάμεων. Οι   άνθρωποι,  που  έχασαν τη ζωή τους  ήταν χιλιάδες  και  οι καταστροφές  των υποδομών του κράτους  αμέτρητες.

Η ναζιστική  Γερμανία   παραδόθηκε, άνευ  όρων, στις 8/9 Μαΐου 1945, αλλά  ουσιαστικά ο πόλεμος  έκλεισε  οριστικά    στις  3  Οκτωβρίου  1990,  όταν  μπήκε  σε ισχύ η συμφωνία  των «2 συν 4»   ( Δυτική  και Ανατολική  Γερμανία + Αμερική , Σοβιετική Ένωση, Αγγλία, Γαλλία)  και η ενωμένη  Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας  απέκτησε  πάλι την  αυτοκυριαρχία της  (Sovereignty).

Στις 17 Ιουλίου 1945  άρχισε   στο  Potsdam  της Γερμανίας  η σύνοδος των  τριών  νικητριών δυνάμεων (Αμερική, Σοβιετική  Ένωση,  Μεγάλη Βρετανία), οι  οποίες  έκριναν την τύχη της ηττημένης Γερμανίας,  που  τελείωσε στις  2  Αυγούστου του ίδιου έτους. Εκεί   ειπώθηκαν   και ρυθμίστηκαν πολλά, αλλά  δυο είναι τα σημεία,  που ενδιαφέρουν  την Ελλάδα : Πρώτον ότι  δεν υπεγράφη  κάποιο  «σύμφωνο  ειρήνης»  ,  όπως  εκείνο των Βερσαλλιών  μετά τον Α΄  Παγκόσμιο Πόλεμο  το 1918 στη Γαλλία . Αυτό το άφησαν οι σύμμαχοι  για το μέλλον. Και δεύτερον ότι  δε  ρυθμίστηκε  ουσιαστικά το θέμα τον  αποζημιώσεων  των χωρών, που κατάστρεψε  η ναζιστική Γερμανία.  Το μόνο  που συμφώνησαν οι σύμμαχοι  ήταν,  να  ξηλώσουν (Dismantling)  ό,τι   θεωρούσαν χρήσιμο από τις  γερμανικές ζώνες,  που  είχαν παραχωρηθεί σε κάθε μια από αυτές. Βέβαια,  τέθηκαν   και χρηματικές επανορθώσεις  προς   τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά  αυτές  ήταν μικρές και άλλου  χαρακτήρα, που ρυθμίστηκαν στην  σύνοδο του Παρισιού  στις 14 Ιανουαρίου 1946   (Pariser Reparationsabkommen), που μάλλον ήταν  για τα ανθρώπινα  θύματα του πολέμου.   Όλα τα άλλα θα ρυθμιζόταν μελλοντικά με το σύμφωνο ειρήνης που θα υπεγράφετο   με  τη Γερμανία.

Στις 27  Φεβρουάριο  του  1953   έλαβε   χώρα στο Λονδίνο  η σύνοδος Αμερικής   Αγγλίας ,  Γαλλίας  και  δυτικής Γερμανίας, προκειμένου  να ρυθμίσουν  τα εξωτερικά  γερμανικά χρέη (Abkommen über deutsche Auslandsschulden). Το «σύμφωνο αυτό, σχετικά , με  τα εξωτερικά  χρέη της  Γερμανίας»   προέβλεπε την  αντιμετώπιση χρεών του Α΄  Παγκ. Πολέμου, αλλά  και άλλων νέων των τριών συμμάχων. Το συμφωνηθέν ποσόν ανερχόταν  στα 13,73  δισεκατομμύρια  γερμ. Μάρκα    και αφορούσε  70 χώρες, από τις οποίες  21 παρουσιαζόταν  εκεί, ως συναλλασσόμενες.

Τα χρόνια πέρασαν,  εν αναμονή του συμφώνου ειρήνης. Παράλληλα  δημιουργήθηκαν δυο Γερμανίες, η πλούσια  μεγάλη δυτική και η μικρή  φτωχή ανατολική, οι οποίες  στις επερχόμενες δεκαετίες αποζημίωναν αδρά τις νικήτριες χώρες. Τελικά  το 1990   κατορθώθηκε  η  συμφωνία  των  2 + 4,   με την οποία  οι δυο Γερμανίες  ενώθηκαν.  Όμως  όπως ειπώθηκε επίσημα  αυτή  η συμφωνία  δεν  ήταν «σύμφωνο  ειρήνης»  κατά το διεθνές δίκαιο. Η ειρήνη λένε,  πως επετεύχθη    με  τη δημιουργία   των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ της  Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας  της Γερμανίας  και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών μεμονωμένα  , μέσα  στο ΝΑΤΟ  και την Ε.Ε. Αυτή η ρύθμιση , ισχυρίζονται  οι Γερμανοί,   είναι σύμφωνη  με το διεθνές δίκαιο   και δεν περιλαμβάνει   επανορθώσεις  ( Reparationen), ενώ το σύμφωνο ειρήνης  θα  έπρεπε να λάβει υπόψη του και αυτό το θέμα.  Αυτήν  την εξέλιξη   την επιδίωξε η Γερμανία, όχι χωρίς λόγο.

Οι επερωτήσεις στη γερμανική  βουλή

 

(3). Το   2010   και το 2013   το γερμανικό  κόμμα  των  Linken  της Γερμανίας (αριστεροί,  προέκταση του κομμουνιστικού κόμματος της ανατολ. Γερμανίας) έκανε   επερώτηση  στην  Bundestag  (Ομοσπονδιακή βουλή)  για την τύχη του κατοχικού δανείου, που πήραν τα ναζιστικά στρατεύματα από την Ελλάδα.  Η  πρώτη επίσημη  απάντηση, από τη μεριά  της  κυβέρνησης,  είχε  ως εξής :

«Η Γερμανία μετά το τέλος του Β΄  Παγκοσμ.  Πολέμου  έχει καταβάλει  στις  πληγείσες χώρες  μεγάλα  ποσά για επανορθώσεις,  σύμφωνα με το γενικό διεθνές δίκαιο,  που χρησιμοποιήθηκαν  για την αποζημίωση  των  υπηκόων τους. Με  αυτές  τις  επανορθώσεις   και άλλες  συνεισφορές  καλύφθηκε το  πολλαπλάσιο  του ποσού  των  20 δισεκατομμυρίων δολαρίων , που είχε προβλεφθεί   στην σύνοδο της Γιάλτας,  ως  αποζημιώσεις.  Περάν τούτου,  επανορθώσεις,  60  χρόνια μετά τον πόλεμο , δεν υπάρχουν  στην πράξη του  διεθνούς δικαίου  και γι’ αυτό  θεωρούνται   ιδιαίτερη περίπτωση».

Στη  δεύτερη  ειπώθηκαν τα ακόλουθα : «Η συμφωνία  2 + 4 ισχύει πλήρως   και εμπεριέχει τη ρύθμιση των νομικών θεμάτων, που προκάλεσε ο πόλεμος. Από αυτό συνάγεται  ότι  στο θέμα  των επανορθώσεων   δεν υπάρχει  πλέον τίποτε προς  ρύθμιση».

Αντίθετα  οι  Linken    υποστήριξαν ότι  αφού στη συμφωνία αυτή δεν γίνεται λόγος για  επανορθώσεις,  τότε συνεχίζει να ισχύει το «σύμφωνο του Λονδίνου» του 1953,  που κατοχυρώνει αυτές τις  αξιώσεις.

Η   γερμανική  κυβέρνηση ανταπάντησε  πως  θεωρεί  ότι    «τα μέλη του ΟΑΣΕ , μεταξύ  αυτών κι η  Ελλάδα,  με την υπογραφή τους κάτω από  την «Χάρτα», αναγνώρισαν επίσημα τη  συμφωνία «2 + 4»   και τις συνέπειές της».

Όμως  επ’ αυτού οι Linken  αντέτειναν  πως  η αποδοχή της εν λόγω  συμφωνίας  έχει πολιτική  και όχι νομική ισχύ.   Ακόμη  επέμεναν και  είπαν  ότι το δάνειο δεν υπάγεται στις επανορθώσεις, αλλά πρόκειται για καθαρά  τραπεζική συναλλαγή. Αυτό το είχε αναγνωρίσει εξ άλλου και το Γ΄ Ράϊχ,  που περί τα τέλη του πολέμου είχε αρχίσει να αποπληρώνει το δάνειο.  Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης απάντησε : «Το δάνειο ανήκει  τυπικά, δηλαδή, στο Πολεμικό Δίκαιο,  στη «μάζα»  των επανορθώσεων –  ή πιο συγκεκριμένα, στους λογαριασμούς επιβάρυνσης (Anlastungskonten)  της κατεχόμενης χώρας, από το  οποίο χρηματοδοτούνται οι δυνάμεις κατοχής». (βλέπε  και  ΤΟ  ΒΗΜΑ, 9 /2/14, σελ. Α 17).

Τελικά  οι Γερμανοί  ισχυρίζονται  ότι τα χρήματα που πήραν από  την Ελλάδα , εν είδη δανείου,  δεν ήταν δάνειο, αλλά αποτελούσαν ουσιαστικά  «Tribut» ,  δηλαδή  φόρο υποτέλειας,  όπως κατέβαλαν  οι  υποταγμένες   χώρες στους κατακτητές Ρωμαίους. Με  άλλα λόγια ήταν το χαράτσι, που έβαζαν οι Σουλτάνοι  στους κατακτημένους  ραγιάδες.

 

Τι   ποιούμε ;

 

(4). Εδώ  γεννάται  βέβαια   η  ερώτηση  γιατί  αντιδρούν τόσο έντονα οι  Γερμανοί ;   Η  απάντηση μάλλον  έρχεται,   κατ’ αντιστοιχία, από το Λονδίνο : Γιατί οι  Άγγλοι δεν μας  δίνουν τα  Ελγίνεια μάρμαρα ;  Απλά,  διότι,   αν μας τα δώσουν,  θα  πρέπει να ικανοποιήσουν   και τις απαιτήσεις   των άλλων  χωρών, όπως  της  Αιγύπτου   και άλλων,  επειδή έχουν  μεταφέρει  όλη την  κληρονομιά  των Φαραώ, κλπ,  στο ιστορικό  μουσείο του Λονδίνου.  Αν λοιπόν  οι Γερμανοί    ανταποκριθούν στα αιτήματά  μας, μετά  δεν σώζονται   με τίποτε,  όταν  οι  μεγάλες  καταστροφές  και κλοπές έγιναν  στην Πολωνία, την  Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Νορβηγία, αλλά ιδιαίτερα   τη Σοβιετική  Ένωση,  που  σήμερα   αντικαταστάθηκε από  πλήθος  ανεξαρτήτων κρατών.  Εμείς   θρηνούμε  για τα τέσσερα χωριά  (Καλάβρυτα, Δίστομο, Χορτιάτη  και  το χωριό του νομού Ιωαννίνων)  και κάποια  άλλα  εγκλήματα,  ενώ   σε  ντοκιμαντέρ,  που παρουσιάσθηκε  προ  ενός  έτους,  η  Wehrmacht  (στρατιωτικές  δυνάμεις  της  ναζιστικής  Γερμανίας) έκαψε  και  έσφαξε  στη  Λευκορωσία   1.620 χωριά. Έκλειναν   τους ανθρώπους  στις εκκλησίες  και τα σχολεία  και τους  έκαιγαν.

Αλλά,  εν πάση  περιπτώσει,  για  λόγους τακτικής,  οφείλουμε να κάνουμε  μια  διάκριση  μεταξύ δανείου   και πολεμικών αποζημιώσεων,  γιατί   η  επιχειρηματολογία  και η σύνδεση   με θέματα του διεθνούς δικαίου,  διαφέρουν.

Τώρα,  η  διαπίστωση  μόνο  ότι μας  χρωστούν  οι Γερμανοί το συγκεκριμένο ποσόν, δεν αρκεί. Στην κατάσταση  που βρισκόμαστε   έχουμε   ανάγκη    και το  ένα Ευρώ.  Άρα, πώς ενεργούμε;    Από τότε  που  ανέλαβε τα ηνία της χώρας  ο ΣΥΡΙΖΑ    και     ο   πρωθυπουργός  μίλησε  ανοικτά  στη βουλή,  για το κατοχικό δάνειο  και τις  πολεμικές αποζημιώσεις  του Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου, κάποιες  γερμανικές εφημερίδες υποστήριξαν  το αίτημα,  γιατί το θεωρούν  ηθική  υποχρέωση   του  έθνους  τους.  Ταυτόχρονα  όμως   άλλες σημείωσαν  επανειλημμένως  ότι  από το 2010,  που  άρχισαν  να δίδονται  στην Ελλάδα  χρήματα  για  την αντιμετώπιση του χρέους,     η Γερμανία  συνέβαλε  με  74  δις Ευρώ. Βέβαια,  αυτά  τα χρήματα  δεν  είναι δώρο,  γιατί  υπολογίζονται  επιτόκια  και τόκοι, αλλά  οι Γερμανοί   τα βλέπουν  με τον  ένα  ή  άλλο τρόπο δανεικά και αγύριστα.  Κατά  συνέπεια   η μαεστρία  θα  πρέπει   να  είναι,  με πολιτικά μέσα,  να επέλθει   κάποιος  συμψηφισμός  με το κατοχικό  δάνειο.  Προς  τούτο  θεωρώ, ως  αναγκαίο,  όπως   το θέμα οφείλει να  παραμένει στην επικαιρότητα   με τη βοήθεια  του ξένου  τύπου  των διαφόρων  ευρωπαϊκών  και αμερικανικών  χωρών,  ώστε  να  γίνει  για τους Γερμανούς  γάγγραινα  και να ζητήσουν  οι ίδιοι τη ρύθμισή του  με  κάποιον  πλάγιο τρόπο.

Ο κ. Θεόδωρος Αυγερινός είναι συνταξιούχος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας