Είναι παράξενο που στα 50 χρόνια από το θάνατό του ο JFK ζει – και μάλιστα με διττή υπόσταση: από τη μια πλευρά ως γοητεία ενός άλυτου μυστηρίου, από την άλλη ως υποδειγματική κατασκευή των μύθων της ποπ κουλτούρας. Η πρώτη όψη αναδεικνύει τη δολοφονία του ως το τέλειο αστυνομικό μυθιστόρημα: εξελίσσεται live εδώ και μισό αιώνα, το βασικό σενάριο διακλαδώνεται σε παρακλάδια και αδιέξοδα, οι ποικίλοι ερευνητές προσφέρουν κομματάκια και θρύψαλλα, το αδηφάγο κοινό τα καταναλώνει υπό μορφήν βιβλίων και ταινιών σε μια διαδικασία αέναης αναπαραγωγής. Κάποιοι ευφυείς Ζούκερμπεργκ θα σπαζοκεφαλιάζουν σίγουρα αυτή τη στιγμή για το πώς θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνηση ένα παρόμοιο παιγνίδι.  Ιδού, στο δυστοπικό μέλλον που ο Φίλιπ Κ. Ντικ περιγράφει στο Solar Lottery (Gollancz, 2003) η επικρατούσα μορφή κοινωνικού ελέγχου στηρίζεται στην ψυχαγωγία τέτοιου είδους – ο παγκόσμιος ηγέτης και ο εν δυνάμει δολοφόνος του επιλέγονται τυχαία, ο μεταξύ τους αγώνας για επιβίωση σαγηνεύει τα πλήθη σε ζωντανή μετάδοση.  

Ως προς τους μύθους, την αυγή και το λυκόφως τους, ένας συνδυασμός πολιτικής προπαγάνδας, υψηλής δημοτικότητας, των αναγκών του Ψυχρού Πολέμου αλλά και της σταδιακής μεταφοράς της εξουσίας από τα χέρια των γηραιών του Μεσοπολέμου (βλ. Αϊζενχάουερ) σε εκείνα των νέων της Greatest Generation έστησε το κατάλληλο βάθρο για να τοποθετηθεί ένα άγαλμα. Αν ο Τζον Κένεντι εκθρονιζόταν το 1964 ή κέρδιζε τις εκλογές και υπονομευόταν από μια υποτονική δεύτερη θητεία, το μνημείο που θα του αποδιδόταν θα ήταν αντάξιο ενός Κάλβιν Κούλιτζ ή ενός Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ – κάτι τέλος πάντων αόρατο από απόσταση. Το ότι στη βάση τελικά στήθηκε ένας κολοσσός, τον οποίο δεν ανέτρεψαν ούτε τα (πλήθος) άπλυτα των απιστιών ούτε η (έντονη) οσμή της καμαρίλας των εσωτερικών του μηχανισμών, ήταν καθαρά προϊόν της στιγμής.

Γιατί ο Κένεντι οφείλει την ουσία της αναγνωρισιμότητάς του σε μια εντελώς ιδιαίτερη ιδιότητα, αυτή της οριακής προσωπικότητας. Αποτελεί μια φιγούρα στο μεταίχμιο δύο εποχών – της εποχής που η κοινή γνώμη διακατεχόταν από θετική προδιάθεση για τους επαγγελματίες της πολιτικής ως ασκούντες πολιτειακό λειτούργημα και της εποχής που τους βλέπει πρωτίστως αρνητικά ως προστάτες συμφερόντων και φτηνούς πολιτικάντηδες. Αυτό αντανακλάται στην ιστορική κατάταξη των αμερικανών προέδρων: πέντε από τους εννέα άμεσους προκατόχους του Κένεντι εντάσσονται στη δεκάδα των ικανότερων από καταβολής Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ από τους εννέα διαδόχους του μόλις ένας διασώζεται (ο Ρόναλντ Ρέιγκαν) και η δική του αξία διαρκώς υποχωρεί στη συγκυρία της κρίσης. Ο κυνισμός του Λύντον Τζόνσον, το Βιετνάμ, η καταστολή του φοιτητικού κινήματος, ο αμοραλισμός του Ρίτσαρντ Νίξον, το Γουότεργκειτ όχι μόνο καταρράκωσαν το γόητρο των ΗΠΑ μεταξύ των συμμάχων τους, έδωσαν το έναυσμα για μια συνολική αμφισβήτηση της πολιτικής διαδικασίας στη Δύση. Τα ψυχολογικά και διανοητικά θεμέλια του «ελέυθερου κόσμου» άρχισαν να τρίζουν όταν ο μονάρχης του Κάμελοτ είχε πια αναχωρήσει και η τελευταία τους ανάμνηση ήταν το φωτοστέφανό του.

Με όρους ανθρωπολογικούς, θα μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι ο JFK συνιστά ένα πρόσωπο που υπόκειται στην αρχή της μεθοριακότητας: η στιγμή της δολοφονίας του αποτελεί το κατώφλι μεταξύ της πρότερης κατάστασης και εκείνης που δημιουργεί η τελετουργία των επαναλαμβανόμενων επετείων της. Για τέτοιες περιπτώσεις απομένει μόνο η αναμονή της ετυμηγορίας της Ιστορίας και η προτροπή του Τζέιμς Έλροϊ στο αποδομητικό Αμερικανικό Ταμπλόιντ (Άγρα, 2005): να αποκαθηλώσουμε το εικόνισμα, να το δούμε από μια λοξή σκοπιά, ίσως όχι απαραίτητα από την πλευρά «διεφθαρμένων μπάτσων, εκβιαστών ολκής, τυχοδιωκτών και ειδικών στις τηλεφωνικές υποκλοπές», της εκδοχής δηλαδή του αντι-μύθου ενός μηδαμινού ηγέτη αλλά ψυχαναγκαστικού γυναικά, οπωσδήποτε όμως από τη σκοπιά ενός κόσμου η πραγματικότητα του οποίου ελάχιστα έχει να καρπωθεί από την πολιτική κληρονομιά του Κένεντι.