Οι ταραχές και οι συγκρούσεις γνωρίζουν μια πρωτοφανή έξαρση σε παγκόσμιο επίπεδο και σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, τις χρεοκοπίες και τη μεγάλη ανεργία δημιουργούν μια βαριά ατμόσφαιρα απειλής και αβεβαιότητας. Η συσσώρευση αιματηρών γεγονότων αυτόν τον Αύγουστο προκαλεί συνειρμούς με την απαρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ακριβώς εκατό χρόνια πριν και κάνει αρκετούς να φοβούνται τη μοιραία επανάληψη. Τα σημερινά γεγονότα όμως έχουν διαφορετικά αίτια και άλλη δυναμική και – παρά τον τρόμο που σπέρνουν – μια γενικευμένη σύρραξη δεν είναι πιθανή. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας αναταραχής:

Εκατό χρόνια πριν, οι μεγάλες αντιθέσεις εκφράζονταν σε εθνικά πλαίσια και οδηγούσαν σε πολεμικές αναμετρήσεις κρατών. Οι συγκρούσεις έχουν αυξηθεί θεαματικά τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως όμως γίνονται εντός εθνικών συνόρων, ενώ οι πόλεμοι μεταξύ κρατών έχουν περιοριστεί δραστικά. Το 2013 σε όλον τον κόσμο υπήρχαν 40 εστίες σοβαρών εσωτερικών συρράξεων, ακριβώς διπλάσιες από το 1970, αλλά ο μοναδικός διακρατικός πόλεμος ανάμεσα στο Σουδάν και το Νότιο Σουδάν τερματίστηκε. Στο εσωτερικό κάθε χώρας έχουν μειωθεί οι εμφύλιες γενοκτονίες, αλλά έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι συγκρούσεις μεσαίας κλίμακας και οι μικρότερες εστίες αναταραχής.

Τα τελευταία χρόνια περιορίζονται οι κρατικοί εξοπλισμοί σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και αυξάνονται σε τοπική κλίμακα όπως στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ασία και επίσης διοχετεύονται σε ποικίλες ένοπλες ομάδες και συμμορίες. Οι εξελίξεις αυτές απομακρύνουν μια παγκόσμια σύρραξη αλλά ταυτόχρονα κάνουν τις τοπικές και εσωτερικές συγκρούσεις επιχειρησιακά πιο εύκολες και θανατηφόρες.

Σήμερα οι στόχοι της εθνικής ολοκλήρωσης έχουν αντικατασταθεί από σχέδια ελέγχου κάποιου ζωτικού χώρου. Πολύ λίγες συγκρούσεις έχουν αποκλειστικά εθνοτικά χαρακτηριστικά, ενώ σχεδόν όλες οι νέες εστίες βίας γίνονται με στόχο πλουτοπαραγωγικές πηγές ή κάποιου είδους περιφερειακή αυτονομία που τις διασφαλίζει. Το ίδιο κριτήριο κυριαρχεί ακόμα και στις ειρηνικές και καθ’ όλα δημοκρατικές διενέξεις, όπως τα αποσχιστικά δημοψηφίσματα στη Σκωτία και την Καταλονία που θα γίνουν το φθινόπωρο. Αν και πιο σύνθετη, παρόμοια περίπτωση είναι και η κρίση στην Ουκρανία, το ανατολικό μέρος της οποίας αποτελεί ζωτικό χώρο για τη ρωσική βιομηχανία από τη σοβιετική εποχή και η Ρωσία διεκδικεί ακόμα την επιρροή και τα συνεπαγόμενα οφέλη. Οι εξεγέρσεις του ισλαμικού τόξου από το Ιρμπίλ έως τη Λιβύη, τη Νιγηρία και το Τιμπουκτού φαίνονται ως κάτι ξεχωριστό με την αποτρόπαιη βία που ασκούν, αλλά στόχος τους είναι να μοιραστούν και αυτοί πετρέλαιο και εμπόριο κάθε είδους, όπως γίνεται επί πολλά χρόνια στη Λατινική Αμερική, τις Φιλιππίνες και τον Καύκασο.

Αδιαλλαξία και περίσκεψη


Αν και ποτέ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης, οι συγκρούσεις του 21ου αιώνα θα εξαπλώνονται εσωτερικά και περιφερειακά αλλά δεν θα γενικευτούν. Οι μεγαλύτεροι φόβοι εκφράζονται γύρω από τη Ρωσία και το Ισραήλ επειδή διαθέτουν μεγάλες πολεμικές μηχανές και πυρηνικά, αλλά και εκεί πιο ρεαλιστική είναι η ύφεση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που αξίζει να εξετάσουμε. Στην περίπτωση της Ρωσίας, πολλοί θεωρούν ότι ο Πούτιν αντιγράφει τη μιλιταριστική τακτική του Κάιζερ που θεωρούσε τον ανοιχτό πόλεμο αυτοσκοπό και γι’ αυτό φοβούνται την επόμενη κλιμάκωση. Στην πράξη όμως θυμίζει περισσότερο την τακτική πιέσεων του Βίσμαρκ που συνεχώς επεδίωκε επαναδιαπραγματεύσεις για να εξασφαλίζει ανταλλάγματα υπέρ της Γερμανίας, αποφεύγοντας τελικά την εμπλοκή.
Το πρόβλημα περιπλέκεται γιατί οι θιγόμενες χώρες δεν έχουν ακόμα κοινή στρατηγική αντιμετώπισης και διαπραγμάτευσης απέναντί του. Για παράδειγμα, αρκετοί στην Ουκρανία, την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής θα επιθυμούσαν μια οριστική αναμέτρηση για να ξεκαθαρίσουν τους πικρούς ιστορικούς λογαριασμούς και γι’ αυτό επιζητούν την παρέμβαση του ΝΑΤΟ και τη συνακόλουθη εμπλοκή των ΗΠΑ. Αντίθετα, το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι να διαμορφώσει μια νέα ισορροπία με τη Ρωσία και κάποτε να σκεφτεί να την κάνει και μέλος της. (Στο κάτω-κάτω έχει συμβάλει στον ευρωπαϊκό πολιτισμό πολύ περισσότερο από άλλα υποψήφια κράτη.) Οι ίδιες οι χώρες που είχαν υποστεί τη σοβιετική κατοχή θα ωφεληθούν πολύ περισσότερο από μια Ρωσία που προοδεύει μαζί τους αντί να πολεμά εναντίον τους. Αλλωστε η παρακαταθήκη του Βίσμαρκ –που τόσο απερίσκεπτα αγνοήθηκε αργότερα –ήταν ότι οι διευθετήσεις για να είναι βιώσιμες απαιτούν θεσμούς συμμετοχής και διανομής του οφέλους, αλλιώς οι συγκρούσεις θα επανέρχονται δριμύτερες.
Το δίδαγμα αυτό βρίσκει όλο και περισσότερες εφαρμογές σε πολλά μέρη. Για παράδειγμα, οι μεγάλες χώρες του Τρίτου Κόσμου αποφεύγουν με σχολαστική επιμέλεια να αναμειχθούν σε συγκρούσεις άλλων και προσπαθούν να σβήσουν τις δικές τους εσωτερικές εστίες γιατί έμαθαν ότι μπορούν να ωφεληθούν περισσότερο με την οικονομική ανάπτυξη που είχαν την προηγούμενη δεκαετία παρά με την αλληλοσφαγή. Οι αναδυόμενες οικονομίες συμμετέχουν πλέον δραστήρια στην Ομάδα G20 και προχωρούν στη δημιουργία νέων δικών τους μηχανισμών αναπτυξιακής συνεργασίας. Ακόμη και το Ιράν έχει υποστείλει τη ρητορική του πολέμου και αναζητεί ξένες επενδύσεις.
Ομως το ίδιο δίδαγμα αγνοείται προκλητικά σε μιαν άλλη επικίνδυνη σύγκρουση. Οι ανελέητοι βομβαρδισμοί του Ισραήλ στη Γάζα θέλουν να αφανίσουν κάθε δυνατότητα βιώσιμης αυτονομίας των Παλαιστινίων, πράγμα όμως που δεν θα κάνει τη δική του επιβίωση ασφαλέστερη αλλά πιο επίφοβη. Μόνο η οικοδόμηση ενός παλαιστινιακού κράτους θα έκανε μια ειρηνευτική διαπραγμάτευση αξιόπιστη και θα εξάλειφε την πιο μακροχρόνια σύγκρουση του τελευταίου μισού αιώνα. Επιπλέον αυτό θα προσανατόλιζε και τα ασταθή πειράματα της Αραβικής Ανοιξης σε μια οργανωμένη πολιτική και κοινωνική ανασυγκρότηση, ενώ τώρα κινδυνεύουν να αλωθούν από ακραίους ισλαμιστές. Μια τέτοια εκδοχή θα κλονίσει πολλά γειτονικά κράτη και όλοι μαζί θα στραφούν πιο απειλητικά όχι μόνο εναντίον του Ισραήλ αλλά και σε ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Σε άλλες περιοχές οι εξελίξεις είναι πιο ενθαρρυντικές. Η έκπληξη της δεκαετίας είναι η σημαντική οικονομική βελτίωση που γνωρίζει η Υποσαχάρια Αφρική με συνεχείς ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 5%, πράγμα που δημιουργεί ελπίδες ότι η πιο φτωχή περιοχή του πλανήτη μπορεί να ξεφύγει από την πείνα, τις επιδημίες και τους εμφυλίους. Στην Ασία η γεννητικότητα από πέντε παιδιά ανά οικογένεια το 1970, φέτος έπεσε στα δύο, που είναι χαμηλότερο και από το όριο πληθυσμιακής σταθερότητας. Τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα που θα προκαλούσε ο υπερπληθυσμός μπορούν πλέον να ελεγχθούν και η μαζική εισβολή των απελπισμένων που φοβάται η Δύση να μη γίνει ποτέ.
Τα επόμενα χρόνια ο κόσμος δεν θα είναι ήσυχος, αλλά ούτε και θα κινδυνεύσει να αφανιστεί. Για να μειωθούν οι συγκρούσεις, δεν χρειάζεται να γραφτούν αμέτρητες σελίδες μάταιης δόξας όπως στο Δυτικό Μέτωπο αλλά σελίδες με συμφωνίες και δεσμεύσεις που θα δίνουν περισσότερα δικαιώματα και συμμετοχή σε όσους σήμερα είναι αποκλεισμένοι από τις ευκαιρίες.
Η ευκαιρία της Ελλάδας


Μέσα στον γενικό χαλασμό πάντως, η Ελλάδα εφησυχάζει. Ενώ η χώρα γεωγραφικά βρίσκεται πολύ κοντά σε όλες σχεδόν τις εστίες συγκρούσεων από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή, η δημόσια συζήτηση για διαμόρφωση στρατηγικής είναι ανύπαρκτη και οι όποιες αντιδράσεις καθορίζονται συγκυριακά. Η κυβέρνηση από τη μια μεριά πανηγυρίζει για τις καραβιές από τουρίστες που φτάνουν λόγω της ανάφλεξης στις αραβικές χώρες, από την άλλη οργίζεται που τα ροδάκινα επιστρέφουν λόγω του εμπάργκο της Ρωσίας και εξαντλεί την ενέργειά της στα επιδόματα που θα μοιράσει από το εναπομείναν πρωτογενές πλεόνασμα.
Αλλοι πάλι νομίζουν πως κάθε αναταραχή μπορεί να μας βγει σε καλό, γιατί αλλάζουν τόσο πολύ τα δεδομένα που κάτι μπορεί και εμείς να πετύχουμε μες στην αναμπουμπούλα. Ποιος, για παράδειγμα, θα κάτσει να λογαριάσει τις συνέπειες μιας σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση για το χρέος ή το ευρώ, όταν η περιοχή φλέγεται και αυτή θα έχει άλλα θέματα να επιλύσει; Κατά έναν περίεργο τρόπο, όσο επιδεινώνονται η αβεβαιότητα και η αναταραχή γύρω μας τόσο αυξάνεται το επίπεδο ανεμελιάς. Οι μόνοι που δείχνουν κάπως σκιαγμένοι είναι οι οπαδοί της γεωπολιτικής αυτονομίας που θα ήθελαν να οδηγήσουν τη χώρα σε μια πλατιά συμμαχία αραβικού εθνικισμού και ρωσικής ορθοδοξίας, αλλά τώρα δεν τους βγαίνει με τα ισοπεδωτικά αντίποινα του Πούτιν και τις μαζικές σφαγές χριστιανών από τζιχαντιστές.
Στην πραγματικότητα, οι κρίσεις και οι συγκρούσεις δεν αυξάνουν τις δυνατότητες επιλογών μιας χώρας αλλά τις περιορίζουν και τις κάνουν πιο αδήριτες. Ακόμα και με τις έντονες αδυναμίες που έχει σήμερα το ευρώ στον τομέα της ανάπτυξης και η Ευρωπαϊκή Ενωση στη γεωπολιτική, η παραμονή της Ελλάδας και στα δύο παραμένει μακράν η επωφελέστερη στρατηγική τόσο για την οικονομία όσο και για την ασφάλειά της. Τυχόν έξοδος από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν θα οδηγήσει σε καμιά νέα ευκαιρία περιφερειακής ισχύος, όπως φαντασιώνονται μερικοί, αλλά προς την αστάθεια και την εμπλοκή. Ούτε όμως η ανέμελη αδράνεια και η διαρκής μικροπολιτική αντιπαράθεση είναι ακίνδυνες, γιατί ούτε από τα σκάγια μάς προφυλάσσουν ούτε η συμμετοχή και παρουσία στους νέους συσχετισμούς που διαμορφώνονται θα μας χαριστεί από κανέναν. Ο καταιγισμός βίας και συγκρούσεων στη γειτονιά μας θα μπορούσε να αποτελέσει μια μεγάλη ευκαιρία εθνικής συνεννόησης, τόσο για τη συντεταγμένη έξοδο από την οικονομική και κοινωνική κρίση όσο και για τη στρατηγική επανασύνδεση με τον ευρωπαϊκό χώρο για να αποφύγουμε νέες περιπέτειες.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ