Οταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το «Πάρτι γενεθλίων», το 1958, οι αντιδράσεις ήταν τόσο αρνητικές, ώστε κόντεψαν να βάλουν οριστικό φρένο στις φιλοδοξίες του 28χρονου τότε Χάρολντ Πίντερ. Η κριτική των «Sunday Times», που εξυμνούσε τον συγγραφέα ως «το πιο πρωτότυπο ταλέντο του θεατρικού Λονδίνου», έφτασε πολύ αργά: η παράσταση είχε ήδη κατέβει. (Ευτυχώς, το εν λόγω ενθαρρυντικό κείμενο του Χάρολντ Χόμπσον έδωσε κουράγιο στον Πίντερ να συνεχίσει και, όπως έχει παραδεχθεί ο ίδιος, μάλλον του έσωσε την καριέρα.)
Εχουν περάσει σχεδόν εξήντα χρόνια από τότε. Στην πορεία, όχι μόνο το «Πάρτι γενεθλίων» δικαιώθηκε ως έργο-σταθμός του εικοστού αιώνα αλλά και εμείς εξοικειωθήκαμε με το «αλλόκοτο» πιντερικό σύμπαν, αυτή την αίσθηση μυστηρίου και ρευστότητας, που θέτει τα πάντα μονίμως υπό διαπραγμάτευση: το νόημα των φράσεων, το παρελθόν των ηρώων, τα κίνητρά τους, ακόμη και την ταυτότητά τους… Δεν μας «χαρίζονται» οι ήρωες του Πίντερ: αντιστέκονται, κρατάνε το οχυρό μέχρι τέλους. Μας αναγκάζουν να ακούσουμε προσεκτικά, να σκεφτούμε, να ψάξουμε πίσω από τα λόγια τους, να αναζητήσουμε την αλήθεια, εφόσον «κάτω από αυτό που λέγεται υπάρχει συνήθως κάτι άλλο που δεν λέγεται», όπως επέμενε ο συγγραφέας σε ομιλία του, το 1962.
Πληθώρα ερμηνειών


Ποιος είναι ο Στάνλεϊ, ο κεντρικός ήρωας του «Πάρτι γενεθλίων»; Το μόνο που μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας στις οδηγίες είναι η ηλικία του: «γύρω στα τριάντα πέντε». Σταδιακά μαθαίνουμε πως είναι ένας πιανίστας, που έδωσε κάποτε μια επιτυχημένη συναυλία και έκτοτε τον εμπόδισαν να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του. Εδώ και έναν χρόνο μένει σε μια άθλια πανσιόν, σε μια παραθαλάσσια αγγλική πόλη. Είναι ο μόνος ένοικος. Γιατί δεν βγαίνει ποτέ έξω; Τι φοβάται; Γιατί ταράζεται τόσο πολύ, όταν μαθαίνει από τη Μεγκ, την ιδιοκτήτρια της πανσιόν που τον περιθάλπει με ένα μείγμα μητρικού και ερωτικού πάθους, ότι θα τους επισκεφθούν «δύο κύριοι»; Ποιοι είναι αυτοί και τι ζητάνε; Ηρθαν πράγματι για «σύντομες διακοπές», όπως υποστηρίζουν, ή μήπως έχουν κάτι πιο δυσοίωνο στο μυαλό τους;
Οπως κάθε σημαντικό έργο, το «Πάρτι γενεθλίων» έχει δεχθεί πληθώρα ερμηνειών. Η πιο διαδεδομένη το αντιμετωπίζει ως αλληγορία για τις πιέσεις του κομφορμισμού: ο καλλιτέχνης –ο κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος –ως θύμα ενός καταπιεστικού συστήματος, το οποίο επιζητεί την υποταγή στους νόμους της ευπρέπειας, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται τη «λοβοτομή» ή την ψυχική ισοπέδωση του ατόμου. Σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, το έργο θα μπορούσε να ιδωθεί ως ακραία δραματοποίηση του τραύματος ενηλικίωσης σε ένα εχθρικό, ευνουχιστικό περιβάλλον. Τέλος, όπως σημειώνει ο Μάρτιν Εσλιν, το «Πάρτι» προτάσσει μια «ποιητική εικόνα», που ενσαρκώνει «την αξιολύπητη αναζήτηση του ανθρώπου για ασφάλεια· τις μυστικές αγωνίες και φόβους· τον τρόμο που μας προκαλεί ο κόσμος […]· την τραγωδία που γεννάται από την έλλειψη κατανόησης ανάμεσα στους ανθρώπους» κ.ο.κ.
Ευγενείς προθέσεις


Μια φιλότιμη προσπάθεια προσέγγισης του έργου φιλοξενείται εδώ και μερικές μέρες στο Από Μηχανής Θέατρο, στο Μεταξουργείο. Υπάρχουν ευγενείς προθέσεις, υπάρχει δουλειά και προσπάθεια συνόλου, θα μπορούσαμε όμως να πούμε πως η παράσταση τελειώνει χωρίς να έχει φτάσει στον προορισμό της –ή αλλιώς, φτάνει εκεί βεβιασμένα, από παραπλανητικά και εύκολα μονοπάτια.
Αν και η εναρκτήρια σκηνή με τη Μεγκ και τον σύζυγό της να παίρνουν πρωινό στην τραπεζαρία μάς επιφυλάσσει (κυρίως χάρη στη Μίνα Αδαμάκη) μια θερμή, αρκούντως κωμική υποδοχή, στη συνέχεια αρχίζουν τα προβλήματα.
Εκπληξη προκαλεί η εμφάνιση του Στάνλεϊ (Ακις Βλουτής): ένας μεσήλικος με παιδιάστικη συμπεριφορά, με «μοδάτο» νεανικό κούρεμα, άριστα περιποιημένο μούσι και ολόσωμη φόρμα, μας προκαλεί να πιστέψουμε τον ήρωα για μεγάλο «μωρό» που πάσχει από ακραία άρνηση ενηλικίωσης.
Οι δυσοίωνοι επισκέπτες Γκόλντμπεργκ και Μακ Καν (Αλέξανδρος Μούκανος, Γιώργος Κοψιδάς) θυμίζουν περισσότερο εκτελεστικά όργανα εγκληματικής οργάνωσης (το «μυαλό» και τα «μπράτσα») παρά καφκικούς γραφειοκράτες, απειλητικούς εκπροσώπους του συστήματος (για την ακρίβεια, δεν αισθανόμαστε ποτέ κάποιο είδος απειλής να εκπορεύεται από τη μεριά τους).
«Χαλασμένος» ερωτισμός


Οσον αφορά, τώρα, την κρίσιμη σκηνή του πάρτι –που όπως σωστά υποθέτετε μόνο χαρμόσυνα γενέθλια δεν θυμίζει -, το ζήτημα για τον σκηνοθέτη Δημοσθένη Παπαδόπουλο δεν είναι να επιδιώξει μια ατμόσφαιρα «χαλασμένου» ερωτισμού και παρακμής, με αταίριαστα ζευγάρια να λικνίζονται μηχανικά στο ημίφως υπό τη συνοδεία ασμάτων της δεκαετίας του πενήντα. Το ζητούμενο, θα έλεγα καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, είναι να αποδοθεί με θεατρικούς όρους η παράλογη διαδικασία εξόντωσης ενός ανθρώπου, που οδηγείται στα όριά του και «σπάει» μπροστά στα μάτια μας. Και αυτό να γίνει, ει δυνατόν, όχι με κυριολεκτικό τρόπο, όπως εδώ (βλέπε την «ανάκριση» του Στάνλεϊ, που παραπέμπει, στην κορύφωσή της, σε στρατιωτική ανάκριση αιχμαλώτων), ούτε με φωνές, υπερβολές και «γαβγίσματα», αλλά με σκηνοθετική σπουδή και ερμηνευτική πειθώ που σπάει κόκαλα.
Μα και η Τρίτη πράξη –η «επόμενη μέρα» –βυθίζεται στην αμηχανία και «κεντράρει» λάθος. Δεν είναι το θέμα μας εδώ να δούμε το «ανθρώπινο» πρόσωπο των βασανιστών: αυτό όμως προβάλλεται, όταν ο Γκόλντμπεργκ αφηγείται μια ιστορία από τα παλιά με σπασμένη φωνή και καταλήγει σε παρηγορητικό εναγκαλισμό με τον παλιόφιλο Μακ Καν. Ακόμη και ο «σεμνός» Φώτης Αρμένης, που υποδύεται τον σύζυγο της Μεγκ –και εκφράζει ίσως όλους αυτούς τους ήσυχους ανθρώπους που θα ήθελαν αλλά δεν τολμούν να αντισταθούν -, παρασύρεται στο τέλος, και η παράκλησή του προς τον Στάνλεϊ («Μην τους αφήσεις να σου λένε τι να κάνεις») αποδίδεται με περίσσιο μελοδραματισμό. Το ίδιο θα λέγαμε και για την περιφορά του ηττημένου, ψυχικά κλονισμένου Στάνλεϊ, που ανοίγει το στόμα σε βουβή κραυγή και στη συνέχεια δακρύζει καθώς περνάει μπροστά μας με αναπηρικό καροτσάκι: η οδύνη αυτή έχει «κερδηθεί» μόνο εξωτερικά στην πορεία της παράστασης και, άρα, τώρα, φοριέται κάπως εύκολα.
«The more acute the experience, the less articulate its expression» («όσο πιο έντονη η εμπειρία, τόσο λιγότερο εύγλωττη η διατύπωσή της») είχε πει στην ίδια ομιλία ο Πίντερ. Και αυτή, νομίζω, είναι μία από τις καλύτερες συμβουλές που έδωσε ποτέ σε όλους τους ερμηνευτές του έργου του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ