Η Ελλάδα πρωτοστάτησε το 1999, με την κυβέρνηση Κώστα Σημίτη (με τη διαδικασία που αποφάσισε η ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999), στο άνοιγμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, γιατί πιστεύει πραγματικά πως αυτό είναι επωφελές για όλους, για την ΕΕ, για την Τουρκία, για την ευρύτερη περιοχή και για τις διμερείς σχέσεις.
Μόνο η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί να είναι ο καταλύτης για καθοριστικές αλλαγές στην Τουρκία. Ομως, η Τουρκία, όπως και όλες οι υποψήφιες χώρες, πρέπει να αποδείξει έμπρακτα ότι είναι έτοιμη να ασπαστεί τις αρχές και τις αξίες στις οποίες στηρίζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να υιοθετήσει πλήρως το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Οι εξελίξεις του Ιουλίου του 2016 έδειξαν πως η Τουρκία έχει πολύ δρόμο να διανύσει προκειμένου να συναντήσει το κοινό Ευρωπαϊκό Σπίτι.
Ηδη από το 2007, όταν ο Σαρκοζί κατάφερε να αλλάξει την ευρωπαϊκή ατζέντα στο θέμα τηςευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας προχωρούσε πλέον με πολύ αργά βήματα. Αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους: στις εσωτερικές διεργασίες στην Τουρκία, στις διαφωνίες που εμφανίζουν ορισμένα μεγάλα κράτη-μέλη της ΕΕ και στο κυπριακό πρόβλημα.
Η πρόοδος στον δρόμο της επίλυσης του Κυπριακού θα μπορούσε να βελτιώσει αισθητά την ατμόσφαιρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο Αιγαίο, όπως και η πρόοδος στον δρόμο της διευθέτησης του προβλήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου θα έχει ευεργετικές επιδράσεις στο κλίμα των σχέσεων των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο.[1]
Μια από τις κομβικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ΕΕ είναι η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Μια «δύσκολη» Τουρκία, λόγω της κατάστασης στο εσωτερικό του στρατού της μετά το πραξικόπημα, με πολλά ανοιχτά μέτωπα (Συρία, Κουρδικό) σε μια περίπλοκη διεθνή συγκυρία, βλέπει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ζητεί από την Επιτροπήτην αναστολή των διαπραγματεύσεων Τουρκίας – ΕΕ λόγω των υπερβολικών μέτρων καταστολής που λαμβάνει συνεχώς η Αγκυρα ύστερα από το πραξικόπημα.
Βλέπει κυρίως τη Γερμανία να αντιτίθεταιστο άνοιγμα νέων κεφαλαίωνκαι να αποσύρει τις στρατιωτικές δυνάμεις της από το Ιντσιρλίκ, τις οποίεςμεταφέρειστην Ιορδανία.
Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να προσανατολιστούν οι διαπραγματεύσεις με την Τουρκία σε μια διευρυμένητελωνειακή ένωση με την ΕΕ. Ενα τέτοιο σενάριο έχει πολλά θετικά για την Τουρκία και τις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ και κανένα για εμάς. Προσοχή λοιπόν!
Οπως το έχει υπογραμμίσει εύστοχα ο Ευάγγελος Βενιζέλος,[2] δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μια από τις σταθερές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η αποφυγή των εντάσεων με την Τουρκία παρότι η Μεταπολίτευση έχει γεννηθεί μέσα από τη μήτρα της μείζονος έντασης με την Τουρκία, της απόλυτης στρατιωτικής κρίσης του 1974 και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Με την Τουρκία έχουμε κοινή παρουσία και μοιραζόμαστε κοινά συμφέροντα σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια και η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου.
Το δυναμικό της ευρύτερης περιοχήςείναι τεράστιο. Ωστόσο ακόμα μεγαλύτερη είναι η δυναμικήπου μαζί μπορούμε να δημιουργήσουμε, εάν καταφέρουμε να βάλουμε τις σχέσεις μας σε μια νέα και δημιουργική βάση, συνεργασίας και αλληλοσεβασμού.
Προςαυτή την κατεύθυνση, έχουμε ανάγκηαπό έναν εξωστρεφήπατριωτισμό που δεν φοβάταιτην ενίσχυσητης ευρωπαϊκής ενοποίησης,ηοποία ενισχύειτο εθνικό συμφέρον σε αντίθεσημε τον εσωστρεφή, τοξικό και φοβικό πατριωτισμό που θέλει την Ελλάδα περιθωριοποιημένη από το ευρωπαϊκό σχέδιο.
[1]Θεόδωρος Κουλουμπής, «Διεθνείς Σχέσεις. Ισχύς και Δικαιοσύνη», Β’ έκδοση, Παπαζήσης, Αθήνα, 2008, σ. 615.
[2] Ευ. Βενιζέλος, «Η δοκιμασία των μεταπολιτευτικών σταθερών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας», στο «Η Ελλάδα στον κόσμο. Νέες προκλήσεις για την ελληνική εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας», εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017.
Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ