Διάβασα πρόσφατα το ενδιαφέρον και επίκαιρο βιβλίο του γερμανού συγγραφέα και οικονομολόγου Dirk Muller «Σύγκρουση» (Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 2013) και σταχυολόγησα κάποια καίρια σημεία του, τα οποία θα σκιαγραφήσω και θα σχολιάσω επιγραμματικά, επειδή πιστεύω ότι μας αφορούν άμεσα, διευρύνουν τις γνώσεις μας πάνω στα ευρωπαϊκά και παγκόσμια τεκταινόμενα και αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για μας και την κρίση που εξακολουθεί να μας μαστίζει.

Στο Κεφάλαιο για το ελληνικό φυσικό αέριο και τις συνέπειές του, ο συγγραφέας μεταξύ άλλων επισημαίνει τα εξής:

Τα κοιτάσματα φυσικού αερίου νότια της Κρήτης, στο Ιόνιο, καθώς και νότια της Κύπρου – μέχρι το Ισραήλ και το Λίβανο – συνιστούν ένα δεύτερο «Περσικό Κόλπο». Οι σχεδόν ταυτόχρονες ταραχές στη Βόρειο Αφρική, τη Μέση Ανατολή, από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία, εφόσον δεν αφορούν μια τρομερή σύμπτωση, θα πρέπει να σχετίζονται με τους υδρογονάνθρακες αυτούς.

Πλήθος εταιρειών ζήτησε άδεια διενέργειας ερευνών στις περιοχές αυτές, από τις ΗΠΑ, Καναδά, Μεγάλη Βρετανία και Ελλάδα. Ο συγγραφέας εν προκειμένω προτείνει στους Ευρωπαίους εταίρους να αξιοποιήσουν τα ελληνικά κοιτάσματα με τους κολοσσούς τους (BASF-Wintershall, Eni, OMV, Total, Ελληνικά Πετρέλαια, κ.λπ.) για την προσεχή ενεργειακή αυτάρκεια της Ευρώπης, με δίκαιες συμφωνίες μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου, Ευρωπαϊκών εταιρειών εκμετάλλευσης και Ευρωπαίων πιστωτών.

Με το φτηνό αέριο της Ανατολικής Μεσογείου μπορούν να καλυφθούν μέσα σε λίγα χρόνια οι ενεργειακές ανάγκες βιομηχανιών και πολιτών (κατά τα πρότυπα της Νορβηγίας), παράλληλα με τη σχεδίαση εναλλακτικών μορφών ενέργειας, στις οποίες θα επανέλθει.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας εξετάζει το πρόβλημα της νομισματικής ένωσης, που πραγματοποιήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η πολιτική τοιαύτη. Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη χώρα μας, η οποία -με τη δραχμή και τις υποτιμήσεις- διατηρούσε τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της κατά τις δεκαετίες του 80 και 90, πράγμα που αδυνατεί να πράξει τώρα με το ισχυρό ευρώ που δεν μπορεί να υποτιμήσει.

Επισημαίνει ότι, έτσι, η οικονομία μας στραγγαλίζεται, με χαμηλά επιτόκια που δεν αξιοποιήθηκαν σε επενδύσεις, αλλά σε ρουσφέτια και αλόγιστες παροχές και υπερκατανάλωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έπρεπε να είχε επέμβει έγκαιρα, ώστε να μην οδηγηθούμε στην τραγωδία της ασφυκτικής λιτότητας, της εκρηκτικής ανεργίας και της εξαθλίωσης του πληθυσμού.

Ο Muller δεν μασάει τα λόγια του, προτείνοντας στη συνέχεια επί λέξει: «Γιατί δεν πετάμε έξω το Δ.Ν.Τ., γιατί δεν παίρνουμε ένα μέρος των ‘τραπεζικών κεφαλαίων’ για την Ελλάδα και δεν συνάπτουμε, σε συνεργασία με τις Ευρωπαϊκές Επιχειρήσεις, μια δίκαιη συμφωνία για την Ελλάδα για την αξιοποίηση του Ελληνικού ορυκτού πλούτου, με σκοπό τη διασφάλιση της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης, την προώθηση της Ελληνικής βιομηχανίας και πρωτίστως τη δημιουργία ενός καλύτερου αύριο για τους Έλληνες πολίτες, σταθεροποιώντας παράλληλα τις μελλοντικές Ευρωπαϊκές προοπτικές;»

Ο συγγραφέας αναφέρεται τώρα στο προηγούμενο της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης (Γαλλία, Βέλγιο, Ιταλία, Ελβετία – 1865), όπου προσχώρησε 3 χρόνια μετά και η Ελλάς, από την οποία όμως 40 χρόνια αργότερα αποβλήθηκε για μια διετία(1908-1910), λόγω εισαγόμενου πληθωρισμού και χρεών. Παρατηρεί εύστοχα ότι και τότε όπως και τώρα δεν υπήρχε πολιτική ένωση και τα κράτη αυτά χρησιμοποιούσαν το δικό τους νόμισμα, υπό μορφήν ακάλυπτων τραπεζογραμματίων, υπερβαίνοντας την κάλυψη των χαρτονομισμάτων σε χρυσό, μέχρις ότου η Ένωση έληξε άδοξα, ουσιαστικά το 1914 και τυπικά το 1926.

Με τα σημερινά δεδομένα, 150 χρόνια μετά, ο Muller προτείνει, κάθε χώρα παράλληλα με το ευρώ να εκδίδει και το δικό της νόμισμα (μάρκο, λιρέτα, δραχμή..). Το ευρώ να είναι σε ισχύ με χωριστή συναλλαγματική ισοτιμία έναντι των εθνικών νομισμάτων. Η Ελλάδα, με μια υποτιμημένη δραχμή, θα παρουσίαζε ραγδαία ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη
και ανάκαμψη και θα εξασφαλιζόταν καλύτερο μέλλον για το κράτος, καθώς και τους εργαζόμενους και συνταξιούχους που δεν είχαν σημαντικά χρέη.

Φυσικά, οι εύποροι κάτοχοι EURO θα διέθεταν σημαντική αγοραστική δύναμη. Ωστόσο, ασκώντας αυτοκριτική, ο συγγραφέας, όπως και πολλοί από μας, προβλέπει ότι οι ακριβείς χρηματοοικονομικές επιπτώσεις τους εγχειρήματος, είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, αφού άλλοτε θα ωφελούσαν μια μερίδα πολιτών και άλλοτε θα έβλαπταν κάποια άλλη.

Θα προσέθετα, με τη σειρά μου, ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει με το πολιτικό γίγνεσθαι από καταβολής κόσμου!

Και στο σημείο αυτό ο συγγραφέας παραθέτει την κεντροαριστερή εκδοχή, την οποία άλλωστε προτιμά. Κατ’ αυτήν, η Ευρώπη, από γραφειοκρατικό τέρας, πρέπει να μετεξελιχθεί, με ευθύνη των λαών της, σε δημοκρατικό οικοδόμημα, όπου θα πρυτανεύουν οι ουμανιστικές μας αξίες, το αίσθημα δικαίου και αλληλεγγύης, η εγγύηση της αξιοπρέπειας και ελευθερίας, με σεβασμό στη διαφορετικότητα νοοτροπίας και συμπεριφοράς κοινωνιών και λαών. Η βιοποικιλότητα, όπως λέει, πλεονεκτεί έναντι των μονοκαλλιεργειών.

Οι πολυσχιδείς οικονομίες είναι πιο εύρωστες, υγιείς και ανθεκτικές. Με αυτό το σκεπτικό, οι βόρειοι λαοί ας σεβαστούν τη φιλοσοφία και τον τρόπο απόλαυσης της ζωής των μεσογειακών λαών, ενώ οι τελευταίοι, με τη σειρά τους, ας πάρουν κάτι από την περιβόητη γερμανική τελειομανία, εργατικότητα και πειθαρχία, βρίσκοντας κίνητρα για να βελτιωθούν τα πράγματα! Επισημαίνει ότι ο ασθενέστερος πρέπει να καλύπτει τις βασικές του ανάγκες και να ζει αξιοπρεπώς, γεγονός που συνιστά τη λυδία λίθο της ειρηνικής κοινωνίας μας. Άλλωστε και ο πλούσιος ζει καλύτερα και ασφαλέστερα όταν ο φτωχός δεν μάχεται απελπισμένα για την επιβίωσή του. Συμπερασματικά προτείνει την κοινωνική οικονομία της αγοράς – έναν ισόρροπο συγκερασμό μεταξύ άκρατου καπιταλισμού και σοσιαλισμού.

Διερωτώμαι εάν είναι τυχαίο ότι μετά τις πρόσφατες Γερμανικές εκλογές, το S.P.D., για να συμμετάσχει στο μεγάλο συνασπισμό με το κόμμα της καγκελαρίου, ζήτησε τον τερματισμό της πολιτικής λιτότητας στον Ευρωπαϊκό Νότο και την άμεση θέσπιση αναπτυξιακών κινήτρων. Μπορεί, άραγε, η Γερμανική Αξιωματική Αντιπολίτευση να πετύχει -με τη συμμετοχή της στο κυβερνητικό σχήμα- ό,τι ο Φρανσουά Ολάντ δεν κατάφερε εδώ και ενάμιση χρόνο, αφού, παρά τις αγαθές προθέσεις του, η Γαλλία είναι ο ασθενής εταίρος έναντι της Γερμανίας;

Στη συνέχεια το βιβλίο αναφέρεται στην ανισοκατανομή πλούτου των Δυτικών χωρών: Στη Γερμανία, το 50% του λαού κατέχει μόνον το 1% του χρήματος, τη στιγμή που το πλουσιότερο 10% κατέχει τα 2/3 του χρήματος!! Εξάλλου, στις ΗΠΑ, όπου το συνολικό χρέος (δημόσιο + ιδιωτικό + βιομηχανιών + τραπεζών) είναι 400% του ΑΕΠ, 46 εκατομμύρια Αμερικανοί (το 15% του πληθυσμού) συντηρούνται με συσσίτια!! Στο στρεβλό αυτό σύστημα της Παγκοσμιοποίησης, με το στασιμοπληθωρισμό, την ασύδοτη κερδοσκοπία και τη μοιραία εξαθλίωση των λαών, τα έθνη με τα υψηλότερα επίπεδα χρέους (Ιαπωνία, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία) αποσπούν, σε μόνιμη βάση, τις καλύτερες διαβαθμίσεις από τους γνωστούς και μη εξαιρετέους Διεθνείς Οίκους Πιστοληπτικής Αξιολόγησης. Είναι τυχαίο άραγε;

Προσπαθώντας τώρα να διαβλέψει το μέλλον, ο συγγραφέας ανατρέχει στην ιστορία των μεγάλων χωρών, για να αντλήσει συμπεράσματα από την εξέλιξη των οικονομιών τους. Νευραλγικής σημασίας, επισημαίνει, είναι πάντοτε οι ευρείας κλίμακας επενδύσεις υποδομών.

Έτσι, στις ΗΠΑ η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη ξεκίνησε το 19ο αιώνα με την κατασκευή των σιδηροδρόμων, που μετέτρεψε το ισχνό μόρφωμα των Αμερικανών εποίκων σε βιομηχανική δύναμη. Με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, και τη συνακόλουθη μεταφορά μεγάλου δυναμικού εμπόρων και επαγγελματιών, ανέβηκε η αξία της γης, δημιουργήθηκαν ακμάζουσες πόλεις, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε η επικοινωνία μέσω τηλεγράφου, προς όφελος του δευτερογενούς τομέα και αργότερα των υπηρεσιών.

Τον επόμενο αιώνα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατασκευάστηκαν οι μεγάλοι διαπολιτειακοί αυτοκινητόδρομοι, απ’ την Ανατολική μέχρι τη Δυτική Ακτή, με συνακόλουθη άνθηση μεταφορών, εμπορίου, καταστημάτων, εστιατορίων, συνεργείων αυτοκινήτων, πρατηρίων βενζίνης και πληθώρας επιχειρήσεων, που συνοδεύτηκαν από μεγάλες επενδύσεις, με κερδοφορία και οικονομική ανάπτυξη στα ύψη!

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας έρχεται στις μέρες μας, επισημαίνοντας τον κορεσμό των συμβατικών μορφών ενέργειας και προτείνει διεξοδικά ενδιαφέρουσες εναλλακτικές νέων ενεργειακών εφαρμογών:

– Δημιουργία συλλεκτών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε λίγες κεντρικές και σε εκατομμύρια αποκεντρωμένες μονάδες.
– Ανάπτυξη και διάδοση αποθήκευσης, με έμφαση στο υδρογόνο.
– Ανάπτυξη ευφυών δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, και
– Ανάπτυξη κινητήρων υδρογόνου για αλλαγή του στόλου των οχημάτων.

Οι Ασφαλιστικές Εταιρείες, που αναζητούν διακαώς προσοδοφόρες επενδύσεις, προτείνει να στραφούν π.χ. σε κατασκευή έργων υποδομής, αιολικά πάρκα κ.λπ. Παράλληλα, εισηγείται τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου Υποδομών, για την οικονομική διαχείριση της στροφής στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, το οποίο μάλιστα θα μπορούσε να συμμετάσχει στα μεγάλα ενεργειακά έργα εταιρειών, όπως της EON, Siemens, EDF, General Electric κ.α., καθώς και την ανάπτυξη μικρότερων Ταμείων για περιφερειακά και τοπικά έργα. Εξάλλου, καταλήγει, ιδιώτες επενδυτές θα μπορούν να συμμετάσχουν σε κατασκευή π.χ. αιολικού πάρκου, με δάνεια, προκειμένου στη συνέχεια να το μεταβιβάσουν στο Ταμείο Υποδομών, αποπληρώνοντας τα δάνειά τους. Ο αναμενόμενος περιορισμός του κόστους χρηματοδότησης θα επέφερε κερδοφορία στις ασφαλιστικές εταιρείες και τους ασφαλισμένους και προστασία από τον πληθωρισμό.

Ο Dirk Muller στο σύγγραμμά του αυτό καταλήγει σε ενδιαφέροντα πολιτικά συμπεράσματα: αφότου, πριν 30 χρόνια, δημιουργήθηκε ένα κλειστό κλαμπ της ελίτ των ευρωπαϊκών γιγάντων (Volvo, Phillips, Fiat) – όπου σήμερα συμμετέχουν 50 πρόεδροι των κολοσσιαίων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων – ήδη ασκείται τεράστια επιρροή στους ευρωπαίους πολιτικούς, και έτσι επιτεύχθηκε η τόνωση της βιομηχανίας μέσω των νέων συνθηκών της Λισσαβόνας, ελαχιστοποιήθηκε η αγορά εργασίας, με συνέπεια την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Στο μέτρο που κατισχύει διαχρονικά επιδίωξη φρενήρους κέρδους και μονόπλευρη υποστήριξη των βιομηχάνων, οι κοινωνίες μας θα πιέζονται ασφυκτικά και τα συμφέροντα των πολιτών θα υπονομεύονται συνεχώς.

Στην αμέτρητη στρατιά των εκπροσώπων των βιομηχάνων και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, αντιπαρατίθενται οι εκπρόσωποι των πολιτών, κάποιοι ‘αντάρτες’: οργανώσεις καταναλωτών, ιστοσελίδες για τα επιμέρους και υποστελεχωμένες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις με πενιχρά μέσα. Ένα άθλιο τσούρμο συγκριτικά με τις στρατιές των λόμπι.

Όπως κάποτε τα συνδικάτα, έτσι και τώρα χρειάζεται ένα αντίβαρο στα λόμπι, για να επέλθει στοιχειώδης ισονομία και ισοπολιτεία. Για ποια δημοκρατία μιλάμε, όταν απ’ τη μια μεριά της πλάστιγγας μπαίνουν ράβδοι χρυσού κι απ’ την άλλη κάποιες υπογραφές σε ανακυκλωμένο χαρτί;

Πρέπει να επέμβουμε δυναμικά για να προστατεύσουμε τη λιγοστή δημοκρατία που μας απέμεινε, από την τεράστια δύναμη επιρροής των λόμπι αυτών. Απαιτείται άμεση και ριζική αλλαγή των ελεγκτικών δομών.

Άλλωστε, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η γεωγραφική και συναισθηματική απόσταση μεταξύ αυτών που αποφασίζουν και των απλών πολιτών με τα αιτήματά τους. Στο μέλλον, μεγάλα αποσχιστικά κινήματα, όπως αυτά της Βορείου Ιταλίας, της Καταλονίας και της Σκοτίας, αναμένεται να γενικευθούν.

Οι αυριανές προοπτικές της Ευρώπης οδηγούν, κατά τα φαινόμενα, σε δομές μείζονος αποκέντρωσης, με δημοκρατική διαφάνεια, όπως συμβαίνει π.χ. στο Διαδίκτυο, όπου συνυπάρχουν η αποκέντρωση με την πυκνή διασύνδεση. Έτσι, για τα θέματα της ύδρευσης, θα πρέπει να αποφασίζουν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι πολίτες και όχι οι Αρχές των Βρυξελλών.

Εξάλλου, η ανακοινωθείσα ευρωαμερικανική ζώνη ελευθέρου εμπορίου θα πρέπει να εξυπηρετεί εξίσου τα συμφέροντα των πολιτών και των βιομηχάνων. Η αποκέντρωση προϋποθέτει άμεση έκφραση των έγκαιρα και σφαιρικά ενήμερων πολιτών, μέσω δημοψηφισμάτων για τα ζητήματα που τους αφορούν, κατά τα πρότυπα της Ελβετίας.

Στην κατεύθυνση αυτή, μια Οργάνωση πρότυπο είναι η Finance Watch, που ιδρύθηκε με έκκληση των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων και παρακολουθεί τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Με χρηματοδότηση από εισφορές και προϋπολογισμό 2 εκατομμυρίων ευρώ, συνιστά το αντίβαρο των πολιτών στους τραπεζίτες, οι οποίοι διαθέτουν αντίστοιχα 700 λομπίστες και 400 εκατομμύρια ευρώ: Δαβίδ και Γολιάθ, σε αναλογία 1:200! Ωστόσο, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός και τέτοιες ιδέες αντικατοπτρίζουν το μέλλον και το όραμα μιας Ευρώπης περισσότερο δημοκρατικής, που προϋποθέτει συμμετοχή, ενημέρωση και ανάδραση στα δυναμικά τεκταινόμενα!

Στους 15.000-27.000 λομπίστες των Βρυξελλών αντιστοιχούν 500 εκατομμύρια αποκεντρωμένες μονάδες. Οι ομάδες πίεσης των διαφόρων λόμπι επενδύουν ετησίως περί τα 500 εκατομμύρια ευρώ σε διαφημιστικές εκστρατείες. Έτσι, και οι Ευρωπαίοι πολίτες ας διαθέσουμε 500 εκατομμύρια ευρώ, ένα ευρώ έκαστος, συμμετέχοντας και στηρίζοντας τις τοπικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Ο λαός, ο καθένας από μας, ας ενδιαφερθεί πλέον για την ίδια μας τη ζωή και ας μην αφήσουμε την τύχη μας σε χέρια άλλων, που επιζητούν τυφλή παραίτησή μας και υποταγή στις επιταγές τους. Οι καιροί ου μενετοί!

Εν κατακλείδι, επισημαίνει τις αρχές από τις οποίες πρέπει να εμφορούμαστε: δημοκρατικό διάλογο με σεβασμό στο συνάνθρωπο, παραδειγματισμό με τη στάση μας, ευγενή άμιλλα, κοινωνία ισοτιμίας, στήριξη του ασθενέστερου και αντιπαράθεση με τον ισχυρό μέσω της επιχειρηματολογίας μας. Οι κλιμακούμενες προκλήσεις ας είναι πηγή αγανάκτησης και ενεργού εμπλοκής μας. Με τα μάτια της ψυχής μας πάντα ανοιχτά και με τη συλλογική μας αγωνιστικότητα θα κάνουμε τα παιδιά και τους απογόνους μας περήφανους για μας!

Αφού παρέφρασα ορισμένα μόνο σημεία από το τολμηρό αυτό έργο, θα ήθελα να προσθέσω ολοκληρώνοντας ότι, ειδικά εμείς οι Έλληνες, απόγονοι μιας φυλής συνυφασμένης με δόξες αλλά και συμφορές, ένας λαός ή του ύψους ή του βάθους, εφόσον πιστεύουμε ότι οι πρόσφατοι πολιτικοί μας ηγέτες, υπολειπόμενοι σε διορατικότητα και κότσια, μας έχουν οδηγήσει, με πράξεις και παραλείψεις τους, στην απελπιστική κρίση που συνεχίζουμε να βιώνουμε, έχουμε το καθήκον να αγωνιστούμε περισσότερο από ό,τι ο μέσος Ευρωπαίος. Μπροστάρηδες στον ιερό αγώνα της ατομικής και συλλογικής μας επιβίωσης, να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας και να διαμορφώσουμε επιτέλους τη νέα πολιτική μας αρένα, επιλέγοντας ρηξικέλευθους και έντιμους ηγέτες. Ας αναδείξουμε, λοιπόν, τους εκπροσώπους εκείνους που μπορούν με αποφασιστικότητα να χαράξουν τα αυριανά μας οράματα και να αντισταθούν με πυγμή σε κάθε απόφαση, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα των συμφερόντων της μεγάλης πλειοψηφίας του ταλαίπωρου λαού μας. Μόνο τέτοιας στόφας ηγέτες αξίζει να μας παραδειγματίζουν και να μας οδηγούν στο μέλλον, το οποίο καλπάζει και αφήνει αμετάκλητα πίσω κάθε ράθυμο, συμβιβασμένο, βολεμένο ή μύωπα, άτομο ή λαό, αδιακρίτως !!

Ο κ. Στάθης Καπογιαννόπουλος είναι πολιτικός μηχανικός, συγγραφέας.