Με αφορμή τη δημοπρασία για τη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών, ανεξαρτήτως των ζητημάτων που ανάγονται στην αντισυνταγματικότητα του οργάνου που διενήργησε τον διαγωνισμό και στη διαδικασίας που ακολουθήθηκε, υπήρξε σημαντική διολίσθηση σε δύο μείζονες δημοκρατικές διακυβεύσεις: την αντίληψη περί δημοσίου αγαθού και τον προσδιορισμό της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος.

Σε επίπεδο δημοσίου αγαθού όλοι συμφωνούν ότι η διάχυση της πληροφορίας συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία της δημοκρατίας διότι η ποιοτική ενημέρωση και η πολυφωνία κατατείνουν στη διαμόρφωση ενημερωμένων πολιτών και τελικά στην εγκαθίδρυση μιας γνήσιας διαβουλευτικής δημοκρατίας. Τούτο ισχύει κατεξοχήν στην τηλεόραση, ως το μέσο εκείνο το οποίο παραδοσιακά, λόγω του συνδυασμού αμεσότητας και επικαιρότητας, επενεργεί με τρόπο δραστικό στις συνειδήσεις των πολιτών και σε αυτό προσβλέπουν κατεξοχήν για την ενημέρωσή τους. Ως δημόσιο αγαθό η χρήση φάσματος για την εκπομπή τηλεοπτικού σήματος δεν πρέπει να υπόκειται σε τέτοιους περιορισμούς ώστε να καθίσταται εξαιρετικά περιοριστική η πρόσβαση. Περιορισμένος αριθμός τηλεοπτικών αδειών σε συνδυασμό με πολλαπλές δημοπρασίες που οδηγούν σε υψηλότατο τίμημα για τη λήψη άδειας δημιουργεί εν τοις πράγμασι ολιγοπώλιο- και εν δυνάμει μονοπώλιο- ενημέρωσης, παράγει ένα δυναμικό και πολυποίκιλο περιβάλλον εξαρτήσεων του μέσου ενημέρωσης, στον βαθμό που η δυσανάλογα υψηλή επένδυση θα πρέπει να αποσβεστεί και να αποφέρει κάποιο κέρδος και, τέλος, στρεβλώνει τη λειτουργία της ήδη περιορισμένης αγοράς στον βαθμό που οι αδειούχοι έχουν λάβει την άδεια με ευρύτατα διαβαθμισμένο τίμημα.

Σε επίπεδο δημοσίου συμφέροντος προβάλλεται ότι το ελληνικό δημόσιο απεκόμισε σημαντικά ποσά από τη διενεργηθείσα δημοπρασία τα οποία, σε εποχή κρίσης, είναι πολύτιμος και σπάνιος πόρος. Για τον λόγο δε αυτό προφανώς ο έλεγχος των πόρων των υπερθεματιστών της δημοπρασίας έγινε, κατά εσφαλμένη μηχανική, μόνο εκ των υστέρων από επιτροπή που δεν διέθετε καμία σχετική τεχνογνωσία και κατελάμβανε πρωτίστως το έσχες αλλά όχι το πόθεν, αφού το ενδιαφέρον συνίσταται μόνον στην είσπραξη του τιμήματος και όχι στη θεμιτή ή νόμιμη προέλευσή των οικείων πόρων. Το επιχείρημα προβάλλεται χωρίς κανένα πολιτειολογικό ή ηθικό έρεισμα. Τα δημόσια αγαθά, που εξ ορισμού συνδέονται με τη λειτουργία του πολιτεύματος, δεν μπορεί να λειτουργούν σε συνθήκες πλειοδοσίας. Για τον ίδιο λόγο που δεν μπορεί να υπαχθεί σε συνθήκες δημοπρασίας η απονομή δημοσίων αξιωμάτων δεν μπορεί να συμβεί αυτό για τη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών. Και τούτο διότι τα δημόσια αγαθά, σε αντίθεση με τα αγοραία προϊόντα που μπορεί να διαθέτει το δημόσιο στο χαρτοφυλάκιό του, όπως ένα ακίνητο, ερείδονται σε διαφορετικής ποιότητας δημόσιο συμφέρον, το οποίο δεν συνδέεται (ή τουλάχιστον δεν συνδέεται κατά μείζονα λόγο) με ανταποδοτικά ωφελήματα αλλά με την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Όπως προσφυώς έχει θέσει τον κανόνα το Συμβούλιο της Επικρατείας, το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόκλιση από βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Υπό την έννοια αυτή, η οίηση ότι εξυπηρετήθηκε το δημόσιο συμφέρον λόγω του υψηλού τιμήματος και, πολύ περισσότερο, ότι αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί δικαστικά επειδή η ωφέλεια αυτή ήδη κεφαλαιοποιήθηκε είναι βαθύτατα επικίνδυνη και προσβλητική για το πολίτευμα και τους θεσμούς.

Για τις τηλεοπτικές άδειες η ωφέλιμη και συμβατή με το Σύνταγμα διαδικασία θα ήταν η χορήγησή τους έναντι ενός γνήσια ανταποδοτικού –υψηλού αλλά όχι απαγορευτικού- τιμήματος ενιαίου για όλους τους παρόχους σε συνδυασμό με πολύ αυστηρές προϋποθέσεις σχετικά με την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, με την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων και με τη φερεγγυότητα και βιωσιμότητα των αδειοδοτημένων επιχειρήσεων, υπό τον εποπτικό έλεγχο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Η δημοπρατική διαδικασία, που υποβαθμίζει τον χαρακτήρα της τηλεοπτικής άδειας ως δημοσίου αγαθού και εκτιμά το δημόσιο συμφέρον μόνο σε σχέση με τα χρηματικά ανταλλάγματα που εισπράττονται, οδηγεί όχι μόνο στην στρέβλωση του ρόλου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης αλλά νομοτελειακά και κάθε δημοσίου αγαθού που συνδέεται άμεσα ή περιφερειακά με το πολίτευμα. Πρόκειται για επικίνδυνη ιδιωτικοποίηση της δημοκρατίας.

Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νομικής