Προσποιούνται ότι είναι οπαδοί είτε των σταρ της εγχώριας ποπ μουσικής είτε των εθνικών ηρώων της Μιανμάρ, καθώς πλημμυρίζουν το Facebook με μίσος. Σε μια από τις πολλές δημοσιεύσεις τους στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ορισμένοι ισχυρίζονται ότι το Ισλάμ αποτελεί παγκόσμια απειλή για τον βουδισμό και κάποιοι άλλοι μοιράζονται ιστορίες που επινοούν, όπως αυτήν για τον υποτιθέμενο βιασμό μιας βουδίστριας από άνδρα μουσουλμάνο.
Τα ποσταρίσματα είναι πολλά, δεν προέρχονται όμως από καθημερινούς χρήστες. Πίσω από αυτά κρύβονται στρατιωτικοί της ασιατικής χώρας, οι οποίοι χρησιμοποιούν το Facebook ως εργαλείο προπαγάνδας, ως μέσο διασποράς ψευδών πληροφοριών, προκειμένου να συνεχίσουν την εθνοκάθαρση κατά της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν πρώην στρατιωτικοί αξιωματούχοι, ερευνητές και πολιτικοί στη Μιανμάρ, όπως αναφέρει δημοσίευμα των «New York Times».
Υποκίνηση δολοφονιών
Πρόκειται για μια συστηματική εκστρατεία μίσους στο Facebook που πραγματοποιείται εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια και πίσω από αυτή βρίσκονται μέλη των στρατιωτικών δυνάμεων της Μιανμάρ. Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων μιλούν ξεκάθαρα για υποκίνηση δολοφονιών, βιασμών και άλλων εγκλημάτων, πρωτίστως όμως του μεγαλύτερου ξεριζωμού ανθρώπων στην πρόσφατη Ιστορία. Και αν αμφιβάλλει κανείς για το εύρος επιρροής του Facebook στη χώρα των 18 εκατομμυρίων χρηστών του Διαδικτύου, η πλατφόρμα είναι τόσο διαδεδομένη που πολλοί την συγχέουν με το ίδιο το Ιντερνετ.
Οπως αναφέρει το ρεπορτάζ, η «δουλειά» είναι πλήρως οργανωμένη: στρατιωτικοί εργάζονται σε ομάδες ανά βάρδιες, έξω από την πρωτεύουσα Νέπιντο και πέρα από τη διάδοση ψευδών πληροφοριών μέσω Facebook, συλλέγουν πληροφορίες από δημοφιλή προφίλ και λογαριασμούς και σχολιάζουν δημοσιεύσεις, οι οποίες ασκούν κριτική στον στρατό.
Αρχικά, αυτή η διαδικτυακή καμπάνια μίσους ξεκίνησε με τη δημιουργία σελίδων ειδησεογραφικού περιεχομένου και σελίδων αφιερωμένων σε τραγουδιστές της ποπ μουσικής, φωτομοντέλα και διάσημους αστέρες της Μιανμάρ. Οι σελίδες ανανεώνονται και ενημερώνονται συνεχώς ώστε να προσελκύουν όλο και περισσότερους νέους ακολούθους.
Το Facebook έχει επιβεβαιώσει πολλά απ’ όσα βγήκαν στο φως σχετικά με τη σκοτεινή αυτή υπόθεση, με τον υπεύθυνο της πολιτικής για την ασφάλεια του κυβερνοχώρου της εταιρείας, Ναθάνιελ Γκάιχερ, να δηλώνει πως έχει «εντοπίσει ξεκάθαρες και εσκεμμένες προσπάθειες απροκάλυπτης διάδοσης προπαγάνδας που συνδέεται άμεσα με τον στρατό της Μιανμάρ».
Διαγραφές λογαριασμών
Υποστηρίζει δε ότι η εταιρεία έχει διαγράψει λογαριασμούς που υποτίθεται ότι σχετίζονταν με ψυχαγωγία, αλλά στην πραγματικότητα συνδέονταν με την εν λόγω εκστρατεία του στρατού. «Ανακαλύψαμε ότι αυτά τα ανεξάρτητα προφίλ διασκέδασης, ομορφιάς και ειδήσεων, συνδέονταν με τον στρατό της Μιανμάρ» αναφέρει μεταξύ άλλων η επίσημη ανακοίνωση του Facebook, ενώ υπολόγισε τον αριθμό των ακολούθων των σχετικών σελίδων στα 1,3 εκατομμύρια χρήστες.
«Ο στρατός έχει αποκομίσει πολλά οφέλη από το Facebook» δήλωσε ο Θιτ Σουί Γουίν, ιδρυτής της ομάδας Synergy, η οποία επικεντρώνεται στην προώθηση της κοινωνικής συνοχής στη Μιανμάρ, και πρόσθεσε: «Δεν θα έλεγα ότι το Facebook συμμετέχει άμεσα στην εθνοκάθαρση, αλλά έχει ευθύνη και πρέπει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μη μετατρέπεται σε υποκινητή της γενοκτονίας που συντελείται».
Μια από τις πιο επικίνδυνες εκστρατείες του βιρμανικού στρατού πραγματοποιήθηκε το 2017, όταν οι μυστικές υπηρεσίες διέδωσαν φήμες σε βουδιστικές ομάδες στο Facebook πως επίκειται επίθεση από μουσουλμάνους. Με αφορμή μάλιστα την επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου, προειδοποιούσαν μέσω δημοφιλών προφίλ ότι θα γίνουν «τζιχαντιστικές επιθέσεις». Ταυτόχρονα, στους μουσουλμάνους διέδιδαν ένα διαφορετικό μήνυμα, ότι εθνικιστές βουδιστές μοναχοί οργανώνουν αντι-μουσουλμανικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας.
Σκοπός της συγκεκριμένης εκστρατείας ήταν να οδηγηθεί η χώρα στα άκρα και να μεταδοθεί το αίσθημα φόβου και ανασφάλειας στους πολίτες, αναφέρουν αναλυτές. Με έναν λόγο, να τους πείσουν ότι μόνο ο στρατός μπορεί να τους προσφέρει προστασία και ασφάλεια.
Τον περασμένο Αύγουστο, έπειτα από πολλές καταγγελίες ο ιντερνετικός κολοσσός ομολόγησε δημόσια το «κενό» και παραδέχθηκε πως άργησε πολύ να αναλάβει δράση. Μέχρι τότε, περισσότεροι από 700.000 Ροχίνγκια είχαν εγκαταλείψει τη χώρα κάτω από τραγικές συνθήκες. Σήμερα το Facebook δηλώνει ότι ενισχύει τις προσπάθειές του να βάλει τέλος σε τέτοιου είδους καταχρήσεις.