Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Η allure της σταρ, με τα μακριά, οστεώδη χέρια και εκείνο το οικείο διαπεραστικό βλέμμα –που σε αγκαλιάζει και σε «μετράει» ταυτόχρονα –την ακολουθεί· όσο και αν η ίδια πεισματικά, αλλά όχι και τόσο πειστικά, επιμένει να την αποποιείται. Με πάνω από 50 χρόνια ενεργούς παρουσίας στο ελληνικό θέατρο, η Μπέττυ Αρβανίτη εισβάλλει ορμητικά σε αυτό το μακρύ, ζεστό καλοκαίρι του 2016 με έναν ρόλο-έκπληξη στην Επίδαυρο. Αυτόν του Τειρεσία στην «Αντιγόνη» που σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός –σημειωτέον ότι ο πρώτος έλληνας σκηνοθέτης που αποτόλμησε την ανάθεση του τυφλού μάντη σε γυναίκα ηθοποιό (Νέλλη Αγγελίδου) ήταν ο Μίνως Βολανάκης το 1995. Η Μπέττυ Αρβανίτη, όμως, συμπληρώνει σύντομα τα 30 χρόνια του δικού της Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας που παραμένει μια όαση στο υποσαχάριο εργασιακό καθεστώς του θεάτρου της κρίσης. Και ετοιμάζεται να το γιορτάσει με την έκδοση ενός επετειακού λευκώματος και ένα πανηγυρικό σμίξιμο με τη Ρούλα Πατεράκη στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη τον ερχόμενο Νοέμβριο. Στη συνάντησή της με το BΗΜΑgazino, η Μπέττυ Αρβανίτη, προσηνής, «κανονική» και ακομπλεξάριστη ντίβα, μιλάει για τον Τειρεσία, τον γάμο, τον γιο της, την αποτυχία, τη θάλασσα και τη σημασία τού να κάνεις τη ζωή που εσύ διάλεξες.

Είστε ένας απρόσµενος, «ανδρόγυνος» Τειρεσίας στη φετινή παράσταση του Στάθη Λιβαθινού, µε Αντιγόνη την Αναστασία Κονίδη και Κρέοντα τον Δηµήτρη Λιγνάδη. Δεν σας πονάει λίγο που δεν υπήρξατε ποτέ Αντιγόνη; «Κοιτάξτε, τους χειμώνες ήμουν με τη θέλησή μου «εγκλωβισμένη» στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, έτσι τα καλοκαίρια «γέμιζα» μπαταρίες. Φέτος είναι το πρώτο καλοκαίρι, εδώ και καιρό, που δεν θα κάνω διακοπές. Μόνο μία φορά έκανα τη Φαίδρα στον «Ιππόλυτο» του Χουβαρδά, μια σπουδαία εμπειρία. Ασφαλώς, αν είχα την ευκαιρία να παίξω την Αντιγόνη, δεν θα έλεγα όχι. Αλλά δεν την είχα. Κάποιες προτάσεις που μου είχαν γίνει, δεν… Ξέρετε, εμένα δεν με αφορά μόνο τι κάνω αλλά και με ποιους το κάνω. Δεν έχει κανένα νόημα να παίξεις μόνο για τον ρόλο. Το θέατρο είναι για μένα, όπως έλεγε η Μάγια Λυμπεροπούλου, «πληθυντικού αριθμού, όχι ενικού». Η συνεργασία είναι πάνω από όλα».
Εξ ου και η φηµολογούµενη, καλή σχέση σας µε τους νέους ηθοποιούς… «Αλίμονο, αυτοί είναι το μέλλον του θεάτρου. Πρέπει να είσαι πολύ ανόητος και μικρόψυχος για να μην τους στηρίζεις. Με τα νέα παιδιά είμαστε παρεούλα, δεν παριστάνω την κυρία «τάδε». Αυτή η ανταλλαγή μεταξύ γενεών δίνει φοβερά θετικά πράγματα. Αν και ο ρόλος της «δασκάλας» δεν είναι το φόρτε μου».
Προ καιρού είχα την τύχη να συνοµιλήσω µε την Ξένια Καλογεροπούλου, η οποία, αφήνοντας, υποθέτω εσκεµµένα, έξω αρκετές ηθοποιούς της γενιάς σας µου είχε δηλώσει: «Eγώ και η Μπέττυ πήγαµε κάπου αλλού». «Συμφωνώ».
Συµφωνείτε, δηλαδή, ότι υπάρχουν κάποιες ηθοποιοί της γενιάς σας µε τις οποίες δεν µιλάτε την ίδια γλώσσα… «Και τι θέλετε δηλαδή τώρα, να σας πω ονόματα; (γελάει). Δεν θέλω να κάνω κριτική, καθένας φτιάχνει τη δική του ζωή. Ναι, δεν έχω επαφή με πολλές ηθοποιούς… Εχω, όμως, ξέρετε, και μια τρυφερότητα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Εντάξει, επέλεξε έναν άλλον δρόμο, παγιδεύτηκε κάπου, το ‘δε αλλιώς, δε βαριέσαι».


Στιγμιότυπο από τις πρόβες της «Αντιγόνης» του Εθνικού Θεάτρου που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου με την Μπέττυ Αρβανίτη, τον Δημήτρη Λιγνάδη και την Αναστασία Κονίδη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους

Πώς πετύχατε αυτό το «αλλού» ενώ είχατε ήδη αναδειχθεί σε σταρ του εµπορικού κινηµατογράφου; «Εδώ υπάρχει μια σύγχυση. Δεν ήταν πρώτα το εμπορικό σινεμά και μετά το «αλλού». Υπήρξαν παράλληλα. Σ’ εμένα δεν έγινε κάποια αλλαγή πλεύσης. Και τότε που έκανα τις ταινίες έκανα θέατρο που δεν ήταν εμπορικό, παρά μόνο ελάχιστες φορές για καθαρά οικονομικούς λόγους. Σας θυμίζω ότι θεατρικός μπαμπάς μου ήταν ο Λεωνίδας Τριβιζάς. Απλά, οι ταινίες μένουν μέχρι σήμερα, ενώ το θέατρο μένει μόνο σε αυτούς που το έχουν δει. Μου λένε: «Εκανες στροφή». Ποια στροφή; Ηταν συνέχεια. Πάντα αυτό ήθελα στη ζωή μου».

Φαντάζοµαι είναι ενοχλητικό κάποιοι να σας θυµούνται ως ντίβα του εµπορικού σινεµά ύστερα από 50 χρόνια παρουσίας στο θέατρο… «Οχι, δεν είναι ενοχλητικό. Δεν την απαρνούμαι καθόλου εκείνη την εποχή. Σιγά, και λεφτά βγάλαμε, και ωραία περνάγαμε, μια χαρά ήταν… Δεν είναι κάποια άλλη, εγώ είμαι και θυμάμαι πώς ήμουν και τι έκανα. Αλλά ποτέ δεν το πήρα στα σοβαρά, ποτέ δεν με καθόρισε ως άνθρωπο».
Δεν αναπολείτε δηλαδή καθόλου τη ναρκισσιστική αθωότητα εκείνης της εποχής; «Τον ναρκισσισμό μου, προς Θεού, δεν τον έχω απαρνηθεί ποτέ. Κάνουμε θέατρο και δεν είμαστε νάρκισσοι; Είναι ντροπή να το λέμε. Δεν επέλεξα, όμως, να μείνω η «Μπέττυ», να αναπαράγω την εικόνα μου στις ταινίες. Θα βαριόμουν. Ισως, ξέρετε, να είμαι πιο νάρκισσος από αυτό. Εμένα μου αρέσει να αρέσω σε ανθρώπους που εκτιμώ. Με τα χρόνια ο ναρκισσισμός δεν καταπραΰνεται, απλά ανεβαίνει ο πήχης. Δεν ικανοποιείσαι πια με αυτά που κάποτε σε κάλυπταν… Τώρα πλέον, γνωρίζοντας το παιχνίδι, θέλεις να ακούσεις θετικά σχόλια από ανθρώπους που εκτιμάς, κυρίως συναδέλφους (σκηνοθέτες, ηθοποιούς). Αυτών η γνώμη μετράει πια. Και του κοινού φυσικά».
Αφουγκραζόµενη, όµως, µόνο τη γνώµη αυτών, δεν ρισκάρετε να χάσετε την επαφή σας µε το έξω, µε την πραγµατικότητα; «Είναι αλήθεια. Οπως και ‘χει, είναι βέβαιο ότι δεν γίνεται ν’ αρέσεις σε όλους! Πρέπει να κάνεις επιλογές και να αντιληφθείς ότι αυτές δεν αφορούν το σύμπαν αλλά, ίσως, ένα κομμάτι του. Τριάντα χρόνια τώρα στο Κεφαλληνίας, ο κόσμος μάς ακολούθησε. Δεν ήταν εύκολο. Υπήρξαμε, όμως, τυχεροί που οι επιλογές μας αυτές δεν ήταν «κόντρα», βρέθηκε ένα κοινό που τις στήριξε, αλλιώς θα είχαμε κλείσει. Και αυτό είναι μια δικαίωση, αισθάνεσαι ότι δεν έχεις ανάγκη να κατεβάσεις τον πήχη… Αν πάλι τον παρανεβάσεις, δεν ξέρω… Εγώ π.χ. θεωρώ πολύ σημαντικό το «Ο χρόνος και το δωμάτιο» του Μπότο Στράους, σε σκηνοθεσία Βολανάκη (1996). Για μένα ήταν μία από τις καλύτερες παραστάσεις μας κι ας μην «πήγε» καθόλου».
Τα πρώτα χρόνια αντιµετωπίσατε δυσπιστία, υπήρξαν κάποιοι που είπαν «Ηρθε τώρα η Αρβανίτη να µας «πουλήσει» θέατρο ρεπερτορίου;»; «Ηταν πολύ προκλητικό το ξεκίνημα γιατί να ανεβαίνει το 1987 ο άγνωστος στην Ελλάδα Φασμπίντερ (σ.σ.: «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ»), με εμένα σε ρόλο λεσβίας, με τη Ρούλα Πατεράκη να σκηνοθετεί για πρώτη φορά στην Αθήνα… Υπήρξαν άνθρωποι που μου είπαν τότε: «Εχεις τρελαθεί τελείως;». Ε, δεν είχα τρελαθεί, όπως αποδείχτηκε».
Εσείς η ίδια είχατε αµφιβολίες, φοβόσασταν το ρίσκο; «Φοβόμουν, βέβαια –γιατί αν δεν φοβάσαι στο ρίσκο είσαι μαλάκας -, αλλά αυτό ήταν που με ενδιέφερε. Μέχρι τότε με επέλεγαν, έμπαινα στο όνειρο άλλων, δεν δήλωνα το δικό μου. Ε, λοιπόν, αυτό δεν μπορεί να μην ενέχει ρίσκο. Ποιος σε διαβεβαιώνει ότι το όνειρό σου θα αρέσει;».
Τι κράτησε ζωντανό αυτό το όνειρο από το 1987 µέχρι σήµερα; «Η σφοδρή επιθυμία συνδυασμένη με την περιέργεια για το θέατρο. «Περιέργεια» ακόμη και με τη χυδαία της έννοια… Είναι ένας χώρος που έχει ακόμη πολύ ζουμί, που πολλά δεν έχουν ακόμη απαντηθεί… Εφόσον, βέβαια, σε ενδιαφέρει. Και εμένα με ενδιέφερε από τότε που ξέρω τον εαυτό μου, από τότε που έβαζα διαφορετικές φωνές στα μπουκαλάκια μέσα στο ιατρείο του μπαμπά μου… Αυτό ήθελα πάντα. Σαν τρελή».
Στιγμιότυπο από τις πρόβες της «Αντιγόνης» του Εθνικού Θεάτρου που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου με την Μπέττυ Αρβανίτη, τον Δημήτρη Λιγνάδη και την Αναστασία Κονίδη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους

Μαζί, βεβαίως, µε αυτή την ορµή είχατε και την τύχη… «Η αλήθεια είναι ότι επιβεβαιώθηκα πολύ γρήγορα. Δεν κουράστηκα ποτέ. Οι καθηγητές μού έβαζαν άριστα, είχα ζήτηση από ανθρώπους που εκτιμούσαν… Δεν κάθισα δηλαδή στον πρώτο που με ζήτησε, είχα επιλογές. Τι να κάνω; Θα ‘θελα να μπορώ και εγώ να λέω ότι πέρασα διά πυρός και σιδήρου… Υπήρξα, όμως, τυχερή».



Ποιος είναι ο οδηγός επιβίωσης του δικού σας θεάτρου στην κρίση; «Νομίζω πως το Κεφαλληνίας διατηρεί ακόμη κάτι από αεράκι δροσερό. Αυτό που με πληγώνει είναι ότι δεν μπορούμε να συμβάλλουμε στις πραγματικές ανάγκες του θεάτρου. Εγώ π.χ. θα ήθελα πάρα πολύ να εξακολουθούσαμε να στηρίζουμε το ίδιο τους νέους ανθρώπους, όπως κάναμε στη δεύτερη σκηνή. Με την απουσία, όμως, των επιχορηγήσεων και την παρούσα οικονομική κατάσταση…».
Τι κερδίσατε και τι χάσατε βιώνοντας τη µητρότητα σε πολύ νεαρή ηλικία; «Απέκτησα τον γιο μου (σ.σ.: τον συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη) την πρώτη χρονιά μου στη σχολή του Κουν, όταν ακόμη δεν ήξερα τι μου γίνεται. Κερδίσαμε και χάσαμε και οι δύο. Κερδίσαμε ότι είμαστε σήμερα φίλοι γιατί, εδώ που τα λέμε, ψιλομεγαλώσαμε μαζί. Και εκείνος, βέβαια, δεν είχε την τυπική μαμά. Πιστέψτε με, τώρα μόλις τελευταία, πολύ αργά δηλαδή, μου βγαίνει το «μαμαδίστικο»… Του λέω π.χ.: «Φτιάξε το πουκάμισό σου» ή «Εφαγες;»; Μου λέει: «Eχεις τρελαθεί; Πράγματα που δεν έχεις κάνει ποτέ στη ζωή σου, τα κάνεις τώρα;»».
Πρόσφατα εκείνος παντρεύτηκε (σ.σ.: µε την ηθοποιό Εύα Σιµάτου)… Τι θεωρείτε, αλήθεια, απαραίτητο για τη βιωσιµότητα ενός γάµου; «Εμένα ρωτάτε που έχω κάνει τρεις; (σ.σ.: με τον αρχιτέκτονα Κώστα Σταμάτη, με τον ηθοποιό Φαίδωνα Γεωργίτση και σήμερα με τον πολιτικό μηχανικό και «συνοδοιπόρο» της στη θεατρική εταιρεία «Πράξη» Βασίλη Πουλαντζά). Δεν ξέρω… Τι θα πει γάμος; Η σχέση είναι το παν… Οι ηλικίες σίγουρα παίζουν ρόλο. Δεν μπορώ π.χ. να φανταστώ ότι είναι δυνατό να παντρευτείς πολύ μικρή και να περάσεις όλη σου τη ζωή με έναν άνθρωπο. Είμαι πολύ τυχερή που γνώρισα τον Βασίλη σε μεγαλύτερη ηλικία, γιατί νομίζω ότι αν είχαμε γνωριστεί νωρίτερα δεν θα ‘χαμε μείνει μαζί… Είναι ένας ανήσυχος άνθρωπος, όπως είμαι και εγώ…».
Θεωρείτε δηλαδή ότι όλα είναι πρωτίστως θέµα timing; «Πολύ. Κάθε άνθρωπος είναι ολόκληρη ιστορία… Και σας επαναλαμβάνω, δεν είναι η δική μου ζωή παράδειγμα του πώς κρατιούνται οι σχέσεις. Κρατιούνται όσο κρατιούνται. Πρέπει να εκτιμάς τον άλλο, όχι μόνο να τον αγαπάς. Και να τον θαυμάζεις καλό είναι. Χωρίς, όμως, άσκεφτο θαυμασμό. Κάτι ακόμη πολύ ουσιώδες για μένα είναι η κοινή αισθητική. Εγώ την αισθητική τη θεωρώ ιδεολογία. Παίζει τεράστιο ρόλο σε μια σχέση…».
Αυτό το διαπιστώσατε… «Συν τω χρόνω… Στην αρχή δεν το είχα αντιληφθεί. Μα καθόλου! (γελάει). Παλαιότερα ο έρωτας καπέλωνε όχι μόνο την αισθητική, αλλά τα πάντα. Οταν είσαι ερωτευμένος, δεν είσαι εντός πραγματικότητας. Είναι μια πάρα πολύ δυνατή συγκίνηση, χωρίς βεβαίως διάρκεια. Μπορεί να είσαι συγκινημένος με τέτοια ένταση εφ’ όρου ζωής; Δεν το πιστεύω. Ολο αυτό μετατρέπεται σε κάτι άλλο, στη συνέχεια ζεις με τον άλλο, πράγματα πολύ σημαντικά και ίσως πολύ πιο έντονα. Μη λέμε, όμως, ψέματα, δεν είναι ο αρχικός έρωτας».
Πολλές γυναίκες εισπράττουν το διαζύγιο ως αποτυχία. Εσείς το είχατε νιώσει; «Εγώ δεν τρομάζω με την αποτυχία. Ισα ίσα, πιστεύω ότι μας χρειάζονται κάποιες αποτυχίες γιατί γίνεσαι καλύτερος, μαθαίνεις, πώς το λένε. Είναι ύποπτος όποιος δεν έχει αποτύχει ποτέ. Κάτι κακό συμβαίνει. Δεν είναι λογικό, δεν είναι φυσικό. Ενας άνθρωπος που κυνηγάει μόνο ό,τι τον καθιστά επιτυχημένο, δεν ρισκάρει τίποτα, έχει μεγαλύτερη ανάγκη από την επιτυχία παρά από την ουσία. Είναι ένας άνθρωπος που δεν με ενδιαφέρει».
Αναπολείτε σήµερα κοµµάτια του παλιού σας εαυτού; «Τι εννοείτε; Αν με πειράζει που γερνάω; Με πειράζει πολύ (γελάει)! Ναι, μόνο η εμφάνιση μου λείπει. Κατά τα άλλα, δεν νομίζω ότι έχω αλλάξει, δεν χάθηκε κάτι στην πορεία. Τις αντοχές, είναι περίεργο, δεν τις έχω χάσει. Βλέπω άλλες γυναίκες της ηλικίας μου να περπατούν αλλιώς, να στέκονται αλλιώς… Εγώ δεν έχω τέτοια θέματα, και αυτό είναι μπερδευτικό μερικές φορές. Αλλά και βέβαια θα ήθελα να είμαι πιο νέα, τρελή είμαι να μη θέλω; Ξέρετε, όμως, τι συμβαίνει μεγαλώνοντας; Γίνεται κανείς πιο αφαιρετικός. Φεύγουν τα πολλά στολίδια, οι δηθενιές, τα προβλήματα, οι φόβοι, και αυτό ίσως οδηγεί πάλι σε μια μεγαλύτερη αθωότητα. Δεν μπορεί μεγαλώνοντας μόνο να χάνεις δέρμα, ομορφιά, σώμα, τούτο, εκείνο, το άλλο. Κάτι πρέπει να κερδίζεις. Αφαιρώντας, μένει περισσότερη ουσία. Αυτό κάνει καλό και στο θέατρο».
Αυτή η νεανικότητα που εκπέµπετε έχει να κάνει µε το διαχρονικό πάθος σας, το κολύµπι; «Μικρή ήμουν πρωταθλήτρια στην κολύμβηση στην ομάδα του Παναθηναϊκού. Και σήμερα όταν μπαίνω δεν κολυμπάω λιγότερο από δύο ώρες non stop. Οταν είμαι μέσα στη θάλασσα αισθάνομαι πλήρης, πώς το λένε, δεν μου λείπει τίποτε… Μια φορά τράκαρα με ένα κότερο. Νομίζω ήμουν στο Βαθύ της Ιθάκης. Εκανα μακαρίως ύπτιο και μες στη μέση του πελάγου έπιασα ξύλο. Βγήκαν άνθρωποι στο κότερο, έκλεισαν οι μηχανές, κακό, φασαρία, «Είσαι στα καλά σου, κοπέλα μου;» και τέτοια… Να κάτι που μου λείπει. Θα ήθελα να φοβάμαι περισσότερο. Εχω αρχίσει να τον εκτιμώ τον φόβο γιατί μας προφυλάσσει. Εγώ επειδή δεν φοβόμουν ποτέ στη ζωή μου, έχω κάνει πολλά παράτολμα πράγματα, χωρίς σκέψη. Δεν θα σας τα πω, όμως».
Εχει κανείς την αίσθηση για εσάς ότι ζήσατε τη ζωή που θέλατε… «Μέχρι τώρα ναι, έκανα τη ζωή που ήθελα. Χωρίς παραχωρήσεις, χωρίς ιδιαίτερα –για να μην πούμε και καθόλου –σκόντα. Σίγουρα τη ζωή μου την επέλεξα εγώ, δεν φταίει κανένας άλλος! Μόνο εγώ! (γελάει). Εκείνος που επηρέασε βαθύτατα τη φιλοσοφία της ζωής μου ήταν ο πιο ελεύθερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ: o Mίνως Βολανάκης».
Ελεύθερος µε ποια έννοια; «Δεν μπορούσες να του καθορίσεις τίποτε. Αν δηλαδή είχε συμβεί κάτι που τον είχε ενοχλήσει, αν κάτι δεν του έκανε, απλά δεν ερχόταν στην πρόβα. Δεν ήταν, όμως, ασυνεπής, ήταν ελεύθερος. Ή κάναμε π.χ. πρόβα και του έλεγα για έναν ηθοποιό: «Γιατί δεν τον πιέζεις πιο πολύ;». Μου απαντούσε: «Η δουλειά μου δεν είναι να κάνω κάποιον να κάνει αυτό που θέλω, είναι να τον κάνω να θέλει αυτό που θέλω». Αυτοί δεν είναι οι πραγματικά γοητευτικοί άνθρωποι; Οσοι μας κάνουν να θέλουμε αυτό που θέλουν. Ο Μίνως με βοήθησε να συνειδητοποιήσω πάνω απ’ όλα το εξής: «Εχω ένα κομμάτι ζωής που είναι δικό μου και δεν το χαρίζω σε κανέναν»».
«Αντιγόνη»: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 15 και 16 Ιουλίου.

Διαβάστε επίσης: Αναστασία Κονίδη: «Ελπίζω και φοβάμαι»

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ