Σε «εξωτικά» ζώα και προϊόντα στρέφονται όλο και περισσότεροι παραγωγοί, αναζητώντας ασχολία και οικονομική διέξοδο. Τρούφα, σαλιγκάρια, βουβάλια και στρουθoκάμηλοι είναι ορισμένα από τα πιο πρωτότυπα είδη που εκτρέφουν και καλλιεργούν οι έλληνες γεωργοί και κτηνοτρόφοι με στόχο να εκμεταλλευθούν τις προοπτικές ανάπτυξης που εμφανίζουν. Στην Ελλάδα οι προαναφερόμενες εναλλακτικές καλλιέργειες και φάρμες βρίσκονται στα σπάργανα, ενώ στο εξωτερικό ανθούν, γεγονός που δίνει την ελπίδα για μελλοντική αναγνώριση και κέρδη.
Στο κυνήγι


Το κυνήγι της τρούφας μπορεί να αποβεί μια επενδυτική ευκαιρία και αρκετοί Ελληνες έχουν προσπαθήσει να ασχοληθούν με αυτή τη δύσκολη, χρονοβόρα αλλά με καλές προοπτικές ασχολία. Η καλλιέργεια της τρούφας είναι μακροχρόνια επένδυση και μπορεί να αποφέρει κέρδη έπειτα μετά από μια δεκαετία, όπως ανέφερε η κυρία Ελευθερία Τζιάτζιου, καλλιεργήτρια τρούφας.
Μπορεί οι έλληνες καταναλωτές να μην έχουν ακόμη σοβαρές γνώσεις για την τρούφα, αλλά μετά από ταξίδια στην Ευρώπη η κυρία Τζιάτζιου και ο δασολόγος γιος της κ. Γιώργος Κυριτσιόπουλος αποφάσισαν το 2005 να ασχοληθούν με αυτό το ακριβό αλλά μοναδικό είδος και σήμερα διαθέτουν 20 στρέμματα με τρούφα στο χωριό Κονταριώτισσα της Πιερίας και πουλούν σε όλη την Ελλάδα προϊόντα με την επωνυμία Τρούφα Πιερίας.
Εξτρα εισόδημα


Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό από τους μελλοντικά υποψήφιους καλλιεργητές είναι, προσθέτει η ίδια καλλιεργήτρια, ότι «η καλλιέργεια της τρούφας είναι μακροπρόθεσμη επένδυση και αυτό φυσικά σημαίνει πως ο υποψήφιος θα πρέπει να έχει ήδη ένα επάγγελμα και ταυτόχρονα να καλλιεργήσει τρούφες, αποβλέποντας μελλοντικά σε ένα έξτρα εισόδημα. Η καλλιέργεια της τρούφας σιγά-σιγά περνάει από το πρώτο στάδιο των τριών-τεσσάρων ετών στο πρώτο παραγωγικό στάδιο που διαρκεί ως και το οκτώ ως δέκα χρόνια. Στο πρώτο παραγωγικό στάδιο, όπου και οι δικές μου καλλιέργειες βρίσκονται τώρα, η παραγωγή τρούφας είναι μικρή. Τρούφες σε καλύτερες ποσότητες, άρα και μεγαλύτερα κέρδη, αναμένουμε στη φυτεία μας από το 10ο ως και το 50όέτος. Είναι μια καλλιέργεια που ευελπιστώ ότι θα βοηθήσει ακόμη και τα εγγόνια μου».
Στη χώρα μας δεν είναι γνωστές οι τρούφες και οι ξεχωριστές ιδιότητές τους, όπως ότι μεταξύ άλλων περιέχουν μεγάλο ποσοστό πρωτεϊνών, γι’ αυτό και αποκαλούνται φυτικό κρέας. Οι τιμές των εμπορεύσιμων ειδών τρούφας κυμαίνονται μεταξύ 100 και 3.000 ευρώ το κιλό, ανάλογα με το είδος και τη σπανιότητά του, την εποχή και την ποιότητα.
Τα προηγούμενα χρόνια, συνεχίζει η ίδια, «προσπαθήσαμε πολύ να κάνουμε γνωστό το προϊόν αλλά και προσιτό όσο αυτό ήταν δυνατό, όμως στην Ελλάδα της κρίσηςκαι όταν από το κάθε σπιτικό λείπουν τα βασικά της καθημερινότητας, πώς μπορεί ο πολίτης να σκεφτεί να αγοράσει φρέσκες τρούφες;».
Οσον αφορά τα μελλοντικά σχέδια, συνεχίζει η κυρία Τζιάτζιου «σκοπεύουμε να ασχοληθούμε με τη μεταποίηση του προϊόντος με κατασκευή μονάδας μεταποίησης ώστε οι τρούφες να μπορέσουν να προωθηθούν στη διεθνή αγορά ευκολότερα. Πιστεύω πως αυτό θα δώσει προοπτική στους καλλιεργητές της τρούφας στην Ελλάδα. Από τη στιγμή που η μονάδα μεταποίησης θα λειτουργήσει, τα προϊόντα μας θα προωθηθούν κυρίως στη Ρωσία και στις αραβικές χώρες».
Ξεφυτρώνουν τα σαλιγκάρια


Στην εκτροφή σαλιγκαριών έχουν στραφεί πολλοί Ελληνες τα τελευταία χρόνια, καθώς έχει προοπτικές ανάπτυξης και χρειάζεται σχετικά μικρό κεφάλαιο για την αρχική επένδυση. Οι κυρίες Παναγιώτα και Μαρία Βλάχου είναι οι αδελφές και επιχειρηματίες που έφεραν τη μόδα των σαλιγκαριών το 2007 στη χώρα μας μέσω της ίδρυσης της εταιρείας Fereikos – Helix, η οποία ασχολείται με τη δημιουργία ανοιχτών σαλιγκαροτροφικών μονάδων ολοκληρωμένου βιολογικού κύκλου.
Οι αδελφές Βλάχου, παρ’ όλο που αφιέρωσαν πολλά χρόνια σπουδών στο εξωτερικό, αποφάσισαν να επιστρέψουν στη φύση, να εκµεταλλευθούν τη γη που κατέχουν στην Κόρινθο και από την εκτροφή σαλιγκαριών αρχικά να καταλήξουν να πουλούν την τεχνογνωσία και όλες τις ύλες σε τρίτους που επιθυµούν να ασχοληθούν µε αυτή την εναλλακτική µορφή καλλιέργειας, έχοντας πλέον υπό την εποπτεία τους πάνω από 150 εκτροφείς σαλιγκαριών και εξάγοντας το 70% του τζίρου της εταιρείας τους σε Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία.
Λιβαδιά Σερρών
Βουβαλίσιο κρέας σε όλη την Ελλάδα
Μια άλλη εναλλακτική ενασχόληση που απασχολεί πλέον και τους Ελληνες είναι το βουβαλίσιο κρέας, που έχει υψηλή διατροφική αξία και προοπτικές ανάπτυξης. Και αυτή η δραστηριότητα είναι μικρή και σχετικά άγνωστη στη χώρα μας, αλλά κερδίζει έδαφος. Τα αδέρφια κ.κ. Δημήτρης και Ζέλιος Μπόρας είναι πρωτεργάτες στο βουβαλίσιο κρέας στην Ελλάδα, αφού ξεκίνησαν από ένα κρεοπωλείο μόλις 35 τ.μ. στη Λιβαδιά Σερρών το 1987 και σήμερα έχουν την επιχείρηση Ζ. Μπόρας και Σία ΟΕ, μια μονάδα παραγωγής, επεξεργασίας, τυποποίησης και συσκευασίας τόσο του βουβαλίσιου όσο και άλλων κρεάτων στη Λιβαδιά Σερρών. Τόσο η διατροφική κρίση (διοξίνες, τρελές αγελάδες) όσο και η οικονομική κρίση, επεσήμανε ο κ. Ζέλιος Μπόρας, συνιδιοκτήτης της εταιρείας, «αποτέλεσαν ευκαιρίες για την εταιρεία παρά απειλές. Με τη διατροφική κρίση διαφοροποιήθηκαν τα κριτήρια αγοράς ισχυροποιώντας την ποιότητα, την ασφάλεια και την προέλευση των κρεάτων, με αποτέλεσμα ο καβουρμάς από βουβαλίσιο κρέας της Μπόρας να αγκαλιαστεί από τους καταναλωτές. Επίσης, η οικονομική κρίση οδήγησε το καταναλωτικό κοινό σε αγορές αποκλειστικά value for money. Αναζήτησαν περισσότερα και καλύτερα προϊόντα και απευθύνθηκαν σε delicatessen όπου και τα προϊόντα Μπόρας ξεχώρισαν». Η εταιρεία προμηθεύει τα προϊόντα της σε όλη την Ελλάδα κυρίως μέσω των delicatessen και εστιατορίων υψηλής γαστρονομίας. Ο αριθμός των ζώων ξεπερνά τα 500 και συνεχώς αυξάνεται, ενώ στην αρχή οι Ελληνες, σύμφωνα με τον κ. Ζήλιο Μπόρα, ήταν διστακτικοί στο βουβαλίσιο κρέας. Το 2012 η εταιρεία επεξεργάστηκε 35 τόνους βουβαλίσιο κρέατος, το 2013 50 τόνους, ενώ το 2014 αναμένεται να επεξεργαστεί γύρω στους 70 τόνους βουβαλίσιων προϊόντων. Τα βασικά σχέδια της εταιρείας, σύμφωνα με τον επιχειρηματία, «είναι η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα μέσω της οικονομικής και τεχνοκρατικής στήριξης νέων βουβαλοτρόφων με μακροχρόνιες συνάψεις συμβολαίων αποκλειστικής συνεργασίας καθώς και η επέκταση της υπάρχουσας χοιροτροφικής μονάδας».
Μακεδονικές στρουθοκάμηλοι
Πριν από μερικά χρόνια συναντούσε κανείς την εξωτική στρουθοκάμηλο μόνο στην Αφρική, αλλά σήμερα υπάρχουν αρκετές και στην Ελλάδα, αφού η εκτροφή της θεωρείται μια πρωτότυπη ενασχόληση, με την οποία αρκετοί Ελληνες θέλησαν να εμπλακούν. Πρόκειται για ένα κρέας με ευεργετικές ιδιότητες και πλούσιο σε βιταμίνες. Μια οικογενειακή επιχείρηση εκτροφής στρουθοκαμήλου είναι και η Μακεδονική Φάρμα Στρουθοκαμήλων, που βρίσκεται έξω από το χωριό Πεντάπολη, σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από την πόλη των Σερρών, η οποία διαθέτει 80 πτηνά.

Η φάρμα επεκτείνεται σε μια έκταση 40 στρ., έχει την κατάλληλη διαμόρφωση και σύγχρονο εκκολαπτικό εξοπλισμό. Σύμφωνα με τον ιδιοκτήτη της, κ. Γιάννη Αχλατλή, ήταν από τις πρώτες που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα, το 1995, όταν ο ίδιος μετοίκησε από τη Σουηδία στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του την τεχνογνωσία από ανάλογη φάρμα, στην οποία εργαζόταν στη σκανδιναβική χώρα. Βέβαια, η κρίση «χτύπησε» τον κλάδο, διότι είναι ένα είδος που θεωρείται ακριβό, όπως δήλωσε ο κ. Αχλατλής «καθώς σήμερα υπάρχουν δυο – τρεις φάρμες στρουθοκαμήλων με επαγγελματικές προδιαγραφές, ενώ πριν από έξι χρόνια υπήρχαν 40 σε όλη την Ελλάδα. Πάντως, τώρα που ο κλάδος ξεκαθάρισε, οι δουλειές πάνε καλύτερα και έχουμε προχωρήσει σε μικρές εξαγωγές στην Ιταλία, ενώ συζητούμε με Ουγγαρία και άλλες χώρες της Ευρώπης, αφού η αγορά ανακάμπτει».

Η φάρμα από τις Σέρρες εκμεταλλεύεται όλο το πτηνό για να επιβιώσει και εκτός από το κρέας που πωλείται σε όλη την Ελλάδα, σε εστιατόρια, κρεοπωλεία, επεξεργάζεται και πωλεί τα φτερά, τα αβγά, τα νύχια για φάρμακο, ενώ στα νέα προϊόντα της φάρμας είναι και το λάδι στρουθοκαμήλου για καλλυντικά που θεωρείται ο βασιλιάς των λαδιών, σύμφωνα με τον κ. Αχλατλή. Πάντως οι Ελληνες δεν είναι εξοικειωμένοι με τη στρουθοκάμηλο, αλλά, όπως προσθέτει ο ίδιος, «έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε ειδική πελατεία, όπως αθλητές, κ.ά., ενώ η έμφαση στο λάδι αναμένουμε να αποφέρει κέρδη στη φάρμα».

27.000 μελισσοκόμοι με 2,4 εκατ. μελίσσια στην Ελλάδα
Το εισόδημα μπορεί να προέλθει είτε από τα πρωτογενή προϊόντα είτε από τη μεταποίηση αν γίνουν οι σωστές κινήσεις

Αύξηση πάνω από 85% έχει παρατηρηθεί στην ενασχόληση με τα μελίσσια καθώς την τετραετία της κρίσης 1.190 νέοι μελισσοκόμοι μόνο στην Περιφέρεια Θεσσαλίας έχουν στραφεί σε αυτή τη γλυκιά ασχολία προκειμένου να βρουν διέξοδο από το τέλμα της ανεργίας, οπότε συνολικά στην Ελλάδα ο αριθμός τους αυξάνεται κατά πολύ. Τα τηλέφωνα στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος (ΟΜΣΕ) τα τελευταία τέσσερα χρόνια χτυπούν ασταμάτητα από πολίτες που ζητούν πληροφορίες.
Τα περιθώρια ανάπτυξης της μελισσοκομίας είναι μεγάλα καθώς η παραγωγή μπορεί να αυξηθεί σημαντικά. Υπάρχουν περισσότερα από 1.700.000 μελισσοσμήνη και η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα στην ΕΕ πίσω από την Ισπανία που μετράει 2.400.000 μελίσσια, παράγει 20.000 τόνους μέλι ανά έτος και έχει περί τους 20.000 μελισσοκόμους, από τους οποίους 7.000 είναι επαγγελματίες με περισσότερα από 150 μελίσσια έκαστος.
Βέβαια ένα σημαντικό ποσοστό ως και 80% εγκαταλείπει μετά τα πρώτα 3-4 χρόνια την επαγγελματική μελισσοκομία, ειδικά αν ξεκινήσει με μεγάλο αριθμό μελισσοσμηνών, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΟΜΣΕ κ. Βασίλη Ντούρα. «Δεν είναι δυνατόν κάποιος που προσπαθεί να βιοποριστεί να στραφεί στη μελισσοκομία για άμεσο εισόδημα. Απαιτούνται χρήματα για αγορά μελισσιών και εξοπλισμού και χρόνος για να αποκτηθεί η γνώση και η εμπειρία. Η μελισσοκομία δεν μαθαίνεται με ένα σεμινάριο και δύο βιβλία. Επιπλέον είναι μια αγροτική δραστηριότητα και η παραγωγή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες» ανέφερε ο ίδιος.
Γενικά απαντώντας στο ερώτημα αν μπορεί να ζήσει κανείς από τη μελισσοκομία η κυρία Κατερίνα Καρατάσου, κτηνίατρος και επόπτρια μελισσοκομίας στο γραφείο της ΟΜΣΕ, απαντά πως ναι, «αλλά με κάποιες προϋποθέσεις. Προϋπόθεση δεν είναι το να έχεις πολλά μελίσσια αλλά το πώς χειρίζεσαι σωστά έναν βέλτιστο αριθμό, κάτι που εξαρτάται από τη γνώση σου και την παραγωγική σου κατεύθυνση. Αν κάποιος παράγει μόνο μέλι, κάποιες χρονιές κινδυνεύει να μη βγάλει ούτε τα έξοδα».
Το εισόδημα, συνεχίζει η ίδια, «μπορεί να προέλθει είτε από τα πρωτογενή μελισσοκομικά προϊόντα (μέλι, γύρη, βασιλικό πολτό, πρόπολη, κερί, δηλητήριο, παραφυάδες και βασίλισσες) είτε με μεταποίηση που θα γίνεται από τον ίδιο τον παραγωγό (μικρές οικοτεχνίες, βιοτεχνίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις), από ομάδες παραγωγών – συνεταιρισμούς είτε από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων (π.χ., παστέλι, υδρόμελι, ρακόμελο, κεραλοιφές κ.τ.λ.) και ο συνδυασμός με άλλες δραστηριότητες (π.χ., αρωματικά φυτά, αγροτουρισμός κ.τ.λ.) αποτελούν επιχειρηματικές δικλίδες ασφαλείας».
Στους νέους μελισσοκόμους η Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος συνιστά να ξεκινούν με λίγα μελίσσια, να μαθαίνουν τη μελισσοκομία μέσα από σεμινάρια και μαθητεία πλάι σε έμπειρο μελισσοκόμο και να μη ρισκάρουν μεγάλο αρχικό κεφάλαιο. Το πρώτο κίνητρο πρέπει να είναι η αγάπη για τη μέλισσα και τη φύση καθώς το εισόδημα θα έρθει έπειτα από 3-4 χρόνια και μόνο αν γίνουν σωστές κινήσεις και παράλληλα βοηθήσει κι ο καιρός. Εφέτος, π.χ., και έως τον Σεπτέμβριο η μείωση της παραγωγής κυμαίνεται από 40% ως 90%, ανάλογα με την περιοχή, λόγω των πολύ κακών καιρικών συνθηκών. Σημειώνεται ότι η τιμή πώλησης μελιού είναι περίπου 8 ευρώ το κιλό λιανική, 10 ευρώ και πάνω το θυμαρίσιο, ενώ το βιολογικό είναι 10-12 ευρώ από τον παραγωγό.
Νέοι μελισσοκόμοι

Το 2011 ο περιβαλλοντολόγος κ. Γιώργος Κουμπαρέλος άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με τη μελισσοκομία διότι είχε χάσει τη δουλειά του λόγω κρίσης. Βέβαια η επαφή του με τις μέλισσες άρχισε από τότε που γεννήθηκε καθ’ ότι ο πατέρας του είχε μόνιμο μελισσοκομείο στην περιοχή των Αγράφων. Εξαργυρώνοντας μια ασφάλεια ζωής που είχε κάνει προ εικοσαετίας ο Γιώργος Κουμπαρέλος συγκέντρωσε ένα ποσό που χρειαζόταν για την αγορά πρώτων κυψελών-μελισσιών και μαζί με μια φίλη, λάτρι της μελισσοκομίας, ξεκίνησαν την ενασχόληση με τις μέλισσες με βάση τον Βόλο. Επειτα από σχετικά σεμινάρια ο κ. Κουμπαρέλος διαθέτει αυτή τη στιγμή από 150 έως 170 μελισσοσμήνη και ο στόχος είναι τα 250.
Μία ακόμη περίπτωση ενός νέου μελισσοκόμου που ίδρυσε τη δική του εταιρεία, The Family Beez, στη Σέριφο, τον Φεβρουάριο του 2014, αφορά τον κ. Γιώργο Ρώτα. Μεγάλωσε μέσα σε μελισσοκομική οικογένεια και ήξερε αυτή την τέχνη από τον πατέρα του αλλά παρακολούθησε ειδικά σεμινάρια και συμπληρωματικά με τη βασική του ασχολία που είναι ηλεκτρονικός διατηρεί μελίσσια. Η κρίση τον επηρέασε, όπως επεσήμανε ο ίδιος, αλλά «δεν αποτέλεσε βασικό παράγοντα για να ξεκινήσω την ασχολία με τα μελίσσια. Το όραμα και ο έρωτας για τη μελισσοκομία με ώθησαν σε αυτόν τον κλάδο». Αυτή την περίοδο η εταιρεία The Family Beez έχει 130 μελίσσια, αλλά σχεδιάζει να αποκτήσει και άλλα, ενώ συζητεί με συνεργάτες για επέκταση στο εξωτερικό, όπως σε Αμερική και Αυστραλία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ