«Την εβδομάδα που εγώ και 19 συνάδελφοί μου απολυθήκαμε η κυβέρνηση μιλούσε για το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, την αύξηση εσόδων, τις θετικές προοπτικές για την οικονομία και τη σημασία ολοκλήρωσης της αξιολόγησης για να πάρει η οικονομία την ανάσα που δεν πήρε εδώ και επτά χρόνια που έκοψαν τη δική μας αναπνοή με τα μέτρα που έφεραν. Ζουν στην ίδια χώρα με εμάς ή μας κοροϊδεύουν;».
Αυτό ήταν το πικρό παράπονο φίλου που έδωσε την αφορμή να αναζητήσουμε απαντήσεις για το νόημα που έχουν για την πραγματική οικονομία και την καθημερινή ζωή οι δείκτες, πώς προκύπτουν και πώς πρέπει να «διαβάζονται» για να οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα για το πού πάμε.
Οι καθηγητές πανεπιστημίου Παναγιώτης Κορλίρας, πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, Παναγιώτης Λιαργκόβας, επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους και Γιώργος Αργείτης, επιστημονικός υπεύθυνος του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, εξηγούν τη σημασία βασικών δεικτών, δίνοντας απαντήσεις για όλα όσα μπήκαν στην καθημερινή μας ζωή τα χρόνια των μνημονίων και κριτικάροντας όλους όσοι διαλέγουν και προβάλλουν μεμονωμένους αριθμούς για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης.
Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πώς μια χώρα που βγαίνει από βαθιά ύφεση βλέποντας ακόμη την ανάπτυξη με το… κιάλι, έχει 1.100.000 ανέργους, σχεδόν το 36% να ζει σε συνθήκες φτώχειας, τα λουκέτα στην αγορά να αυξάνονται, να υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις σε κρίσιμους τομείς (Υγεία, Παιδεία) να εμφανίζεται να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα δισεκατομμυρίων ευρώ. Πάνω από 6 δισ. ευρώ δείχνουν τα στοιχεία ότι «περίσσεψαν» το 2016.
Η εκάστοτε κυβέρνηση το χρησιμοποιεί ως απόδειξη επιτυχίας και η αντιπολίτευση την κατηγορεί μιλώντας για λογιστικές αλχημείες και πλασματικά μεγέθη.
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι θετική ένδειξη για την οικονομία καθώς πρέπει να μπορέσει κάποτε να απαλλαγεί από τον βραχνά του υψηλού χρέους, όμως εξίσου κρίσιμο θέμα –όχι μόνο για κοινωνικούς αλλά και αμιγώς οικονομικούς λόγους –είναι το πώς παράγονται, πόσω μάλλον όταν αυτά πρέπει να είναι (βάσει δεσμεύσεων μνημονίου) υψηλά.

«Θεωρείται η πιο σημαντική μεταβλητή»
τονίζει ο κ. Αργείτης και για να γίνει αυτό αντιληπτό «ας δούμε τι μετράει: από το σύνολο των δημοσίων δαπανών αφαιρούμε τους τόκους που πρέπει ένα κράτος να πληρώσει για συσσωρευμένο χρέος που έχει. Το αποτέλεσμα της αφαίρεσης, δηλαδή τις μετά τους τόκους δημόσιες δαπάνες, το συγκρίνουμε με το σύνολο των κρατικών εσόδων. Εάν η διαφορά είναι θετική (έσοδα μεγαλύτερα από τις δαπάνες) τότε έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα. Στην αντίθετη περίπτωση, πρωτογενές έλλειμμα. Η σημασία του είναι εξαιρετικά σημαντική όσον αφορά τη διαχείριση του χρέους».

Νοικοκύρεμα

«Γιατί αν έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα σημαίνει ότι μπορούν να εξυπηρετηθούν οι τόκοι του χρέους και να περισσέψει και κάτι για να μειωθεί το χρέος»
συμπληρώνει ο κ. Κορλίρας.
Κάνοντας προβολή στη διαχείριση νοικοκυριού ο κ. Λιαργκόβας το κάνει ακόμη πιο απλό: «Στον προϋπολογισμό μιας οικογένειας με δάνειο, εάν αφαιρώντας από τα μηνιαία έξοδα τη δόση του δανείου προκύπτει ότι τα έσοδά της είναι –έστω κατά τι –μεγαλύτερα (άρα έχει πρωτογενές πλεόνασμα), αυτό είναι καλό. Δηλαδή είναι σε θέση σιγά-σιγά να δημιουργήσει κομπόδεμα για να αρχίσει να εξοφλεί το χρέος της. Το πρωτογενές πλεόνασμα δείχνει, λοιπόν, νοικοκύρεμα. Και αυτό είναι σημαντικό για την Ελλάδα, όταν 30 χρόνια, με λίγες εξαιρέσεις, κατέγραφε πρωτογενές έλλειμμα, ξόδευε δηλαδή περισσότερα από όσα έβγαζε».
Αντίστοιχα, σε επίπεδο εξυπηρέτησης του χρέους, όπως εξηγεί ο κ. Αργείτης, «εάν καταγράφεται πρωτογενές πλεόνασμα η χώρα θεωρείται απολύτως φερέγγυα από τις αγορές – δανειστές. Στην αντίθετη περίπτωση, του πρωτογενούς ελλείμματος, το κράτος θα πρέπει να δανειστεί για να πληρώσει τόκους και χρεολύσια. Κάτι τέτοιο οδηγεί σε αύξηση του χρέους, τίθεται θέμα αξιοπιστίας και κινδύνου ένταξης στη λίστα των defaulted, δηλαδή των χωρών που αντιμετωπίζουν κίνδυνο χρεοκοπίας».
Κρίσιμο όμως ζήτημα, και για την ίδια την αξιοπιστία του πλεονάσματος, είναι και τι «θυσιάζει» το κράτος, δηλαδή η κοινωνία, για να δημιουργήσει αυτό το «μαξιλάρι κεφαλαίων» για την καλύτερη διαχείριση του χρέους. Πώς εξασφαλίζει τα έσοδα και ποιες δαπάνες περιορίζει ή κόβει εντελώς;
Αν το εξετάσουμε και πάλι σε επίπεδο νοικοκυριού, εάν στις δαπάνες που κόβει για να δημιουργήσει το «κομπόδεμα» για το δάνειο περιλαμβάνονται βασικά έξοδα ή μη πληρωμή λογαριασμών και τα έσοδά του ενισχύονται με αφαιμάξεις «από τα έτοιμα» ή εκποιώντας περιουσιακά στοιχεία τότε υπάρχει πρόβλημα. Αυτό δεν μπορεί να μακροημερεύσει.
Κριτική για την άτυπη στάση πληρωμών

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή πλεονασμάτων –όχι μόνο του 2016 –είναι αντικείμενο κριτικής. Είναι χαρακτηριστική η φράση του ΚΚΕ που μιλά για «ματωμένα πλεονάσματα».


«Η επιλογή των μέσων προς επίτευξη του πλεονάσματος επιδέχεται κριτικής
» λέει πιο κομψά στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, προσθέτοντας ότι το πλεόνασμα που καταγράφεται «υποκρύπτει στοιχεία που αναιρούν εν μέρει την καλή εικόνα (μη εξόφληση οφειλών του Δημοσίου, εκκρεμείς συντάξεις κ.λπ.)».
Το πρωτογενές πλεόνασμα «που παρουσιάζουν οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια οφείλεται: στην πολύ μεγάλη συγκράτηση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών και στη μείωση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις, στην υπερφορολόγηση και στη μη εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών τους» εξηγεί ο κ. Αργείτης.
Είναι αλήθεια ότι δημιουργούνται πολλές αμφιβολίες για την αξία και τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος όταν «προέρχεται ουσιαστικά από άτυπη στάση πληρωμών» συμπληρώνει ο κ. Λιαργκόβας.
Δηλαδή, προκύπτει εύλογα το ερώτημα, εάν το κράτος λειτουργούσε «κανονικά»… «το πρωτογενές πλεόνασμα θα γινόταν αέρας» ολοκληρώνει τη φράση ο κ. Αργείτης. Εκτίμηση που συμμερίζεται και ο κ. Λιαργκόβας:
«Χρειάζονται υπολογισμοί, αλλά μάλλον δεν θα υπήρχε. Θα ερχόμασταν μία η άλλη».
Ωστόσο, η τελευταία αυτή φράση αποδεικνύει ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει επιτύχει πολλά σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση των δημοσιονομικών ανισορροπιών, δηλαδή κατάφερε να ισορροπήσει έσοδα και δαπάνες.
Ομως, δεν είναι μόνο ότι δεν εξοφλεί τα χρέη του το κράτος. Είναι και το ύψος της φορολογίας, δυσβάστακτο, αλλά και τα χρήματα που θα έπρεπε το κράτος να «ρίχνει» στην οικονομία προκειμένου να τονωθεί. Εάν συνυπολογίσουμε και αυτά πιθανότατα θα προέκυπτε πρωτογενές έλλειμμα. Μήπως όμως με αυτό το έλλειμμα εξασφαλίζαμε μια πιο δυναμική και σταθερή οικονομία, με καλύτερο βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες, συνθήκες που σταδιακά θα διασφάλιζαν και πιο αξιόπιστα και βιώσιμα πλεονάσματα; Ισως, αλλά η πικρή και κυνική αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα στην κατάσταση που έχει βρεθεί σήμερα, με δυσθεώρητο χρέος, τις αγορές να της έχουν κλείσει την πόρτα και να εξαρτάται από τα δανεικά, δεν έχει τέτοιο περιθώριο. Στην αφαίρεση αυτού του δικαιώματος συμβάλλει και το γεγονός ότι η πολύ κακή δημοσιονομική διαχείριση για πολλά χρόνια έχει δυστυχώς στερήσει την αξιοπιστία της χώρας σε ό,τι αφορά την πρόταση εναλλακτικών λύσεων, κάτι που οι δανειστές, κυρίως οι πιο σκληροί, υπενθυμίζουν.
«Αναγκαίο κακό»
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η επίτευξη πλεονασμάτων είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη συνέχιση του προγράμματος διάσωσης, αλλά βάσει της ίδιας οικονομικής θεωρίας και για την αντιμετώπιση των αιτιών (υψηλά ελλείμματα και χρέος) που γεννούν την αναγκαιότητα μνημονίων και επιτροπείας.
«Είναι αδήριτη ανάγκη να υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα και βάσει αυτής τίθενται οι στόχοι του προϋπολογισμού» ξεκαθαρίζει ο κ. Κορλίρας και εξηγεί ότι «μια χώρα που έχει τεράστιο δημόσιο χρέος πρέπει κάποια στιγμή να μπορέσει να το εξυπηρετήσει και να το μειώσει. Ξεκινάμε λοιπόν από μια ανάγκη, δυσάρεστη μεν, επιτακτική δε», αναγκαία προϋπόθεση για να καταφέρει η χώρα να βγει ξανά στις αγορές. Αν η Ελλάδα είναι λοιπόν αναγκασμένη να δεχθεί την ανάγκη ύπαρξης –έστω φαινομενικής –πρωτογενούς πλεονάσματος ως αξίωμα, μένει να δούμε το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, δεδομένων και των άλλων αδήριτων αναγκών για ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και της φτώχειας.
Υπάρχουν ανώδυνοι τρόποι επίτευξης πλεονάσματος;
«Στις δημόσιες προμήθειες, για παράδειγμα, υπάρχει ακόμη σημαντικό περιθώριο εξοικονόμησηςθα πει ο κ. Λιαργκόβας. Φανταστείτε μόνο την ποσότητα χαρτιού που σπαταλά το Δημόσιο, μια δαπάνη που θα μπορούσε να αποφύγει μέσω υιοθέτησης προηγμένης ηλεκτρονικής διακυβέρνησης» εξηγεί. Ευτυχώς, προσθέτει, στο πλαίσιο αυτό το υπουργείο Οικονομικών προωθεί τη λεγόμενη επισκόπηση δαπανών (spending review) για κάθε υπουργείο και εποπτευόμενο φορέα.

Μικρή η σημασία των αποκρατικοποιήσεων

Τομέας εσόδων που υπολείπεται σταθερά των στόχων είναι επίσης οι εισπράξεις από αποκρατικοποιήσεις.

Ο κ. Κορλίρας παραδέχεται ότι η σημασία αυτής καθεαυτήν της πώλησης περιουσιακών στοιχείων είναι μικρή:
«Είναι μια εφάπαξ είσπραξη. Δεν λογίζεται στον μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Απαιτούνται φορολογικές ρυθμίσεις που να έχουν ένα διαρκές αποτέλεσμα». Ωστόσο, προσθέτει, αυτό το διαρκές αποτέλεσμα μπορεί να εξασφαλισθεί εάν δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στο αναπτυξιακό κομμάτι της όποιας αποκρατικοποίησης. Ασφαλώς όμως οι πωλήσεις αυτές μπορούν να παίξουν ρόλο στην αύξηση του ΑΕΠ» εξηγεί.
Στα άμεσα οφέλη των αποκρατικοποιήσεων ο κ. Λιαργκόβας προσθέτει ότι «όταν ελλειμματικές δημόσιες επιχειρήσεις περνούν στον ιδιωτικό τομέα παύουν να επιβαρύνουν το προϋπολογισμό».
«Δεν είναι λύσηη υπερφορολόγηση»

Σε ό,τι αφορά τα έσοδα, οι ειδικοί εξηγούν ότι ένας άμεσος τρόπος για την αύξησή τους είναι η υπερφορολόγηση, η αύξηση δηλαδή των φορολογικών συντελεστών, του ΦΠΑ κ.λπ. Μέθοδος που ακολουθείται στα μνημονιακά χρόνια, με καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία. Ωστόσο, η συνεχής αύξηση των χρεών προς την Εφορία (το 2016 κατά μέσο όρο αυξάνονταν κατά 1,15 δισ. ευρώ τον μήνα) αποδεικνύει ότι οι εύκολες λύσεις δεν είναι και αποτελεσματικές, τα περιθώρια αύξησης της φορολογίας έχουν εξαντληθεί. Η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Αντίθετα, στο δύσκολο κομμάτι που αφορά τις εισπράξεις φόρων βρίσκεται πολύ κάτω από αυτόν, που σημαίνει ότι το πεδίο δράσης για την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής είναι ακόμη μεγάλο. Παρότι έχουν εντατικοποιηθεί οι έλεγχοι, μόνο οι εισπράξεις από ΦΠΑ υπολείπονται 30% από τον στόχο έναντι 15% στην ευρωζώνη. Εάν μηδενιζόταν η φοροδιαφυγή μόνο από τον ΦΠΑ το όφελος θα ήταν πάνω από 5 δισ. ευρώ, «δεν θα χρειαζόταν κανένα άλλο μέτρο για να πετύχουμε τους στόχους» λέει χαρακτηριστικά συνομιλητής μας.

Χειροπιαστή απόδειξη, η αύξησή τους το 2016, οπότε λόγω των capital controls κυριάρχησε στις συναλλαγές το ηλεκτρονικό χρήμα. «Η χρήση του πλαστικού χρήματος αύξησε τις εισπράξεις ΦΠΑ, ένα κομμάτι της παραοικονομίας μεταφέρθηκε στην επίσημη οικονομία» εξηγεί ο κ. Κορλίρας.
Τρόποι υπάρχουν τονίζουν οι ειδικοί, επιμένοντας ότι είναι θέμα πολιτικής απόφασης και αλλαγής κουλτούρας. Προς επίρρωσιν αυτού ο κ. Αργείτης θα σχολιάσει: «Τη δεκαετία του ’90 και του 2000 που έπρεπε η Ελλάδα να πιάσει τη φοροδιαφυγή γιατί είχαμε μπροστά τη μεγάλη πρόκληση της ΟΝΕ, η κυρίαρχη ιδέα ήταν ότι αν την πατάξουμε θα χτυπήσουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό όμως δεν είναι ανάπτυξη, είναι διατήρηση του παρασιτισμού».
Η στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας δεν μπορεί να γίνεται μέσω τέτοιων τρόπων συμπληρώνει ο κ. Λιαργκόβας. «Σίγουρα εάν κάποιες κλείσουν θα προκληθεί βραχυχρόνια ένα επιπλέον πρόβλημα, μακροχρόνια όμως θα επιτύχεις τον σημαντικό στόχο για υγιείς επιχειρήσεις».
Πού πρέπει να στραφεί το όπλο κατά της φοροδιαφυγής; Ο κ. Αργείτης βάζει και μια άλλη διάσταση:

«Η μεγάλη παραοικονομία και η φοροδιαφυγή είναι η άλλη όψη της συσσώρευσης του δημοσίου χρέους. Από τη μια μεριά το Δημόσιο συσσώρευε χρέος λόγω της μη είσπραξης των φορολογικών εσόδων και από την άλλη ένα κομμάτι του ιδιωτικού τομέα συσσώρευε πλούτο»
.
Στην επιβολή των ηλεκτρονικών συναλλαγών επιμένει ο κ. Λιαργκόβας τονίζοντας μάλιστα ότι «θα ήταν καλύτερα η εφαρμογή του μέτρου να είναι καθολική, αλλά και να έχει επιβληθεί εδώ και αρκετά χρόνια, όταν ο κόσμος είχε χρήματα να ξοδεύει».
Η σημασία της ανάπτυξης

Την κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει άρδην μόνο η ανάπτυξη. «Μια χώρα η οποία έχει ανάπτυξη μπορεί να αυξάνει τα έσοδά της και να έχει πλεονάσματα εφόσον συγκρατεί τις δαπάνες της, χωρίς να υπερφορολογεί την οικονομία και να της ρουφάει το αίμα» σημειώνει ο κ. Αργείτης.

Ως προς αυτό υπερθεματίζει ο κ. Κορλίρας. «Πλεονάσματα, ελλείμματα, χρέος μετρούνται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αν λοιπόν αυτός ο κοινός παρονομαστής αυξηθεί η εικόνα θα βελτιωθεί σημαντικά» εξηγεί.

«Μέσα σε έξι χρόνια»
συνεχίζει «γκρεμίσαμε τους περίφημους δίδυμους πύργους, δηλαδή μειώσαμε τα δύο τρομερά ελλείμματα, δημοσιονομικό και ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, ένας συνδυασμός καταστροφικός. Αυτήν τη στιγμή η οικονομία βρίσκεται σε μια ισορροπία. Αν αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερο τρόπο και σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είναι μια συζήτηση που πλέον ανήκει στο παρελθόν. Τώρα το θέμα είναι όχι να διαταράξουμε εκ νέου αυτήν την ισορροπία αλλά να τη βελτιώσουμε, γιατί είναι γεγονός ότι πρόκειται για μια κακή ισορροπία, στο κατώτατο σημείο. Δηλαδή εξισορροπήσαμε τα δημόσια οικονομικά και τις εξωτερικές συναλλαγές, αλλά με ποσοστό ανεργίας 25%» εξηγεί ο κ. Κορλίρας σχηματίζοντας μια ευθεία γραμμή στο τέλος μιας σελίδας.

Υφεσιακές πιέσεις

«Το ζήτημα λοιπόν τώρα είναι εάν θα παραμείνει σε αυτό το χαμηλό σημείο ή μέσω της ανάπτυξης θα «μεταφερθεί» προς τα επάνω»
συμπληρώνει σχεδιάζοντας με διακεκομμένες γραμμές την ίδια ευθεία γραμμή στο μέσον της σελίδας.
Ομως, στα οικονομικά ό,τι είναι εύκολο με το μολύβι συνήθως είναι πολύ δύσκολο στην πράξη. Δηλαδή, ενώ η ανάπτυξη θα διευκόλυνε πολύ την επίτευξη των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα και μείωση χρέους, την ίδια στιγμή η ύπαρξη αυτών την εμποδίζουν.
Από τον ορισμό και μόνο του πρωτογενούς πλεονάσματος προκύπτει ότι η επίτευξή του στηρίζεται στην άσκηση αυστηρής περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής. Κοινώς «ρουφάς» από την οικονομία περισσότερα χρήματα από όσα «ρίχνεις», εξηγούν απλώς οι ειδικοί, κάτι που ασκεί υφεσιακές πιέσεις. Οσο πιο μεγάλο δε είναι το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο μεγαλύτερο το πιθανό υφεσιακό αποτέλεσμα.
«Οταν πετσοκόβετε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) διαπράττετε έγκλημα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη» κατηγορούν τις κυβερνήσεις των μνημονίων, όπως και ότι η υπερφορολόγηση και το κόψιμο μισθών και συντάξεων δεν αφήνει περιθώρια για αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Η συγκράτηση δαπανών μέσω καθυστέρησης αποπληρωμής χρεών του Δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα ή περικοπής του ΠΔΕ επιβαρύνει την οικονομία και άρα φρενάρει την ανάπτυξη λένε οι ειδικοί. Σημειώνουν βέβαια ότι αντισταθμιστικά μπορεί να λειτουργήσουν τα κοινοτικά προγράμματα (ΕΣΠΑ κ.ά.), αν και πλέον οι διαθέσιμοι πόροι έχουν μειωθεί. Η ώθηση που μπορεί να δώσει ο δημόσιος τομέας στην ανάπτυξη είναι μικρή, δεδομένης της οικονομικής στενότητας τονίζουν.
Επίσης, δεν αμφισβητούν ότι η υψηλή φορολογία δρα ως ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύεται, επισημαίνουν, ότι μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές έρχεται αυτόματα η ανάπτυξη.

Επενδύσεις και εξαγωγές
Οι μόνες συνιστώσες του ΑΕΠ που μένουν για να φέρουν την ελπίδα είναι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, εγχείρημα ωστόσο πολύ δύσκολο γιατί προϋποθέτει και αλλαγή του αναπτυξιακού – παραγωγικού μοντέλου. Σαφώς, ένα εμπορικό πλεόνασμα μπορεί να εξισορροπήσει τις υφεσιακές πιέσεις του πλεονάσματος, όπως συμβαίνει στη Γερμανία, αλλά η Ελλάδα –δυστυχώς –δεν βρίθει εξωστρεφών επιχειρήσεων εξηγεί ο κ. Αργείτης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο προσανατολισμός που προωθείται δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες και την πραγματικότητα της οικονομίας, ο μετασχηματισμός της οποίας είναι μια δύσκολη διαδικασία που απαιτεί και χρόνο.
Στις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για επενδύσεις οι ειδικοί αναφέρουν τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και σταθερότητας (οικονομικής και πολιτικής), το σταθερό και σαφές φορολογικό πλαίσιο και τις αποκρατικοποιήσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ