Οι πιθανότητες να συναντήσεις κάποιον να μιλάει ελληνικά επί βρετανικού εδάφους αυξάνονται ολοένα περισσότερο κάθε χρόνο. Αγαπημένος προορισμός των Ελλήνων –ιδιαίτερα το Λονδίνο –κάποτε για διακοπές, αγορές, σπουδές, τώρα για εργασία. «Ηταν επιλογή μας να έρθουμε στην Αγγλία, δεν είμαστε σαν άλλους…». Η φράση στη συνομιλία που είχε «Το Βήμα» ξάφνιασε. Ηταν ένας από τις 57.541 Ελληνες που εργάζονται πλέον στη Βρετανία από το 2008.

Η αναζήτηση θέση εργασίας σπρώχνει νέους κυρίως, με πλούσια προσόντα (μεταπτυχιακά, εμπειρία, διάθεση για δημιουργία), να περάσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και μετά… δύσκολα να φύγουν. Γιατί; Υπάρχει η ασφάλεια της οργάνωσης και όχι της προχειρότητας, όπως λένε πρόσωπα με τα οποία μίλησε «Το Βήμα». «Στην πατρίδα, όταν βγαίναμε έξω για ποδήλατο με τα παιδιά μου, τους εξηγούσα ότι πρέπει να φοράνε κράνος και επιγονατίδες. Σκέφτονταν όμως ότι είτε η μητέρα τους είναι υπερβολική είτε ότι το σωστό είναι που ακόμη και όσοι πήγαιναν με μηχανάκια δεν φορούσαν. Από ένα σημείο και μετά είχα κουραστεί με αυτό» εξηγεί η Ελίνα, ερευνήτρια, 39 ετών, για να συμπληρώσει: «Την Ελλάδα την αγαπάς και τη μισείς μαζί, είναι ακραία κατάσταση».

«Εκλεισα τηλεφωνικό ραντεβού για να ετοιμάσω τα χαρτιά μου. Με υποδέχτηκε ένας υπάλληλος, σε λίγα λεπτά τελειώσαμε: αριθμός κοινωνικής ασφάλισης –εδώ είναι τυπικοί, δίνουν αμέσως -, φορολογικό μητρώο, όλα. Περίμενα να με στείλουν για σφραγίδες, να αναζητήσω χαρτιά που έλειπαν. Τίποτε όμως, αφού στο τηλέφωνο με ενημέρωσαν για ό,τι –ελάχιστα –χρειάστηκε να έχω μαζί μου»
εξηγεί ο Μίμης Κ., 42 ετών, μηχανικός που εργάζεται σε μεγάλη εταιρεία στη Σκωτία από το 2013, καθώς άφησε την Ελλάδα για καλύτερη τύχη. «Αμα δουλεύεις, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα».
Ιστορίες από τη Βρετανία


Το 2008, σύμφωνα με επεξεργασμένα στοιχεία των ελληνικών αρχών για όσους πήραν αριθμό κοινωνικής ασφάλισης, είχαν μετοικήσει για δουλειά 1.515 Ελληνες, ενώ το 2015 οι νεο-μετανάστες στη λονδρέζικη αγορά εργασίας σχεδόν πενταπλασιάστηκαν: 5.329. Αυξητικός ήταν ο αριθμός τους και στη Σκωτία, στην Ουαλία, στα υπερπόντια εδάφη της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας, σταθερός στη Βόρεια Ιρλανδία.
Πίσω από τους αριθμούς όμως υπάρχει και μια ολόκληρη ιστορία. Χαμηλοί μισθοί, απουσία προοπτικής επαγγελματικής εξέλιξης, όπως και ενός σχεδίου ανάπτυξης, ωθούν κατά βάση στην έξοδο από την Ελλάδα. Η Μαρία Π., 35 χρόνων, που εργάζεται στην έρευνα, βρέθηκε το 2011 στο Λονδίνο, καθώς «δεν μπορούσα να δουλεύω άλλο σε καφετέρια, τη μόνη μας διέξοδο. Αποφάσισα να έρθω και βρήκα δουλειά στο αντικείμενο που έχω σπουδάσει». Εκεί ακόμα υπάρχουν δουλειές, αρκεί να ψάξει κανείς και φυσικά να δει τι τον ικανοποιεί, λέει στο «Βήμα».

«Σπούδασα αρχές δεκαετίας του 1990 στην Αγγλία σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο. Για να είμαι ειλικρινής, είχα ήδη αποφασίσει ότι δεν ήθελα να είμαι στην Ελλάδα. Δεν με κάλυπτε, με όλες αυτές τις απανωτές αλλαγές με το Δημόσιο, την ανασφάλεια, την πίεση και τη μουρμούρα. Βέβαια επέστρεψα με τον σύζυγό μου το 2001, βρήκα δουλειά στο πανεπιστήμιο, αλλά από τον Σεπτέμβριο του 2015 είμαστε πάλι εγκατεστημένοι στο Λονδίνο. Το έκανα από επιλογή, όχι από ανάγκη»
λέει.
Ο Γιώργος, 41 ετών, μηχανολόγος μηχανικός, σύζυγος της Ελίνας, εργάζεται σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία στο Λονδίνο και έχει τη δυνατότητα επιστροφής, μια ιδέα που σκέφτεται αρκετά συχνά. Στην καλοκαιρινή γιορτή του ελληνικού σχολείου έσφιξε συγκινημένος το χέρι του δασκάλου της μουσικής μετά την παράσταση με θέμα τη μετανάστευση. «Το βιώσαμε διαφορετικά και δεν είμαστε το μοναδικό ζευγάρι» λέει η Ελίνα: ευκολότερη προσαρμογή ή διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας;
Προσαρμογή


«Το κόστος προσαρμογής σε μια ξένη χώρα είναι τεράστιο» λέει στο «Βήμα» η Μαρία Π. Βρίσκεται στο Λονδίνο από το 2011 και συγκατοικεί «επειδή είναι η μόνη λύση για τα «αλμυρά» ενοίκια. Είναι πάντως υποκειμενικό, καθώς εξαρτάται τι θέλει κανείς. Το κόστος ζωής είναι επίσης υψηλό. Οι άνθρωποι δυσκολεύονται πολύ». Η πόλη «έχει πειρασμούς», επισημαίνει, οι αγορές ή η ψυχαγωγία, καθώς «βρίσκεις αυτά που δεν μπορείς να δεις αλλού».

«Το Λονδίνο σου δίνει μια μεγάλη επιλογή»
τονίζει η Ελίνα. «Ανακαλύψαμε στη γειτονιά μας ένα τουρκικό μπακάλικο με ελληνικά προϊόντα πιο φθηνά από την Ελλάδα! Η μητέρα μου που κουβαλούσε μακαρόνια για παστίτσιο από την Ελλάδα τρελάθηκε!».
Εκπληκτη και από το σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας έχει μείνει και η Μαρία Τζ., 40 ετών, λογίστρια. Η κόρη της είχε αρπάξει κρύωμα, «απευθυνθήκαμε σε γιατρό και μας έδωσε… ασπιρίνη. Ρωτήσαμε αν χρειάζεται αντιβίωση και εισπράξαμε ένα αυστηρό βλέμμα». Προ ημερών πήραν αντιφλεγμονώδη χάπια για την άλλη κόρη της όσες και οι ημέρες της θεραπείας.

«Ισως είναι υπερβολικοί. Χρειαστήκαμε να πάμε τον μικρό που φοράει γυαλιά για να εξεταστεί και μας είπαν ότι ως τα 16 δικαιούται εξετάσεις και γυαλιά δωρεάν. Εκεί ο σύζυγος είπε μερικές άσχημες κουβέντες για το Ταμείο του στην Ελλάδα…»
συμπληρώνει η Ελίνα.
Ανασφάλεια δηλώνει ότι δεν έχουν αισθανθεί. Οσο για το Brexit, εκτιμά ότι «υπήρξε παραπληροφόρηση». Υπήρχε ένα μούδιασμα, λέει από την πλευρά της η Μαρία Π., για να προσθέσει: «Δεν αισθάνθηκα την απελπισία που ένιωθα στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015. Εδώ μοιάζει να επιβραβεύεται η εκδίκηση. Πώς θα είναι άραγε σε πέντε-δέκα χρόνια;» σημειώνοντας ότι της περνάει μια σκοτεινή σκέψη για το αν θα έχει τις ίδιες ευκαιρίες.
Ευκαιρίες και εμπόδια


Εχοντας πτυχίο μηχανολόγου – μηχανικού από το ΕΜΠ, ο 36χρονος κ. Αλέξης Μανουσάκης εργαζόταν στον τομέα των φωτοβολταϊκών πάρκων στη χώρα μας.
Η παρακμή του κλάδου είχε αναγκάσει την εταιρεία στην οποία εργάζεται να αποσυρθεί σταδιακά από την ελληνική αγορά και όταν αποφασίστηκε πριν από ενάμιση χρόνο να μεταφερθεί η έδρα της εκτός Ελλάδος, του ζητήθηκε να αναλάβει το «άνοιγμα» στη βρετανική αγορά.
«Το οικονομικό πακέτο που μου προτάθηκε ήταν πολύ ικανοποιητικό, περιλαμβάνοντας ασφάλιση και κάλυψη εξόδων διαμονής, εξασφαλίζοντάς μου παράλληλα μια εξέλιξη που δεν θα είχα στην Ελλάδα. Δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη. Ενα εξάμηνο μετά ήρθε και η σύζυγός μου, η οποία αναζητά δουλειά» λέει.
Το ζευγάρι μένει πια μόνιμα στο Κέιμπριτζ, όπου η μεγαλύτερη δυσκολία για το ξεκίνημα ήταν να βρουν σπίτι κατάλληλο για οικογένεια, δεδομένου ότι η πόλη ζει στα μέτρα των φοιτητών που την κατακλύζουν. «Εχουμε πάρει απόφαση ότι εδώ είναι δύσκολο να δημιουργήσουμε τον δικό μας κύκλο, γι’ αυτό αναζητούμε πια διέξοδο στο Λονδίνο. Εκεί θα βρούμε μεν ένα σπίτι στα μέτρα μας, όμως η καθημερινή μετακίνηση για μένα, διάρκειας το λιγότερο δύο ωρών με το τρένο, θα έχει και υψηλότατο κόστος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ