Είμαι αμετακίνητος λάτρης των ερτζιανών, διότι πιστεύω ότι ο συνδυασμός ενός κειμένου με τον ήχο και την εικόνα, ολοκληρώνει το μεγαλείο του έντυπου λόγου (βιβλίο, περιοδικά, εφημερίδα).

Όμως, η απότομη και χωρίς καμία προεργασία, μετάβαση, στα 1987-1989, από την κρατική στην ιδιωτική ραδιοτηλεόραση (Ρ/Τ), εκτός από την επιτευχθείσα δημοκρατική πολυφωνία, γέμισε τις νέες και ελπιδοφόρες συχνότητες με λογικώς και αισθητικώς απαράδεκτες καταστάσεις και μάλιστα σε σημείο, η μαγεία του ήχου και της εικόνας να μετατρέπεται συχνά σε βάναυση αντιαισθητική δοκιμασία για εκατομμύρια δέκτες των Ρ/Τ εκπομπών.

Έτσι, φθάσαμε στο σημείο, έμπειροι και καταξιωμένοι εργάτες του δημοσιογραφικού, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού λόγου, να κουβαλούν τα βάρη και τις δεσμεύσεις του γραπτού λόγου. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, για να σταματήσουν κάποιοι να λένε στις ραδιοτηλεοπτικές συζητήσεις: «Όπως είπαμε παραπάνω. Όπως θα δούμε παρακάτω», αντί του ορθού «Όπως είπαμε προηγουμένως», ή «όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια». Με λίγα λόγια, αυτοί οι συνομιλητές μετατρέπουν ακροατές και τηλεθεατές σε… αναγνώστες (!) του ήχου και της εικόνας!

Επιπλέον, η έλλειψη μιας ταχύρρυθμης εξάσκησης για την μετάβαση από τον γραπτό λόγο, στην εικόνα και τον ήχο, οδήγησε και οδηγεί σε αμέτρητα βαβυλωνιακά αδιέξοδα όπως:

  • Ενώ αρχίζει κανονικά μια συνέντευξη τηλεφωνική, ή με πρόσκληση στον ραδιοθάλαμο, παρεμβάλλονται διαφημιστικές διακοπές. Αλλά μετά από κάθε παρόμοια διακοπή, κατά κανόνα και με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι συντονιστές των συνεντεύξεων ή πολυπρόσωπων συνομιλιών, συνεχίζουν την εκπομπή, χωρίς να διευκρινίζουν προς τους ακροατές του ραδιοφώνου, ποιοι είναι οι καλεσμένοι στους ραδιοθαλάμους.

Η ίδια αγενέστατη  προς τους ακροατές αυτή συμπεριφορά, πολλές φορές, παρατηρείται και στο τέλος των συνεντεύξεων ή συζητήσεων, με αποτέλεσμα, όλοι εκείνοι που δεν προλαβαίνουν τη συνέντευξη ή τη συζήτηση από την αρχή, να πελαγώνουν, μη γνωρίζοντας ποιοι συνομιλούν…

  • Η κατά ζεύγη ανδρικά, ή μικτά ανδρικά-γυναικεία, παρουσίαση τακτικών-ιδίως πρωινών εκπομπών, εκτός από τη φιλική για τους ακροατές ατμόσφαιρα, συχνά-συχνότατα εκτρέπεται σε φιλικό, μεταξύ των παρουσιαστών… «χαβαλέ», με αλληλοπειράγματα, που κατεβάζουν το επίπεδο της επαφής με το κοινό.

Κορύφωση αυτών των εκτροπών είναι το να γελούν, να ξεκαρδίζονται στα γέλια και χάχανα, κάποιοι παρουσιαστές-παρουσιάστριες με τα ίδια τα κρύα και γλυκανάλατα «αστεία» τους. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, πέφτουν βροχή τα ζάπινγκ από αμέτρητους, αιχμαλωτισμένους, στη μωρία ακροατές.

  • Το κατά σειράν τρίτο κρούσμα ασέβειας και περιφρόνησης, προς ακροατές ή τηλεθεατές, είναι η εθελοντική και με το (;) αζημίωτο, μετατροπή των παρουσιαστών σε βαποράκια διαφημιστικών ενθέτων, κυρίως σε ραδιοφωνικές συζητήσεις.

Έτσι, εντελώς απροειδοποίητα και αιφνιδιαστικά, εκείνοι που κάνουν κοινωνικοπολιτικά ή άλλα σχόλια, με μια ξεκάρφωτη μουσική γέφυρα, κόβουν το διάλογο και ρεκλαμάρουν τουριστικά ξενοδοχεία, με τα menu των εστιατορίων τους, ή διενεργούν κληρώσεις μεταξύ των ακροατών για δωρεάν ταξίδια ή διαμονή σε επιλεγμένα και φυσικά, ακριβοδιαφημισμένα σαλέ, κλπ, κλπ…

Ένα εντελώς νέο κρούσμα, μετατροπής του παρουσιαστή ή της παρουσιάστριας σε διαφημιστή, είναι η αμέσως μετά τη λήξη της παρουσίασης του μετεωρολογικού δελτίου, κάποιοι μετεωρολόγοι να μετατρέπονται με διαφημιστικά ένθετα σε ρεκλαμαδόρους… θερμομονωτικών χρωμάτων. Και μάλιστα με φανταστικές διαφημιστικές μετεωρολογικές προβλέψεις, που έρχονται σε αντίθεση με το προεκφωνηθέν δελτίο καιρού. Έλεος!

Τελικά, η συνύπαρξη της ιδιότητας του/της παρουσιάστριας με την ιδιότητα του διαφημιστή, κινδυνεύει να γίνει απαράβατος και υποχρεωτικός κανόνας. Όμως, έτσι πέφτει κατακόρυφα το κύρος τόσο των παρουσιαστών, όσο και των ραδιοτηλεοπτικών καναλιών στα οποία αυτοί εργάζονται.

Το φρονιμότερο θα ήταν, αυτά τα άτσαλα διαφημιστικά ένθετα να τα εκφωνούν και να τα ρεκλαμάρουν, έστω και καταμεσίς στις εκπομπές, (πράγμα που δεν παρατηρείται σε κανένα σοβαρό ξένο ραδιοτηλεοπτικό κανάλι), να τα παρουσιάζουν λοιπόν έμμισθοι επαγγελματίες διαφημιστές και όχι να τα χρεώνονται (με το αζημίωτο;) δημοσιογράφοι. Διότι έτσι κλονίζεται η αξιοπιστία των ίδιων των ΜΜΕ. Και φυσικά διαπράττονται παραπτώματα, που θα έπρεπε να τα κρίνουν τόσο το ΕΣΡ όσο και οι οικείες δημοσιογραφικές ενώσεις.

Υ.Γ.: Αυτή η …μόδα, να χαιρετούν με τη λέξη «καλησπέρα» κάποιοι «καινοτόμοι» παρουσιαστές-παρουσιάστριες, γιατί όχι και καλεσμένοι πολιτικοί, τους ακροατές και τηλεθεατές, μετά τις 12 το μεσημέρι, αυτό το φρούτο, που άρχισαν, πριν από λίγα χρόνια, να το σερβίρουν με άνωθεν εντολή, από αστοιχείωτους προϊσταμένους, οι τηλεφωνητές πληροφοριών του ΟΤΕ, ας σταματήσει κάποτε με αυστηρές εντολές των διευθυντών προγράμματος της ραδιοτηλεόρασης.

Η «καλή-(ε)σπέρα» ή το ισοδύναμο «καλό-βράδι» ισχύουν μετά τη δύση του ηλίου. Άλλωστε, την ίδια ώρα γίνεται για τους θρησκευόμενους ο εσπερινός. Προσωπικά, όταν δέχομαι από κρατικό φορέα, ή διαφημιζόμενη επιχείρηση τηλεφωνική κλήση με τον χαιρετισμό «καλησπέρα», στο καταμεσήμερο, μετά τη λήξη της συνδιάλεξης, τους χαιρετώ αστειευόμενος, με μια … «καληνύχτα»!

_______________________

*  Με τον ίδιο τίτλο του σημερινού μου σημειώματος, έχουν προηγηθεί από τις «Γνώμες» του «Βήματος» τα άρθρα μου «Ραδιοτηλε-φονικά (1) (10.04.2018) και «Ραδιοτηλε-φονικά» (2) (11.04.2018).