Μετά την πρόσφατη αποκατάσταση των σχέσεων Κούβας και ΗΠΑ αίρεται και το εμπάργκο των κουβανέζικων πούρων στην Αμερική που επιβλήθηκε το 1962 από τον πρόεδρο Κένεντι και με την αφορμή αυτή ήρθαν ξανά στη δημοσιότητα ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της εποχής εκείνης. Επειδή ο Κένεντι ήταν ο ίδιος φανατικός καπνιστής, καθυστέρησε επί πολλές μέρες την υπογραφή της απόφασης ώστε να προλάβουν οι δικοί του να αγοράσουν όσα κουβανίτος υπήρχαν στα μαγαζιά της Ουάσιγκτον και να κάνει την προσωπική του καβάτζα («Financial Times», 17.6.2015, σελ. 2). Οσοι σήμερα προπαγανδίζουν το εμπάργκο της χώρας μας από την ευρωζώνη δείχνουν πολλές ομοιότητες με τη διπρόσωπη συμπεριφορά του Κένεντι: έχοντας φτιάξει διαφόρων ειδών «καβάτζες» οι ίδιοι, περιμένουν να επωφεληθούν από το χάος που θα προκαλέσουν η κατάρρευση και η εισαγωγή ενός βαθιά υποτιμημένου νομίσματος. Πολλοί έχουν αποσύρει τις καταθέσεις τους απλώς και μόνο γιατί φοβούνται μην τις χάσουν, και το μόνο που θέλουν είναι να επανέλθει η ηρεμία για να τις ξαναφέρουν. Αλλοι όμως έχουν εξαγάγει μεγάλα κεφάλαια στο εξωτερικό με την ελπίδα να τα γυρίσουν πολλαπλάσια και να κερδοσκοπήσουν σβήνοντας εύκολα τα χρέη τους και αγοράζοντας φτηνά τις περιουσίες των άλλων. Στο ίδιο μοτίβο, άλλοι έχουν επενδύσει στις φοβίες των πιο έξαλλων στρωμάτων της κοινωνίας και επιζητούν ανοιχτά τη χρεοκοπία για να συνεχίσουν τη δική τους θορυβώδη παρουσία. Γι’ αυτό δημαγωγούν αναίσχυντα ότι μόνο με μια οριστική ρήξη θα απελευθερωθεί η χώρα από τα δεινά του ξένου δανεισμού, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να την αποκόψουν από την Ευρώπη πολιτικά και οικονομικά και να σπρώξουν έτσι ευκολότερα τις ιδεοληψίες τους.
Στο μεταξύ κανείς τους δεν νοιάζεται ότι για την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας το ενδεχόμενο αυτό θα οδηγήσει σε μια μακρά και επώδυνη περιπέτεια, όχι μόνο οικονομική αλλά πλέον και γεωπολιτική. Εχοντας απολέσει τα ευρωπαϊκά ερείσματα η χώρα θα υποστεί στο έπακρο τις εξωτερικές απειλές –από την επιθετικότητα μιας ασταθούς Τουρκίας έως την εξάπλωση του τζιχάντ. Και φυσικά δεν θα έχει αποκτήσει καινούργια, απλούστατα γιατί κανείς δεν συμμαχεί με ένα κράτος που έχει καταρρεύσει. Ακόμα και η Ρωσία που επιδιώκει μανιωδώς να εκμεταλλευτεί κάθε πιθανή ρωγμή στην Ευρωπαϊκή Ενωση, έβαλε προχθές τον υφυπουργό Οικονομικών να αποκλείσει κάθε πιθανότητα οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα.

Καθώς τα περιθώρια στενεύουν απελπιστικά, όλες οι ευκαιρίες που είχε η Ελλάδα πέντε μήνες πριν να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία με τους δανειστές εξανεμίστηκαν μέσα από μια διαδικασία ανεδαφικών εκτιμήσεων και προσωπικών θεατρινισμών. Μετά τις εκλογές η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες ήταν θετικά διακείμενοι σε μια ευνοϊκή αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης καθώς επιτέλους έβλεπαν το αδιέξοδο των πολιτικών ύφεσης που επέβαλαν τα δύο προηγούμενα μνημόνια. Την ίδια περίοδο η ΕΚΤ εγκαινίασε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για να ενισχύσει τη ρευστότητα, ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση αποφάσισε να χρηματοδοτήσει ένα μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων για να ανακάμψουν οι οικονομίες της.

Υπήρχε όμως και ένα άλλο στρατηγικό επιχείρημα υπέρ της Ελλάδας: Τα κεφάλαια που θα μας χορηγούσαν οι εταίροι δεν αποτελούσαν νέα πρόσθετα δάνεια για να χρηματοδοτήσουν λειτουργικές ανάγκες του κράτους, αλλά απλώς για να εξοφληθούν λήγουσες υποχρεώσεις προς τους ίδιους ακριβώς δανειστές. Θα ήταν δηλαδή μια απλή χρονική μετάθεση ήδη υφισταμένων δανείων, πράγμα που δεν επέτρεπε κανένα σοβαρό επιχείρημα για να συνδυαστεί με απαιτήσεις για νέα μέτρα λιτότητας.
Μεγάλες απώλειες


Αντί όμως η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία για να κάνει τότε μια ήπια συμφωνία και να αφοσιωθεί μετά στην ανασύνταξη της οικονομίας, στην αναζωπύρωση των επενδύσεων και στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, επέλεξε μια τακτική παρέλκυσης πιστεύοντας ότι μπορεί να αποκομίσει πολύ περισσότερα. Το βασικό της επιχείρημα ήταν ότι η Ευρώπη φοβάται πιο πολύ τη ρήξη από την ίδια την Ελλάδα, άρα τελικά αυτή θα υποχωρήσει για να μη διαλυθεί το ευρώ. Μάλιστα για να κάνει τον κίνδυνο να φαίνεται μεγαλύτερος, άφησε να αναπτυχθεί μια ανεξέλεγκτη υστερία εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενωσης που νομιμοποίησε ιδεολογικά όσους προωθούν τις επιχειρηματικές και πολιτικές τους «καβάτζες» που λέγαμε πριν. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μερικών πιο συνετών η τακτική αυτή γύρισε μπούμερανγκ, καθώς οι καθυστερήσεις έδωσαν την ευκαιρία στους πιο συντηρητικούς κύκλους της ευρωζώνης να ανασυνταχθούν και σήμερα είναι η Ελλάδα που έχει υποστεί τις μεγάλες απώλειες από την παρατεταμένη αβεβαιότητα. Οι πιο χαρακτηριστικές είναι οι παρακάτω:

Πρώτον
, η συνεχιζόμενη διόγκωση της ύφεσης και της ανεργίας. Οι κάπως ευοίωνες προβλέψεις που υπήρχαν στην αρχή του χρόνου έχουν πλέον καταρρεύσει και εκτιμάται ότι το ονομαστικό ΑΕΠ το 2015 θα συρρικνωθεί και πάλι τουλάχιστον κατά 2% (πραγματική ανάπτυξη 0,40% και αντιπληθωρισμός -2,4%). Με απλά λόγια φέτος θα χαθούν εισοδήματα 4 δισ. ευρώ, δηλαδή δύο φορές το χάσμα που λέγεται ότι χωρίζει την ελληνική πρόταση από τους πιστωτές. Μόνο ο ΦΠΑ και οι άμεσοι φόροι που θα μπορούσαν να εισπραχθούν θα έφταναν να καλυφθεί η διαφορά των προτάσεων και αυτό δείχνει πόσο οικονομικά παράλογη είναι η επίκλησή της και από τις δύο πλευρές ως εμπόδιο στην συμφωνία.

Δεύτερον
, ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός της Ελλάδας από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Οσοι πιστεύουν ότι με την παράταση της διαπραγμάτευσης κάνουν αντίσταση στους δανειστές απλώς αγνοούν ότι στην πραγματικότητα τους έχουν παραδώσει το κλειδί των εξελίξεων με την απόλυτη πλέον εξάρτηση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών από το σταγονόμετρο του ELA. Με έναν αιφνίδιο περιορισμό της έκτακτης χρηματοδότησης, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα υποχρεωθεί να καταφύγει σε περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και αυτό με τη σειρά του θα φέρει τη χώρα στο μοιραίο δίλημμα: ή να δεχτεί ένα βαρύ νέο μνημόνιο όπως η Κύπρος ή να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Και τα δύο είναι απείρως επαχθέστερα από τις δυνατότητες που ακόμα απομένουν για μια συμφωνία, όσο και να έχει αυτή αφυδατωθεί πλέον από τις αρχικές προσδοκίες.

Τρίτον
, ο αυτοαποκλεισμός της Ελλάδας από τις αγορές ομολόγων, αφού η συντήρηση της πιθανότητας ρήξης έχει κάνει απαγορευτική τη σκέψη επένδυσης σε ελληνικούς τίτλους ακόμα και από πολύ τολμηρούς ρισκαδόρους. Πέρυσι τέτοια εποχή το κόστος του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου ήταν 2% πάνω από της Πορτογαλίας. Αν αυτό συνεχιζόταν, η απόδοσή του θα ήταν σήμερα γύρω στο 4%, πράγμα που θα τα έκανε ελκυστικά σε πολλούς επενδυτές επειδή τα ομόλογα άλλων χωρών έχουν πλέον σχεδόν μηδενικές αποδόσεις (η Λετονία για παράδειγμα έχει αντίστοιχη απόδοση μόλις 1% ενώ η Γερμανία κοντά στο μηδέν). Η ταχεία επίτευξη μιας συμφωνίας θα επανέφερε τη δυνατότητα επανασύνδεσης με τις αγορές και σταδιακά θα διευκόλυνε τη χώρα στη χρηματοδότηση των εσωτερικών προτεραιοτήτων που η ίδια θέτει.

Τέταρτον
και καθόλου αμελητέο, η επιταχυνόμενη ασφυξία της ελληνικής οικονομίας όχι μόνο δεν προάγει την κατανόηση των ελληνικών θέσεων από τους πιστωτές αλλά τους κάνει ακόμα πιο άκαμπτους. Ενώ πριν από έξι μήνες πολλοί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ θεωρούσαν αυτονόητη τη δραστική αλλαγή των όρων του Μνημονίου μετά την τραγική ύφεση που προκάλεσε τα προηγούμενα χρόνια, τώρα έχουν αναδιπλωθεί και καταλογίζουν τις αρνητικές συνέπειες στην Ελλάδα που δεν δέχεται κανόνες αμοιβαιότητας. Αντί η ελληνική διεκδίκηση να παρακινήσει και άλλες ευρωπαϊκές χώρες να υιοθετήσουν πολιτικές ανάπτυξης και εξόδου από την ύφεση όπως αρχικά ήλπιζε, χρησιμοποιήθηκε ως το τέλειο άλλοθι για την επιβολή και νέας λιτότητας. Για παράδειγμα, ο Κάμερον εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την ελληνική αστάθεια για να ξανακερδίσει θεαματικά στη Βρετανία και να επιβάλει νέες περικοπές, ενώ το ίδιο συμβαίνει τις μέρες αυτές και στη Φινλανδία και από την επόμενη εβδομάδα στη Δανία.

Πέμπτον
, έχει εξανεμιστεί και το δήθεν κρυφό όπλο της απειλής που ενείχε για την ευρωζώνη μια χρεοκοπία της Ελλάδας. Στο διάστημα που μεσολάβησε πολλοί έχουν πλέον πειστεί ότι μια έξοδος της χώρας από το ευρώ, αντί να το απειλήσει μακροπρόθεσμα, είναι πιο πιθανό να δράσει θετικά για τις απομένουσες χώρες γιατί θεωρούν ότι έτσι θα απαλλαγούν οριστικά από έναν διαρκώς ελλοχεύοντα κίνδυνο. Τον τελευταίο μήνα διεθνή κεφάλαια επενδύουν σε τίτλους της ευρωπαϊκής περιφέρειας εκτιμώντας ότι θα γίνουν ακόμα ασφαλέστεροι ύστερα από μια ελληνική χρεοκοπία. Με την απροσδόκητη αυτή εξέλιξη η Ελλάδα δεν έχει πλέον απέναντί της μόνο τους δυσαρεστημένους εταίρους αλλά και συντεταγμένες ομάδες διεθνούς κερδοσκοπίας που θα τη σπρώχνουν προς την έξοδο, καθώς έχουν κάνει και αυτοί τις «καβάτζες» τους.
Τα περιθώρια


Με τις καταιγιστικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών λίγες από τις αρχικές προσδοκίες για μια νέα αναπτυξιακή συμφωνία μπορούν ακόμα να διασωθούν. Οι εξελίξεις επαλήθευσαν για μία ακόμα φορά τη διαπίστωση ότι η παράταση μιας αντιπαράθεσης ποτέ δεν βοηθά κάποιον αν δεν έχει συγκεντρώσει εφόδια και στρατηγική, και οι αυταπάτες ως γνωστόν δεν αντέχουν πολύ ως πρόχειρα υποκατάστατα. Η χώρα έχει όμως ακόμα τη δυνατότητα να παραμείνει στην ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ενωση και να επιχειρήσει την ανόρθωση της οικονομίας μέσα από μια επίπονη προσπάθεια μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που θα ωφελήσουν την πλειονότητα της κοινωνίας. Η προοπτική αυτή ίσως οδηγήσει στο περιθώριο τους εμπόρους της αντιευρωπαϊκής υστερίας, θα ξαναστήσει όμως πολλές επιχειρήσεις και θα δώσει δουλειά σε πραγματικούς ανέργους που σήμερα υποφέρουν χωρίς κανείς να τους υπολογίζει στα ατέρμονα παίγνια ιδεοληψίας και φανατισμού.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ