Απαραίτητη χαρακτηρίζει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) την ομαλοποίηση της κατάστασης στην οικονομία, σε ένα πλαίσιο στενής συνεργασίας και δημιουργικής αλληλεγγύης με τους εταίρους.

Στην έκθεση του για την ελληνική οικονομία που δόθηκε σήμερα Πέμπτη στη δημοσιότητα το ΚΕΠΕ αναφέρει πως η παρατεταμένη περίοδος διαπραγματεύσεων της χώρας με τους εταίρους, σε συνέχεια της αδυναμίας ολοκλήρωσης του προγράμματος οικονομικής πολιτικής στο τέλος του 2014, διαφαίνεται να επιδρά δυσμενώς στην πραγματική οικονομία, όπως αποτυπώνεται σε μία σειρά από σχετικούς δείκτες, ως αποτέλεσμα, κυρίως, του ευρύτερου ζητήματος ρευστότητας τόσο στα δημόσια οικονομικά, όσο και στην τραπεζική αγορά.

«Η παρούσα φάση την οποία διανύει η ελληνική οικονομία τον Απρίλιο του 2015, και εν μέσω των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων και διαβουλεύσεων με τους οικονομικούς εταίρους της χώρας, καθιστά για ακόμα μια φορά σαφείς τις δυσχέρειες που συνοδεύουν την επίτευξη της οριστικής εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την κρίση», υπογραμμίζεται στην έκθεση.

Οι αρνητικές επιπτώσεις από τις εξελίξεις αυτές εντοπίζονται, αρχικά, στη ρευστότητα τόσο του Δημοσίου όσο και της τραπεζικής αγοράς και, κατ’ επέκταση, στην οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα, καθιστώντας – όπως σημειώνει η έκθεση- σημαντική την ευρύτερη ομαλοποίηση της κατάστασης, ώστε να συνεχιστούν οι θετικές επιδόσεις στην οικονομία και να αξιοποιηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες που διαμορφώνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι αναλυτές του Κέντρου αναφέρουν πως εξακολουθεί να κρίνεται απαραίτητη η ομαλοποίηση της κατάστασης στην οικονομία, σε ένα πλαίσιο στενής συνεργασίας και δημιουργικής αλληλεγγύης με τους εταίρους, ώστε, μέσα από τη διαμόρφωση και υλοποίηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου, η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε συνθήκες ευημερίας για όλη την κοινωνία.

Το ΚΕΠΕ υπογραμμίζει πως η πρόσφατη συμφωνία της χώρας με τον ΟΟΣΑ αποτελεί μία σημαντική πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς προβλέπει την προώθηση μεταρρυθμίσεων με έμφαση στη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη μείωση του διοικητικού βάρους και της γραφειοκρατίας για τις επιχειρήσεις, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης, την εδραίωση μίας φιλοσοφίας διαφάνειας και καταπολέμησης της διαφθοράς και την ενδυνάμωση του φορολογικού συστήματος.