Το Ογκολογικό Συμβούλιο του Νοσοκομείου είναι ένας θεσμός που λειτούργησε από τα μέσα του περασμένου αιώνα σε όλον τον κόσμο ανάλογα με την οργάνωση της Ιατρικής στην κάθε χώρα και το επίπεδο του κάθε νοσοκομείου. Η ανάγκη προέκυψε από τότε που η χημειοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία κρίθηκαν αναγκαίες θεραπείες, συμπληρωματικές ύστερα από εγχείρηση για αφαίρεση κακοήθων όγκων. Και βέβαια για όγκους που είχαν κριθεί ανεγχείρητοι (μη εξαιρέσιμοι) αλλά και για όγκους και άλλες κακοήθεις παθήσεις που δεν είχε θέση η εγχείρηση αλλά οι άλλες δύο θεραπείες. Στο Συμβούλιο αυτό είχε καθιερωθεί, και έτσι ισχύει και σήμερα, να συμμετέχουν οι χειρουργοί των διαφόρων ειδικοτήτων (καθένας για την ειδικότητά του), οι παθολόγοι ογκολόγοι για τη χημειοθεραπεία και οι ακτινοθεραπευτές ογκολόγοι. Επίσης οι παθολογοανατόμοι που μελετούν στο μικροσκόπιο και με άλλες μεθόδους τον ακριβή τύπο του όγκου, οι ακτινολόγοι διαγνωστές που μελετούν την έκταση της πάθησης, οι παρεμβατικοί ακτινολόγοι που κάνουν πολλές διαγνωστικές και θεραπευτικές πράξεις και γιατροί άλλων ειδικοτήτων ανά περίπτωση, όπως αυτοί που εκτελούν ενδοσκοπήσεις οργάνων για λόγους διαγνωστικούς και θεραπευτικούς. Από τη σύνθεση αυτή γίνεται εύκολα κατανοητή η μεγάλη σημασία αυτού του οργάνου. Καθορίζεται ποια είναι η πιο κατάλληλη θεραπεία ή θεραπείες για κάθε περίπτωση, αλλά και η σειρά με την οποία θα γίνουν οι θεραπείες και το ακριβές πρωτόκολλο της καθεμίας. Η διαδικασία αυτή μέχρι πριν από περίπου 25 χρόνια γινόταν συνήθως μετά την εγχείρηση και την ολοκλήρωση της ιστολογικής μελέτης (βιοψίας), δηλαδή μία εβδομάδα και πλέον μετεγχειρητικά, και ο χρόνος αυτός είναι καλός για τον προγραμματισμό συμπληρωματικών θεραπειών.
Τις τελευταίες όμως δεκαετίες το Συμβούλιο απέκτησε ευρύτερη σημασία, γιατί η εξέλιξη της ογκολογίας έφερε στο προσκήνιο τις προεγχειρητικές θεραπείες τις λεγόμενες νεο-επικουρικές, από τον διεθνή όρο neo-adjuvant. Για πολλούς όγκους, όπως τους όγκους των οστών, του ορθού, των ωοθηκών και τα σαρκώματα των μαλακών μορίων, έχει αποδειχθεί για συγκεκριμένα στάδιά τους πως είναι πολύ ωφέλιμο να γίνουν οι άλλες θεραπείες (χημειοθεραπεία ή και ακτινοθεραπεία) πριν από την εγχείρηση. Ετσι οι περιπτώσεις αυτές πρέπει να συζητιούνται στο Συμβούλιο για να καθοριστεί ποια θα είναι κατά περίπτωση η σειρά των θεραπευτικών χειρισμών.
Στη χώρα μας, εκτός από τα ειδικά ογκολογικά νοσοκομεία που από τη φύση τους λειτουργούν με δικά τους προγράμματα, στα γενικά νοσοκομεία λειτούργησε για πρώτη φορά ογκολογικό συμβούλιο στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών από τη δεκαετία του ’70, με πρωτοβουλία του καθηγητή της Χειρουργικής Κωνσταντίνου Τούντα. Το Συμβούλιο γινόταν συνεχώς και ευρύτερο και από τη δεκαετία του ’80 γινόταν και γίνεται μία φορά την εβδομάδα στο αμφιθέατρο του νοσοκομείου, παρουσία και των φοιτητών που ασκούνται εκεί. Γιατί το Συμβούλιο, εκτός από όσα αναφέρθηκαν, είναι και ειδικό σχολείο για όλους, νεότερους και μεγαλύτερους. Τη διαδικασία αυτή τη συνεχίσαμε με ενθουσιασμό όλοι όσοι είχαμε την τύχη και την τιμή να συνεχίσουμε σε εκείνον τον χώρο το έργο του δασκάλου μας, και μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες για μεγάλο αριθμό ασθενών και πριν από την εγχείρησή τους.
Στο πέρασμα των χρόνων πολλά μεγάλα νοσοκομεία της χώρας ακολούθησαν σταδιακά τον ίδιο δρόμο, ώστε σήμερα να γίνεται στα περισσότερα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία καθώς και στα μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα. Τέλος, από το 2012 με τον νόμο 4052, άρθρο 135 (ΦΕΚ αρ. 41, 1/3/2012) η λειτουργία των ογκολογικών συμβουλίων είναι υποχρεωτική για όλα τα δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία και ο ασθενής δικαιούται να λάβει αναλυτική ενημέρωση της απόφασης.
Ο κ. Διονύσης Κ. Βώρος είναι ομότιμος καθηγητής Χειρουργικής, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργικής Ογκολογίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ