Ο λαός δεν ξεσηκώνεται για λίγη ζάχαρη, έλεγε ο Ροβεσπιέρος στη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης της 25ης Φεβρουαρίου 1793, έναν μήνα μετά την καρατόμηση του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣτ΄. Ο πειρασμός της ιστορικής αναλογίας είναι πρόδηλος: αφού τότε δεν ξεσηκώνονταν για τη ζάχαρη, σήμερα γιατί ξεσηκώνονται για τον φόρο στα καύσιμα;

To «καύσιμο» της πρόσφατης αναταραχής στη Γαλλία δεν είναι τα καύσιμα και ο φόρος που τους επιβλήθηκε από την κυβέρνηση. Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων δεν φύτρωσε ξαφνικά, αλλά αποτελεί εκδήλωση ενός επί μακρόν λανθάνοντος αισθήματος κοινωνικής αδικίας που επιπολάζει στη γαλλική κοινωνία. Από τη μία στέκουν οι πλήρως ενσωματωμένοι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία Γάλλοι, όχι αναγκαία εύποροι, συγκεντρωμένοι στο Παρίσι και λιγότερο σε άλλες μεγάλες πόλεις. Και από την άλλη, κατά την έκφραση του Alain Touraine, η περιαστική Γαλλία, με γεωγραφικούς και κοινωνικούς όρους, άνθρωποι διαρκώς αντιμέτωποι με το φάσμα της εργασιακής και βιοποριστικής επισφάλειας και αποκλεισμένοι από τις διόδους της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας.

Ανθρωποι που δεν διαμαρτύρονται μόνο ενάντια στην αύξηση του κόστους ζωής και τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, αλλά διατρανώνουν την ύπαρξή τους, αυτοκατατασσόμενοι στους λησμονημένους από την εξουσία και φέρνοντας στην επιφάνεια μια βαθιά διαιρετική τομή, κοινωνική ου μην αλλά και πολιτισμική, που διατρέχει τη σημερινή Γαλλία. Κάτι που βέβαια δεν συνιστά γαλλική αποκλειστικότητα. Και ακριβώς επειδή πρόκειται για έκφραση αισθήματος, οι θεσμοποιημένες διαδικασίες αντιπροσώπευσης και διαπραγμάτευσης της Ρεπιμπλίκ όχι μόνον αποδεικνύονται ανεπαρκείς, αλλά υπερακοντίζονται από τη δυναμική του κινήματος. Κάτι που μεταπλάθει τη φύση της κοινής γνώμης, η οποία καταργεί τους διαύλους διαμεολάβησής της – Τύπος, δημοσκοπήσεις, συνδικάτα – και αποκτά ορατή υλική υπόσταση, ενδυόμενη το κίτρινο γιλέκο.

Με όλες τις αναλογίες τηρούμενες, τα Κίτρινα Γιλέκα είναι οι γάλλοι νοικοκυραίοι: χαμηλοί και μεσαίοι μισθωτοί, μικρομεσαίοι, αυτοαπασχολούμενοι. Είναι το κάτω κομμάτι της μεσαίας τάξης, κατώτεροι μεσοαστοί και μικροαστοί, και η επαρχιακή τους αγκύρωση αποτελεί αξιόπιστο, αν όχι αψευδή, μάρτυρα. Κατά τούτο, δεν αποτελούν άφευκτα και αναντίρρητα ούτε κινηματική πρωτοπορία που θα αναγεννήσει τη Γαλλία και θα σαρώσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Μακρόν ούτε λαϊκιστική μήτρα που θα γεννήσει τέρατα. Παρόμοιες αναγνώσεις είναι ανιστόρητες, μερικότατες, μυωπικές και μεροληπτικές.

Και ο Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι ο γεννήτορας του κινήματος, αλλά ο μαιευτήρας του. Αναρρίπισε τη σιωπηλή και σιωπούσα δυσαρέσκεια όχι τόσο με τα φορολογικά μέτρα αυτά καθαυτά (κατάργηση του φόρου στην πολύ μεγάλη περιουσία και επιβολή φόρου στα καύσιμα), όσο με τον τρόπο, αλαζονικό και ελιτίστικο, εκφοράς του πολιτικού του λόγου, αλλά και με μια ψυχρή, άκαμπτα τεχνοκρατική, αντίληψη άσκησης της εξουσίας. Τουλάχιστον αυτό εισπράττουν όσοι κατεβαίνουν στους δρόμους.

Από μια άλλη σκοπιά, ο Μακρόν έπεσε θύμα όχι μόνο της υπεροψίας του και της διαψευσμένης εικόνας ανθρώπου της θείας πρόνοιας που θα έβγαζε τη Γαλλία από το τέλμα, αλλά των ίδιων των επαγγελιών του. Η υπόσχεσή του ήταν κρυστάλλινη και απλή: να κάνει τη Γαλλία δυνατή και πάλι, με έρεισμα την κοινωνία των πολιτών, και, ειδικότερα, να κάνει τους Γάλλους να ζουν αξιοπρεπώς από τη δουλειά τους. Ο,τι περίπου ζητούν δηλαδή και τα Κίτρινα Γιλέκα, ανέκδοτη και αναπάντεχη εκδοχή της κοινωνίας των πολιτών. Κατά τούτο, τα μέτρα που εξήγγειλε ο γάλλος πρόεδρος στο τηλεοπτικό του διάγγελμα είναι αμφίβολο αν θα κατευνάσουν την ογκωμένη δυσαρέσκεια. Ο χαρακτήρας τους είναι ξεκάθαρα τακτικός και η στρατηγική τους στόχευση ελλειμματική, αν όχι ανύπαρκτη. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Μακρόν, με την εικόνα του να έχει τρωθεί αλλά όχι και να έχει δεχθεί θανάσιμο πλήγμα, θα μπορέσει να τα υλοποιήσει ή ότι τα Κίτρινα Γιλέκα θα αρκεστούν σε αυτά.

Στην πραγματικότητα, επιχειρώντας μια συνολικότερη θέαση του φαινομένου και του κινήματος, τα Κίτρινα Γιλέκα είναι μία ακόμη, περισσότερο θορυβώδης, διεκδικητική και ίσως και απεγνωσμένη, εκδήλωση όχι μόνο του αισθήματος αδικίας που δοκιμάζει η κατώτερη μεσαία τάξη, αλλά της χρόνιας γαλλικής δυσφορίας – για να χρησιμοποιήσουμε μια διατύπωση του Marcel Gauchet. Και πρόκειται για δυσφορία με βαθιές ρίζες, που υπερβαίνουν τη συγκυρία.

Δυσφορία που σχετίζεται με την τραγικά διαψευδόμενη ψευδαίσθηση των γαλλικών ελίτ ότι θα εξακολουθήσουν να καθοδηγούν πολιτικά το ευρωπαϊκό εγχείρημα, παρά τη συρρικνούμενη οικονομική ισχύ της χώρας (εξ ου και κυβέρνηση και Κίτρινα Γιλέκα εθελοτυφλούν μπροστά στο αυτονόητο, ότι οι οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν πια να είναι αντικείμενο αποκλειστικά εθνικής πολιτικής). Με τη μη εκφραζόμενη παραδοχή, ομού από κυβερνώντες και πολίτες, των χαμένων ευκαιριών του παρελθόντος, από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μέχρι την αναμόρφωση των κρατικών δομών, κεντρικών και περιφερειακών. Με τη συναίσθηση της υποβάθμισης του παγκόσμιου ρόλου της χώρας, οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά.

Δυσφορία τέλος που δεν ιαθεί με την προσφυγή σε δοκιμασμένες πλην πλέον αμφίβολης αποτελεσματικότητας πρακτικές: τα Κίτρινα Γιλέκα, στις διεδικήσεις τους, ζητούν λιγότερους φόρους και περισσότερα λεφτά, ο Μακρόν, στις εξαγγελίες του, τους τα δίνει· αμφότεροι κλείνουν τα μάτια στη συνολική εικόνα. Κάτι σαν καταπραϋντικό δηλαδή, σαν τη ζάχαρη του Ροβεσπιέρου ίσως, που γλυκαίνει πρόσκαιρα, αλλά δεν ανακουφίζει τη χρόνια δυσφορία.

Ο κ. Δημήτρης Αντωνίου είναι ιστορικός, διδάκτορας της École des hautes études en sciences sociales του Παρισιού.