Στα τέλη Ιουνίου του 2012 στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ελήφθησαν σημαντικές αποφάσεις που μας γέμισαν ελπίδα και αισιοδοξία, τόσο για το μέλλον της Ευρώπης όσο και για το ελληνικό ζήτημα.

Υπό την πίεση της Γαλλίας της Ισπανίας και της Ιταλίας, αποφασίσθηκε η ασκούμενη πολιτική λιτότητας, που εκφράζεται μέσα από το Σύμφωνο Σταθερότητας, να συμπληρωθεί και με ένα Σύμφωνο Ανάπτυξης. Στόχος, η υποβοήθηση της ανάπτυξης, των επενδύσεων και της απασχόλησης, κυρίως στις χώρες του Νότου που το είχαν ανάγκη.

Σχεδόν ενάμισι χρόνο μετά επικρατεί πλήρης απογοήτευση. Οι αρχηγοί των κρατών είχαν αποφασίσει να διατεθούν 120 δις Ευρώ μέσα από τρεις ενέργειες. Να χρησιμοποιηθεί η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), δεύτερον να εκδοθούν ομόλογα έργων (Projectbonds) για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής και τρίτον να αξιοποιηθούν αδιάθετα κονδύλια από τα διαρθρωτικά ταμεία.

Το βασικό εργαλείο που θα μας οδηγούσε σε άμεσα αποτελέσματα ήταν η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΤΕπ κατά 10 δις, τα οποία θα έδιναν τη δυνατότητα να μοχλευθούν σε δάνεια ύψους 60 δις Ευρώ. Ότι το σχέδιο ήταν πολύ φιλόδοξο φάνηκε από την αρχή, τουλάχιστον σε όσους γνωρίζουν οικονομικά. Είναι γνωστό ότι η ΕΤΕπ δανειοδοτεί αποκλειστικά αξιόχρεες επιχειρήσεις.

Έτσι, επιχειρήσεις του Νότου θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια της ΕΤΕπ στην περίπτωση μόνο που ήταν βιώσιμες αλλά δεν έβρισκαν χρηματοδότη λόγω των προβλημάτων των τραπεζών της χώρας. Αυτό όμως θα απαιτούσε την παράκαμψη των εγχώριων τραπεζών, κάτι που δεν έγινε.

Δυστυχώς, το πρόβλημα στις χώρες του Νότου είναι, ότι αφενός οι επιχειρήσεις δεν αντιμετωπίζονται ως βιώσιμες, ενώ από την άλλη και οι ίδιες δεν έχουν διάθεση να αυξήσουν την παραγωγική τους βάση, αφού ούτως ή άλλως υπολειτουργούν λόγω μειωμένης ζήτησης. Αποτέλεσμα; Τα δάνεια της ΕΤΕπ υπήρξαν από περιορισμένα έως ανύπαρκτα.

Τα Projectbonds τώρα, ύψους 4,5 δις Ευρώ, σχεδιάστηκαν για να προσφέρουν πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές σε εταιρείες που συμπράττουν με το δημόσιο για την κατασκευή έργων υποδομής. Δυστυχώς, με τα κεφάλαια αυτά αντί να χρηματοδοτηθούν έργα στις χώρες του Νότου, να τονώσουν τη ζήτηση και την απασχόληση, χρησιμοποιήθηκαν για να στηθούν πιλοτικά προγράμματα των Βορείων χωρών, όπως της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Μεγ. Βρετανίας. (Der Spiegel, 17/5/2013).

Η αξιοποίηση εξάλλου των 55 δις αδιάθετων κεφαλαίων των διαρθρωτικών ταμείων, αποδείχθηκε ότι ήταν μια μακροοικονομική φούσκα. Στην ουσία έγινε ένας συμψηφισμός των προς διάθεση κεφαλαίων από την ΕΕ στους εθνικούς προϋπολογισμούς σε όλες τις χώρες που εφαρμόζουν προγράμματα σταθεροποίησης της οικονομίας. Το αποτέλεσμα συνεπώς ήταν μηδενικό.

Η αποτυχία του Συμφώνου Ανάπτυξης δείχνει, ότι οι εμπνευστές του και κυρίως η Γερμανία δεν πίστεψαν ποτέ σ’αυτό. Αντίθετα η δημιουργία συνθηκών μείωσης της ζήτησης ήταν στις άμεσες προτεραιότητές τους. Με την εμμονή στις δραστικές μειώσεις των δαπανών και τις αυξήσεις στους φόρους, κατάφεραν να βυθίσουν τις χώρες του Νότου στην ύφεση και να φθάσουν την ανεργία στα ύψη.

Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς