Επενδύσεις συνολικού ύψους 77 δισ. ευρώ θα χρειαστούν για την επαναφορά τους στα προ κρίσης επίπεδα, δηλαδή μεταξύ 23% και 26% του ΑΕΠ. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο ποσό που είναι αδύνατον να καλυφθεί εξ ολοκλήρου από τους πόρους του ΕΣΠΑ, τις δημόσιες δαπάνες και την τραπεζική χρηματοδότηση. Ως εκ τούτου, η επίτευξη του στόχου περνά μόνο από την προσέλκυση άμεσων, κατά βάση ξένων, επενδύσεων.

Οπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι της Alpha Bank σε ανάλυση που έδωσαν στη δημοσιότητα, οι επενδύσεις το επόμενο έτος θα έπρεπε να αυξηθούν κατά 14,9 και 6,5 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, προκειμένου να φτάσουν στο ύψος του 2007 και του 2010.

Ωστόσο, σημειώνουν ότι οι πόροι του ΕΣΠΑ καλύπτουν λιγότερο από το 1/3 των συνολικών πόρων που απαιτούνται.

Συγκεκριμένα, αναφέρουν πως «ΕΣΠΑ και μεγάλα εν εξελίξει έργα υποδομών σε καίριους παραγωγικούς και πολυκλαδικούς τομείς, όπως η Ενέργεια και η Εφοδιαστική Αλυσίδα, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους αναμένεται να στηριχθεί η επενδυτική ώθηση τα επόμενα χρόνια».

Προσθέτουν δε πως «η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει μία επενδυτική στρατηγική, η οποία να δίνει βάρος σε έργα και τομείς που δημιουργούν προστιθέμενη αξία, έλκονται από την έρευνα και την καινοτομία, χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες και σέβονται το περιβάλλον».

Επίσης, στην ίδια έκθεση επισημαίνεται ότι «θα πρέπει να υπάρξει επενδυτική στρατηγική με έμφαση σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας όπως είναι οι κλάδοι Ενέργειας, Εφοδιαστικής Αλυσίδας (logistics), Αγροδιατροφικού τομέα, Τουρισμού, Υγείας και Φαρμάκου, Τηλεπικοινωνιών και Πληροφορικής».

Οι καταλύτες

Σύμφωνα με την Alpha Bank, η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα και ευκαιρίες που θα μπορούσε να αξιοποιήσει προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των επενδύσεων και των τομέων που είναι προσανατολισμένοι στην έρευνα, τεχνολογία και καινοτομία. Συγκεκριμένα:

Πρώτον, από τα βελτιωμένα αποτελέσματα που έχει καταγράψει ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας την τελευταία διετία και ιδιαίτερα οι μεγάλες επιχειρήσεις, εξέλιξη η οποία ενίσχυσε και τις επιχειρηματικές προσδοκίες.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των εισηγμένων εταιρειών στο ελληνικό χρηματιστήριο, σημειώθηκε αύξηση του κύκλου εργασιών τους κατά 8,1% και των καθαρών κερδών τους μετά τους φόρους κατά 19,5%.

Δεύτερον, από την ένταξη πολλών σχεδίων στον Αναπτυξιακό Νόμο, συνολικού κόστους 3,9 δισ. ευρώ και την προσδοκώμενη υλοποίησή τους μέσα στη διετία 2019-2020. Παράλληλα, η τροποποίηση του Νόμου για τις στρατηγικές επενδύσεις, έτσι ώστε να περιλαμβάνονται περισσότεροι κλάδοι και να επιταχυνθούν οι αδειοδοτήσεις, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των διαδικασιών ελέγχου και πληρωμών των επιδοτήσεων, αναμένεται να δημιουργήσουν ένα φιλικότερο περιβάλλον για επενδύσεις.

Τρίτον, από την επιστροφή σε θετικό έδαφος της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί, ως αποτέλεσμα αφενός της απελευθέρωσης πόρων μέσω της σταδιακής συρρίκνωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αφετέρου της επιτάχυνσης των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών που θα βελτιώσει την τιμολόγηση των υπό ρευστοποίηση εξασφαλίσεων.

Εκτός από την αυξημένη προσφορά δανειακών κεφαλαίων, η ενεργός διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών αναμένεται να οδηγήσει σε αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα και στην αποκατάσταση υγιών ανταγωνιστικών συνθηκών μεταξύ των επιχειρήσεων.

Οι αναλυτές της τράπεζας υπογραμμίζουν πάντως πως οι ανωτέρω παράγοντες δεν επαρκούν για την προσέλκυση επενδύσεων της τάξεως που αναφέρθηκε.

«Απαιτείται επιπροσθέτως η ταχεία υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών σχεδίων και ιδιωτικοποιήσεων που είναι σε καθυστέρηση, όπως για παράδειγμα το επενδυτικό πρόγραμμα του Ελληνικού και η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, καθώς και η αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρηματικών κερδών στο πλαίσιο μιας αλλαγής του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Και ολοκληρώνουν την ανάλυσή τους τονίζοντας ότι το πιο σημαντικό για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και την ορθή τιμολόγηση των στοιχείων ενεργητικού είναι η πλήρης εκτέλεση των συμβάσεων και η χωρίς καθυστέρηση επίλυση διαφορών και διενέξεων μέσω της ταχείας εκδίκασης των δικαστικών υποθέσεων.