Ας αρχίσουμε με τη γεωγραφία. Η Ανγκόλα είναι μια χώρα που βρίσκεται στη Νότια Αφρική και βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Υπήρξε αποικία της Πορτογαλίας και ανεξαρτητοποιήθηκε το 1975. Στην πρωτεύουσά της, τη Λουάντα, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Μπρούνο ενημερώνει τους συμμαθητές του «πως υπήρχε μια ομάδα γρέγος που έκαναν επιθέσεις σε σχολεία». H λέξη gregos σημαίνει Ελληνες. Τότε, για κάποιον περίεργο και αδιευκρίνιστο λόγο, έτσι αποκαλούσαν εκεί τους μικρούς ληστές και κακοποιούς! Ρωτήσαμε τον Οντζάκι αν υπάρχει κάποια εξήγηση. «Μακάρι να ‘ξερα! Ηταν μια λέξη της αργκό που στην πορεία του χρόνου εξαφανίστηκε, δεν τη χρησιμοποιούμε πια» απάντησε εκείνος γελώντας. Και απέδωσε τη διασκεδαστική «παρεξήγηση» στην ανεξέλεγκτη φαντασία των δρόμων, στο σουρεαλιστικό χωνευτήρι των ατέρμονων αφηγήσεων που είναι η γενέτειρά του.
Στο σύντομο και εν πολλοίς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Καλημέρα σύντροφοι» παρακολουθούμε μια παρέα παιδιών που μεγαλώνουν μέσα στη δίνη μιας πολύπλευρης εμφύλιας σύρραξης με δεδομένες ψυχροπολεμικές διαστάσεις.

Το ψευδώνυμο

«Το Βήμα» συνάντησε τον 41χρονο ανγκολέζο συγγραφέα πριν από λίγο καιρό, όταν επισκέφθηκε την Αθήνα στο πλαίσιο του 10ου Ιβηροαμερικανικού Φεστιβάλ ΛΕΑ. «»Οντζάκι» στα ουμπούντου σημαίνει «πολεμιστής» βασικά, αλλά παραπέμπει και στον «ασταμάτητο». Και αυτό θα ήταν το κανονικό μου όνομα αν η μητέρα μου, δύο ημέρες πριν γεννηθώ, δεν αποφάσιζε αλλιώς. Πάντως στην Ανγκόλα συνηθίζεται οι συγγραφείς να έχουν ψευδώνυμα. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν μια συλλογή ποιημάτων. Το έστειλα σ’ έναν διαγωνισμό και βραβεύτηκε. Και επέλεξα τότε να τυπωθεί με το «Οντζάκι». Εκτοτε αυτό είναι το δεύτερο αληθινό μου όνομα».
Το πρώτο αληθινό του όνομα είναι Ντάλου ντε Αλμέιντα και σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο αξιόλογους νέους συγγραφείς στη Μαύρη Ηπειρο.
«Μου αρέσει ακόμα αυτό το βιβλίο και το σέβομαι πολύ επειδή ακριβώς δεν είχα πολύ χρόνο να το σκεφτώ. Δεν είχα ένα σύνθετο ορθολογικό πλάνο για το πώς θα το έγραφα. Στην πραγματικότητα, έλεγα ψέματα σ’ έναν εκδότη. Εκείνος με ρώτησε αν είχα ήδη έτοιμο κάτι σχετικό με την ανεξαρτησία της Ανγκόλας. Επρεπε να πω όχι, αλλά του είπα ναι, ότι βρισκόμουν μάλιστα στη μέση μιας ιστορίας που είχε να κάνει με την παιδική μου ηλικία. Και μέσα σε δύο μήνες, στα τέλη του 2000, το ολοκλήρωσα. Ημουν λίγο-πολύ 24 χρονών. Σκέφτομαι τώρα ότι αυτός είναι ίσως ο λόγος που το «Καλημέρα σύντροφοι» είναι τόσο άμεσα συνδεδεμένο με τη δική μου πραγματικότητα, τη γειτονιά μου και τους φίλους μου».

Κοινές εμπειρίες

Είναι προφανές ότι με τον αφηγητή του, τον Ντάλου, μοιράζονται πολλές κοινές εμπειρίες. «Είχα μπροστά μου δύο προκλήσεις. Αφενός, να αποδεχθώ ότι η μνήμη παίζει τα δικά της παιχνίδια και να ξεκαθαρίσω τι απ’ όλα όσα θυμόμουν είναι κατάλληλα για ένα λογοτεχνικό εγχείρημα. Δεν είναι όλα. Επρεπε, λοιπόν, να δω τι θα ενσωματωθεί και τι θα μείνει απ’ έξω. Αφετέρου, με απασχολούσε έντονα η γλώσσα. Διότι ναι μεν γνώριζα την ιστορία, αλλά δεν ήξερα ποιος θα την έλεγε. Το πιο δύσκολο για μένα είναι πάντοτε η επιλογή του αφηγητή αλλά και η φωνή του, ο τόνος του. Δεν περίμενα λ.χ. ότι τα πιο οικεία κομμάτια –αυτά που αφορούν τον σύντροφο Αντόνιο ή τους κουβανούς δασκάλους μου –θα αποδεικνύονταν και τα πιο ζόρικα για εμένα. Ομως το διαχειρίστηκα. Μερικές φορές η τρυφερότητα, η ίδια η αγάπη που νιώθουμε για ανθρώπους ή τόπους, μετουσιώνεται σε μια γλώσσα κατάλληλη να μιλήσουμε γι’ αυτούς» ανέφερε ο Οντζάκι.
«Δεν με προβλημάτισε καθόλου η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Αν κάποιος με ρωτούσε ποια περιστατικά συνέβησαν όντως, θα του απαντούσα «όλα». Οι συμμαθητές μου λ.χ. μπορούν να επιβεβαιώσουν το γεγονός ότι εγκαταλείψαμε έντρομοι το σχολείο μας εκείνη την ημέρα».

Κάτι ανάλογο διαβάζουμε και στο βιβλίο. Μια σκηνή χάους, όταν όλα δείχνουν ότι το εγκληματικό «Αδειο Φέρετρο» και οι άνδρες του ετοιμάζονται να επιτεθούν.
«Αν όμως ζητήσετε από τους συμμαθητές μου να σας το περιγράψουν, εκείνοι θα εστιάσουν αλλού, θα δώσουν άλλες εκδοχές, επειδή έζησαν με αλλιώτικο τρόπο το ίδιο γεγονός. Ορισμένες φορές όμως, ειλικρινά, δεν έχει καμία σημασία η αναλογία αλήθειας και επινόησης. Εγώ θέλησα να δώσω στους αναγνώστες να καταλάβουν –και αυτή είναι ίσως η πλέον αυτοβιογραφική διάσταση του βιβλίου –ότι τα παιδιά βλέπουν την πολιτική με τον δικό τους ιδιότυπο τρόπο. Εννοώ απλώς ότι ένα μικρό παιδί δεν θα μπορούσε να έχει κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του για τον κομμουνισμό, απλώς έτυχε να ζει σε μια τέτοια χώρα, όπου όλοι όφειλαν, τη στιγμή που εμφανιζόταν ο πρόεδρος με το αυτοκίνητό του, να κατέβουν απ’ τα δικά τους οχήματα και να καθίσουν προσοχή στην άκρη του δρόμου. Ετσι είχαν τα πράγματα. Κάποιοι μπορεί να το θεωρούν φρικτό, κάποια παιδιά ωστόσο το έβρισκαν διασκεδαστικό. Δεν θέλησα, επομένως, να κρίνω αυτά τα παιδιά, αλλά να περιγράψω πώς ήταν η κατάσταση. Δεν ενδιαφέρομαι τόσο να δείξω αν ήταν καλή ή κακή, όσο να υπογραμμίσω ότι ήταν γι’ αυτά φυσική. Ηταν φυσικό, δηλαδή, το σχολείο να μην έχει παράθυρα. Ετσι το ζούσαμε τότε εμείς, τα συγκεκριμένα παιδιά, στη συγκεκριμένη περιοχή. Κάποιος άλλος θα έγραφε άλλα, είμαι σίγουρος».

Τα πορτογαλικά

Ο ίδιος είναι ένας Ανγκολέζος που γράφει στην πορτογαλική γλώσσα. Αραγε εξακολουθεί να υπάρχει κάποιο είδος έντασης ανάμεσα σε αυτά τα δύο; «Στην Ανγκόλα εν γένει δεν υφίσταται πλέον κάτι τέτοιο. Τέλειωσε με την έλευση της ανεξαρτησίας, με το τέλος της αποικιοκρατίας και των εμφύλιων πολέμων που ακολούθησαν. Ο πιο πρόσφατος έληξε το 2002, έχουμε ειρήνη για δεκαέξι μόλις χρόνια. Το ενδιαφέρον με τα πορτογαλικά είναι ότι, εξαιτίας πολλών ιστορικών και κοινωνιολογικών παραμέτρων, κατέληξαν να γίνουν, γεωγραφικά μιλώντας, η εθνική μας γλώσσα. Είναι μια παράξενη κληρονομιά. Η Ανγκόλα έχει περισσότερες από 13 γλώσσες και 54 διαλέκτους. Είναι όμως γεγονός ότι τα πορτογαλικά –που σήμερα έχουν μια σχέση ισοτιμίας και σεβασμού με τις υπόλοιπες γλώσσες της χώρας –κατάφεραν ό,τι δεν κατάφεραν να κάνουν οι πολλές άλλες, οι αυθεντικά δικές μας, δηλαδή να μας ενώσουν! Στην ουσία, η πορτογαλική γλώσσα λειτούργησε εν τέλει σε βάρος των Πορτογάλων. Οπως είπε κάποτε ο μεγάλος συγγραφέας μας Ζοζέ Λουαντίνο Βιέιρα, η γλώσσα ήταν το πιο κρίσιμο πολεμικό τρόπαιο που αποσπάσαμε από τους Πορτογάλους».
Ο Οντζάκι πιστεύει ότι η Ανγκόλα, από άποψη λογοτεχνική, ανήκει σε μια τριμερή ομάδα που τη συμπληρώνουν η Μοζαμβίκη και η Βραζιλία. «Το κριτήριο δεν είναι τα πορτογαλικά ως τέτοια αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται η γλώσσα. Η λογοτεχνία είναι διαφορετική επειδή ο τρόπος ζωής μας είναι διαφορετικός». Δηλαδή; Τα πάντα χορεύουν, ιδίως οι ιστορίες!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ