Την άλλη εβδοµάδα λέµε να πάµε θέατρο. Πού να πάµε µετά για ένα ποτό;». Η ερώτηση έπεφτε στο τραπέζι συχνά το τελευταίο διάστηµα. Γι’ αυτό και εµείς, πάντα πρόθυµες να βοηθούµε τους φίλους – αλλά και τους αναγνώστες µας – ξεκινήσαµε για τις θεατρογειτονιές της Αθήνας αποφασισµένες να εντοπίσουµε τη «σωστή» απάντηση. Ιδού τα αποτελέσµατα της έρευνάς µας, κατάλληλα για να κλείσουν τη θεατρική βραδιά σας – ειδικά τώρα που οι γιορτές φθάνουν και το θέατρο έχει την τιµητική του – και όχι µόνο.

Au revoir

Σε walking distance από τα περισσότερα θέατρα της περιοχής Κυψέλης – Πατησίων, το Au revoir (Πατησίων 136), το πιο παλιό µπαρ της Αθήνας, είναι ό,τι πιο θεατρικό µπορεί να σκεφτεί κανείς. Με το που µπήκαµε, αργά ένα βράδυ Παρασκευής, βρεθήκαµε σε ένα τόσο αυθεντικό ελληνικό αστικό ντεκόρ των 50s-60s, ώστε περιµέναµε να εµφανιστούν από στιγµή σε στιγµή ο Λάµπρος Κωνσταντάρας µε τη Μαίρη Αρώνη! Ξύλινη µπάρα µε ανάγλυφo σκυρόδεµα και µπουαζερί στους τοίχους, τραπεζάκια και πολυθρόνες σε ελλειπτικές γραµµές, ψάθινα φωτιστικά και πατάρι µε τα χαρακτηριστικά κάγκελα της εποχής. Αν θέλουµε να µιλήσουµε για ιστορικά µπαρ, αυτό κατέχει επάξια τον τίτλο. Σχεδιάστηκε το 1958 από τον αρχιτέκτονα Αριστοµένη Προβελέγγιο (η Αρχιτεκτονική Σχολή ζητάει να κηρυχθεί διατηρητέο και δικαίως) και έγινε αµέσως στέκι µετρώντας στους θαµώνες του διασηµότητες (ηθοποιούς, λογοτέχνες, καλλιτέχνες) αλλά και τους κατοίκους της γειτονιάς.

Μια τέτοια αίσθηση στεκιού νιώσαµε και εµείς εκείνο το βράδυ, καταλαµβάνοντας τις θέσεις µας στην µπάρα: ενδιαφέρον κοινό όλων των ηλικιών (ξεχωρίσαµε την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, γνωστή ηθοποιό του θεάτρου, αλλά γνωστότερη στο ευρύ κοινό ως κακιά δασκάλα στη σειρά «Το νησί»), µουσική από τα 50s µέχρι τα 80s, η οποία, αν και από ραδιόφωνο, έµοιαζε να είναι παραγγελία για τον χώρο, ζεστή φιλική ατµόσφαιρα χάρη στον κ. Λύσανδρο Παπαθεοδώρου, «πατέρα» του µπαρ, και τον γιο του, Σωτήρη. Το µέρος προδιαθέτει για κλασικές επιλογές: η Τζιν παρήγγειλε ουίσκι µε κόκα-κόλα, η Τόνικ τζιν µε τόνικ, η υπόλοιπη παρέα ουίσκι και βότκα. Τα ποτά µας ετοιµάστηκαν τελετουργικά και ήρθαν σε απολύτως ταιριαστό, παλιοµοδίτικο, αλλά άκρως γενναιόδωρο στυλ, συνοδευόµενα από το αναψυκτικό τους στο µπουκάλι του και µπολ µε τσιπς (ποτά €5,50 – €8, κοκτέιλ €7,50, µπίρες €3,50-€4,50, κρασί €4,50). Τα απολαύσαµε υπό τους ήχους της µουσικής που σου επέτρεπαν να συζητάς άνετα αλλά και να λικνίζεσαι ή ακόµη και να τραγουδάς αναγνωρίζοντας παλιά αγαπηµένα κοµµάτια. Α, και ένα tip: αν σας γοητεύουν τα παραφερνάλια των µπαρ, επισκεφθείτε τις τουαλέτες: ο απέναντι τοίχος είναι καλυµµένος µε ράφια που φιλοξενούν συλλεκτικές παγωνιέρες, µπολ, τασάκια και όλα τα σχετικά από περασµένες δεκαετίες.

Comme il faux


Αν υπήρχε ρεκόρ θεατρικής εγγύτητας, στην Αθήνα θα το κατείχε το Comme il faux. Ακριβώς πλάι στην είσοδο του Θεάτρου Μουσούρη (πλατεία Καρύτση 6), κάνει την έκφραση «δυο βήµατα» να αποκτά σχεδόν κυριολεκτικό νόηµα. Μικρό αλλά εξαιρετικά ζεστό και καλόγουστο, µπορεί εύκολα να µετατραπεί σε στέκι για θεατρόφιλους και µη. Και αυτό διότι κρατά µεγάλους άσους στο µανίκι του: ο πρώτος είναι η γλυκύτατη ιδιοκτήτριά του Μαρία, που ξέρει τη γειτονιά και την αγαπά όσο λίγοι (διατηρούσε επί έτη άλλωστε στον ίδιο ακριβώς χώρο και µε το ίδιο όνοµα κατάστηµα µε φο µπιζού που ήταν πραγµατικά «κοσµήµατα»), ο δεύτερος τα ωραία ποτά του, ο τρίτος η καλή, κυρίως jazzy, µουσική του, η οποία καλύπτει επίσης µια γκάµα από Χατζιδάκι µέχρι σόουλ, και ο τέταρτος τα νοστιµότατα συνοδευτικά του ποτού (από τυρένιες και παξιµαδένιες µπουκίτσες µέχρι νοστιµότατα ντιπ εµπνεύσεως και εκτελέσεως της Μαρίας που σε κάνουν να µην αρκείσαι ποτέ σε ένα πιατάκι).

Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Σε αυτό το ζεστό από κάθε άποψη κλίµα (εντός, διότι έξω είχε αρχίσει να κάνει κρύο, γεγονός που δεν µας επέτρεψε να καθήσουµε στα τραπεζάκια της πλατείας) βρεθήκαµε µε την παρέα µας ένα βράδυ Παρασκευής. Ο πάγκος γέµισε διαφόρων ειδών ποτά: από κρασί (λευκό και κόκκινο στα €4), ουίσκι (τα απλά στα €6 και τα σπέσιαλ στα €8,50), µπίρες (€4-€6) αλλά και καλοεκτελεσµένα Bloody Mary (κοκτέιλ €8). Ολοι χαρήκαµε µε το ότι µπορούσαµε να τα πούµε χωρίς να ωρυόµαστε για να ακούσουµε ο ένας τον άλλον.

Batman


Στη «θεατρική» περιοχή του Νέου Κόσµου αποφασίσαµε να δούµε επιτέλους ιδίοις όµµασιν το Batman (Βρεσθένης 40), ένα µπαρ που µας είχε συστηθεί ως «στέκι καλλιτεχνών, ηθοποιών και µουσικών, το Νο 1 after της Αθήνας αλλά και το πιο καλτ». Ιδιοκτήτης του, αυτοπροσώπως ο Μπάτµαν, παλιός ραδιοερασιτέχνης, ο οποίος φυσικά πρωταγωνιστεί και στον ρόλο του dj παίζοντας, όπως µας είχαν πληροφορήσει, µουσική µε άποψη: από παλιά λαϊκά µέχρι Χατζιδάκι και Ξαρχάκο, αλλά ενίοτε και ξένη ροκ και τζαζ.

Το «µπατµοµπάρ» δεν έχει φουτουριστικό αέρα Γκόθαµ Σίτι. Αντιθέτως, έχει τη γοητεία του παλιού – θα µπορούσε να σταθεί επάξια ως παραδοσιακό ποτάδικο σε οποιαδήποτε πόλη του κόσµου, µε τη µακρόστενη ξύλινη µπάρα του, τα γεµάτα µπουκάλια ράφια πίσω της και τα κρεµασµένα ανάποδα ποτήρια από πάνω της. Φυσικά πήγαµε αργά – after γαρ – ένα βράδυ Παρασκευής, περίπου την ώρα που τελειώνουν τα θέατρα, και το βρήκαµε ασφυκτικά γεµάτο. Για καλή µας τύχη, σύντοµα άδειασε µια γωνιά στην µπάρα, στην οποία και εγκατασταθήκαµε, ανάµεσα στο πολυσυλλεκτικό, ως είθισται να λέγεται, κοινό. Παρ’ ότι οι παραγγελίες έπεφταν βροχή, τα ποτά µας ήρθαν γρήγορα – και εδώ οι επιλογές µας ήταν κλασικές, ουίσκι µε κόκα-κόλα, τζιν µε τόνικ, ουίσκι, βότκα (τα ποτά µας στοίχισαν €7 το ένα, αλλά στάθηκε αδύνατον να δούµε τον τοιχοκολληµένο πλάι στο µπαρ κατάλογο ώστε να σας ενηµερώσουµε για τα υπόλοιπα). Αν και την ώρα που φθάσαµε ο Μπάτµαν κινούνταν προς το πιο έντεχνο και πιο πρόσφατο ελληνικό ρεπερτόριο (µε µια σφήνα Μποµπ Ντίλαν), γρήγορα πέρασε στα παλιά λαϊκά (από Κόκοτα, Νταλάρα και Μητσιά µέχρι Στράτο Διονυσίου και Καζαντζίδη) θυµίζοντάς µας ιστορικές επιτυχίες που είχαµε χρόνια να ακούσουµε.

Συµπέρασµα

Θα ξαναπάµε στο Au revoir και στο Comme il faux χωρίς δεύτερη σκέψη. Το Batman, όµως, δίχασε τις υπογράφουσες λόγω σάουντρακ. Η Τζιν, η οποία είναι λάτρις της καλής σύγχρονης ελληνικής και ξένης µουσικής αλλά βαριέται τα παλιά λαϊκά, θα προτιµούσε να απέχει από µια επόµενη επίσκεψη. Η Τόνικ, η οποία ακούει σχεδόν αποκλειστικά ξένη µουσική, από ροκ και σόουλ µέχρι τζαζ και κλασική, οπωσδήποτε δεν θα έκανε το συγκεκριµένο µπαρ στέκι της, θα ξαναπήγαινε όµως χωρίς αντίρρηση αν το πρότεινε η παρέα.