«Ε ίναι η αίσθηση του μέτρου που μας ενοχλεί» γράφει ο Τζέιμς Γουόλκοτ στο τεύχος Νοεμβρίου του «Vanity Fair», «αυτή η σαιξπηρική κλίμακα της πτώσης των βασιλέων». Οι βασιλείς πράγματι είθισται να πέφτουν με επαναστάσεις, οι πολιτικοί με πραξικοπήματα – κοσμοϊστορικά γεγονότα, με larger than life αυτουργούς, εν πάση περιπτώσει. Να ποιο στοιχείο απουσιάζει από το σενάριο της 22ας Νοεμβρίου 1963: ο Τζον Κένεντι, 35ος πρόεδρος των ΗΠΑ, δολοφονείται εν μέση οδώ, σε ζωντανή μετάδοση από το Ντάλας του Τέξας, και ο δολοφόνος του αποδεικνύεται ένας ασήμαντος τύπος, που επιπλέον θα εκτελεστεί με τη σειρά του δύο μέρες μετά, από έναν ιδιοκτήτη στριπτιζάδικου. Ο,τι ξεκίνησε ως τραγωδία επιπέδου Αισχύλου πέρασε απότομα στην επικράτεια του Αριστοφάνη. Και παρά την αίσθηση αυτή του απολεσθέντος μέτρου, των λιλιπούτειων πλασμάτων που διέκοψαν την πορεία ενός πολιτικού τιτάνα, οι ψηφίδες της πραγματικότητας ποτέ δεν φάνηκαν να ταιριάζουν ακριβώς, αφήνοντας το παζλ ανολοκλήρωτο και τον θάνατο ενός ειδώλου να λειτουργεί επί 50 χρόνια ως μύθος, τραύμα, συνωμοσία.
Ο μύθος
Ποιος ήταν ο Τζον Κένεντι; Με την απόσταση μισού αιώνα, έχετε να επιλέξετε ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πορτρέτα, τα οποία δεν έχουν φιλοτεχνηθεί από τυχαίους. Για τον Νόρμαν Μέιλερ, αρχετυπικό λογοτέχνη, πότη και προοδευτικό διανοούμενο, ο Κένεντι ήταν «ο Σούπερμαν στο σουπερμάρκετ», όπως έγραφε στο «Esquire» τον Νοέμβριο του 1960, ένας υπεράνθρωπος με υπερφυσικές ιδιότητες που μπορούσε να απευθύνεται με την ίδια πειθώ και περισσή ειλικρίνεια σε πλείστα όσα διαφορετικά ακροατήρια. Για τον Τζέιμς Ελροϊ, επαγγελματία κυνικό μυθιστοριογράφο, ποιητικό υμνωδό των κατακαθιών της κοινωνίας και εκ πεποιθήσεως συντηρητικό, ο JFK ήταν «ο Μπιλ Κλίντον χωρίς τη διεστραμμένη εξονυχιστική έρευνα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και μερικά παχάκια», όπως τον χαρακτήριζε στον πρόλογο του «Αμερικανικού ταμπλόιντ» το 1995 ένας αδίστακτος, κυνικός πολιτικάντης του οποίου τα πιστεύω συνοψίζονταν στο τρίπτυχο «Ωραίος, επιτυχημένος, γαμιάς».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αλήθεια μεταξύ της άμεσης νοσταλγίας του Μέιλερ και της όψιμης κυνικότητας του Ελροϊ δεν βρίσκεται στη μέση. Μεταξύ άκρατου θαυμασμού και απόλυτης απόρριψης, αγιογραφίας και αναθεωρητισμού γωνία, συναντά κανείς τον περίγυρο της εποχής. Ο Κένεντι ήρθε στο πολιτικό σκηνικό ως ο εκπρόσωπος της «Greatest Generation», εκείνων που βάδισαν στα πεδία των μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μασώντας τσίχλα, είδαν την εμπειρία τους ως μικρού ή μεγάλου μήκους ταινία φρίκης και έλαβαν ως αντίτιμο από την κοινή γνώμη το φωτοστέφανο του ήρωα. Η λάμψη του ισοδυναμούσε με χιλιάδες βατ, αρκετά για να ρίξουν στη σκιά τα μοντέλα της προηγούμενης χρονιάς, ακόμη κι αν αυτά αντιστοιχούσαν σε εμπειρότατους πολιτικούς όπως ο Ρίτσαρντ Νίξον, αντίπαλος του JFK στις προεδρικές εκλογές του 1960. Σχεδόν συνομήλικός του, μόλις τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, ο επί οκταετία αντιπρόεδρος έμοιαζε ψεύτικος, απόμακρος, έτη φωτός μακριά από τον μέσο πολίτη. Κι αυτό επειδή το ύφος, η γλώσσα, το ενδυματολογικό στυλ, ο αντρισμός του Κένεντι φαίνονταν κομμένα και ραμμένα ως πλήρης αντίθεση σε 24 χρόνια ασθένειας, αφάνειας και γεροντοκρατίας. Ναι, ο Φράνκλιν Ρούζβελτ ήταν σχεδόν πατέρας του έθνους, ανάπηρος όμως και εμφανώς καταβεβλημένος προτού πεθάνει στις αρχές της τέταρτης θητείας του, το 1945. Ο διάδοχός του, Χάρι Τρούμαν, ήταν ένας χαμηλών τόνων λογιστής, ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ένας γηραιός στρατηγός που εξαργύρωσε πολιτικά τις στρατιωτικές νίκες άλλων. Σε ένα τέτοιο κάδρο πρέπει να τοποθετήσει κανείς έναν 43χρονο, πρωτίστως φωτογενή, δευτερευόντως έξυπνο και ετοιμόλογο πολιτικό, εκ φύσεως έγχρωμο σε μια ασπρόμαυρη εποχή. Ο Τζον Κένεντι απλώς ενσάρκωνε την αλλαγή του παραδείγματος, τη ρήξη με τις δεκαετίες των περιορισμένων προσδοκιών, την επέλαση της ποπ εκδοχής του.

Το τραύμα

Μια τέτοια φιγούρα, ενδεδυμένη με τον μανδύα της εικόνας και της ομοίωσης μιας ολόκληρης κοινωνίας, δεν υποχωρεί εύκολα. Το τέλος της δεκαετίας του ’60 στα πεδία των μαχών του Βιετνάμ, στις σφοδρές αντιπολεμικές συγκρούσεις φοιτητών και αστυνομίας, στις εξεγέρσεις των αφροαμερικανών των αστικών γκέτο, στην αντίδραση της κατά Ρίτσαρντ Νίξον «σιωπηρής πλειοψηφίας» στη σεξουαλική απελευθέρωση των νέων, επέφερε ως αναπόφευκτο ερώτημα τον υποθετικό λόγο του απραγματοποίητου: αν δεν είχε δολοφονηθεί, πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα; Η ανάγκη για κάποια, για οποιαδήποτε, εναλλακτική ιστορία είναι προφανής στους αναμενόμενους για την πεντηκονταετηρίδα τίτλους: ο Τζέιμς Γουόλκοτ σταματά την καταμέτρηση της πλημμυρίδας στις 17 εκδόσεις. Αλλες από αυτές υπόσχονται αναδρομές, άλλες αναψηλαφήσεις, μία, τουλάχιστον, σοβαρές αποκαλύψεις. Δύσκολα, ωστόσο, θα έχουν θεραπευτικό αποτέλεσμα. Οι προγραμματιζόμενες τηλεοπτικές εκπομπές, τα ειδικά αφιερώματα του περιοδικού Τύπου, το διαδικτυακό buzz υπενθυμίζουν ότι συλλογικά τραύματα όπως οι μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για την Ευρώπη, η Μικρασιατική Καταστροφή για την Ελλάδα, η 11η Σεπτεμβρίου για την Αμερική σπάνια επουλώνονται, διότι αποτελούν το βίωμα όπου οι κοινές σταθερές όλων συντρίβονται και επικρατεί η αίσθηση του μη πραγματικού.
Η συνωμοσία

«Κάθε φορά που επισκέπτεται κανείς τη δολοφονία του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι ελπίζει η ιστορία να εξελιχθεί διαφορετικά – το αυτοκίνητο ελίσσεται, οι σφαίρες αστοχούν και η υπέροχη πορεία συνεχίζεται», έγραφε ο Γκορ Βιντάλ το 1967, εκφράζοντας ακριβώς αυτή την αντίληψη. Το χάος των στιγμών στην Ντίλεϊ Πλάζα, άλλωστε, ελάχιστα έχει ξεκαθαρίσει με τα εκατομμύρια σελίδες θεωριών και δεδομένων που τυπώθηκαν έκτοτε.
Το να περιμένει κανείς να συμφωνήσουν κάποτε οι ποικίλοι ερευνητές των συνθηκών της δολοφονίας του 35ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών θα ήταν εξίσου ανεδαφικό με το να είχαν συμφιλιωθεί μεσαιωνικοί θεολόγοι στις διχογνωμίες τους περί φύσεως του Χριστού. Τα στοιχεία ήταν εξαρχής αντικρουόμενα, οι πρωταγωνιστές έμοιαζαν ατυπικοί, άνθρωποι που δεν ταίριαζαν στον ρόλο που φαινόταν να τους έχει στριμώξει η Ιστορία, οι ερμηνείες ήταν πάντοτε ατελείς. Γι’ αυτό, άλλωστε, και το πεδίο διατηρείται ανοιχτό ως σήμερα. Ο έγκριτος δημοσιογράφος Τζέιμς Ρέστον κατακεραυνώνει τους συνωμοσιολόγους στο άρτι εκδοθέν «The Accidental Victim» (εκδ. Zola Books), υποστηρίζει όμως ότι και η επίσημη εκδοχή πάσχει: ο JFK σκοτώθηκε κατά λάθος, πραγματικός στόχος του «μοναχικού δολοφόνου» Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ ήταν ο υπερσυντηρητικός συνεπιβάτης του, Τζέιμς Κόναλι, κυβερνήτης του Τέξας. Για τον Φίλιπ Σένον των «New York Times» το πρόβλημα βρίσκεται στην επιτροπή Γουόρεν που συγκροτήθηκε προκειμένου να διερευνήσει τα αίτια της δολοφονίας: τα μέλη της επηρεάστηκαν από ισχυρούς παράγοντες ώστε να δεχθούν την άποψη περί μοναχικού δολοφόνου, είναι το επιχείρημα του βιβλίου του «A Cruel and Shocking Act» (εκδ. Little, Brown), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 5 Νοεμβρίου. Η ενοχή μόνο του Οσβαλντ είναι «άλλη μία μεταξύ πολλών αβάσιμων θεωριών», γράφει στο Salon.com ο Τζέφερσον Μόρλεϊ, σπεύδοντας στη συνέχεια να διαχωρίσει τη θέση του από τον όχλο των χυδαίων συνωμοσιολόγων: εκείνο που έχει σημασία, και στο οποίο εφιστά την προσοχή του αναγνώστη, είναι ότι, 50 χρόνια μετά το γεγονός, κρίσιμα αρχεία, όπως της CIA, με χιλιάδες σελίδες υλικού σχετιζόμενου με την υπόθεση, παραμένουν επτασφράγιστα και το περιεχόμενό τους απόρρητο.
Το γεγονός ότι το 82% του αμερικανικού κοινού δηλώνει σήμερα πως πιστεύει στην εκδοχή της συνωμοσίας για τη δολοφονία του Κένεντι δεν σημαίνει κάτι από μόνο του. Πρόκειται για το ίδιο κοινό που το 2009 σε δημοσκόπηση της εταιρείας Gallup ενέκρινε κατά 39% τη θεωρία του Δαρβίνου και την απέρριπτε κατά 25% (το 36% προτιμούσε να μην έχει άποψη). Αν κάτι υποδηλώνει ότι η περίπτωση Κένεντι δεν έχει διαλευκανθεί στις λεπτομέρειές της, αυτό δεν είναι οι τυχαίες γνώμες, αλλά τα ελλιπή δεδομένα. Χωρίς τις μαρτυρίες των κλειστών αρχείων, η εικόνα θα συνεχίζει να εμφανίζει τις σκιές της αμφιβολίας. Και το 7% των Αμερικανών θα συνεχίσει να νομίζει, όπως στην πρόσφατη δημοσκόπηση της εκπομπής «60 Minutes», ότι ο Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ ήταν ο άνθρωπος που δολοφόνησε τον Αβραάμ Λίνκολν.

*Δημοσιεύθηκε στο BHMAmen στο τεύχος Νοεμβρίου 2013