Η αρχή του «τραπεζικού απορρήτου» έχει γερές βάσεις στην Αυστρία: είναι θεσμοθετημένη με νόμο που χρονολογείται από το 1958 και κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα, ούτως ώστε η τροποποίησή της να είναι δυνατή μόνο με πλειοψηφία δύο τρίτων στο Κοινοβούλιο. Χάρη στο τραπεζικό απόρρητο η χώρα κατάφερε να προσελκύσει τα απαραίτητα κεφάλαια για την ανάπτυξή της μετά την πτώση του Τείχους και το «άνοιγμά της» στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Παρ’ όλα αυτά, η Αυστρία θα αναγκαστεί να υποκύψει στις πιέσεις των ευρωπαίων εταίρων της και να προχωρήσει στην άρση του τραπεζικού απορρήτου. Υπό προϋποθέσεις βεβαίως, και μόνο όταν θα έχουν συμφωνήσει στη συγκεκριμένη πρακτική χώρες με αντίστοιχο καθεστώς, όπως το Λουξεμβούργο –προκειμένου να αποτραπεί η ενδεχόμενη φυγή κεφαλαίων. Τα όσα συνέβησαν εξάλλου στην Κύπρο αποτελούν εφαρμογή των μελλοντικών κανόνων που θα ισχύσουν στην υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση. Αυτά υποστηρίζει ο Καρλ Αϊγκινγκερ σε συνέντευξή του προς «Το Βήμα». Ο κ. Αϊγκινγκερ δεν είναι μόνο επιφανής οικονομολόγος της Αυστρίας και διευθυντής του οικονομικού ινστιτούτου WIFO της Βιέννης. Είναι αυτός που συνέταξε και παρουσίασε τον περασμένο Σεπτέμβριο για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Welfare, Wealth and Work», αναλυτικές αναπτυξιακές προτάσεις για την επανεκκίνηση των οικονομιών της επονομαζόμενης «ευρωπαϊκής περιφέρειας», στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ελλάδα.


Γιατί το τραπεζικό απόρρητο κατοχυρώνεται από το αυστριακό Σύνταγμα; Από πότε χρονολογείται;
«Ο νόμος χρονολογείται από το 1958. Οι νομοθέτες αποφάσισαν να του δώσουν συνταγματική ισχύ, με στόχο η αναθεώρησή του να γίνεται μόνο εφόσον συγκεντρώνεται πλειοψηφία δύο τρίτων στην αυστριακή Βουλή. Το τραπεζικό απόρρητο απολαμβάνει συνεπώς τη μέγιστη δυνατή προστασία. Κάτι τέτοιο θεωρήθηκε αναγκαίο, καθώς οι Αυστριακοί είχαν χάσει τα χρήματά τους δύο φορές κατά την πρόσφατη ιστορία της χώρας εν μέσω πληθωρισμού, με αποτέλεσμα να είναι καχύποπτοι και να μην εμπιστεύονται τις τράπεζες, στις οποίες κάθε ιδιώτης ή η κυβέρνηση μπορούσε να έχει πρόσβαση και να δει τα στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών. Ειδικά μάλιστα εκείνη την εποχή που οι περισσότερες τράπεζες της Αυστρίας ήταν κρατικές».
Υπάρχουν εκτιμήσεις για τα έσοδα που αυτές οι καταθέσεις φέρνουν στο αυστριακό Δημόσιο; Μπορούν να γίνουν κάποιες εκτιμήσεις για το ποιοι είναι οι κάτοχοι αυτών των λογαριασμών;
«Οι καταθέσεις που διατηρούν ξένοι υπήκοοι στις αυστριακές τράπεζες φορολογούνται με συντελεστή 35%. Το 10% πηγαίνει στις φορολογικές αρχές της Αυστρίας, ενώ το υπόλοιπο 25% στη χώρα καταγωγής του υπηκόου που διατηρεί τον λογαριασμό. Το 2012 τα έσοδα ανήλθαν συνολικώς στα 100 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 29 εκατ. ευρώ πήγαν στο αυστριακό κράτος. Δύο είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από το συγκεκριμένο ποσό: είτε ότι τα χρήματα που «πάρκαραν» οι ξένοι στις αυστριακές τράπεζες δεν ήταν πολλά, είτε ότι οι τελευταίοι κατέφυγαν στη χρήση άλλων πρακτικών και δομών, με αποτέλεσμα οι τραπεζικές αρχές να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι πρόκειται για ξένο χρήμα (με το να δηλωθεί η διεύθυνση κάποιου αυστριακού ιδιοκτήτη ή οργανισμού, για παράδειγμα)».
Πιστεύετε ότι η Αυστρία θα κάνει τελικώς το «μεγάλο βήμα», και αν ναι, πότε, πριν ή μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου;
«Η Αυστρία θα δεχθεί τελικώς τους κανόνες που προτείνονται από την πλειονότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό θα γίνει τότε που θα συμφωνήσει και το Λουξεμβούργο. Εν τω μεταξύ, η Αυστρία εντείνει τις πιέσεις προς την Ελβετία ούτως ώστε να συμμορφωθεί και αυτή με τους νέους κανόνες, ενώ πιέζει επίσης να ισχύσουν ισχυρότεροι κανόνες για φορολογικούς παραδείσους σε διάφορα νησιά (όπως τη νήσο του Μαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, επί παραδείγματι). Οι επιπτώσεις των νέων κανόνων στις αυστριακές τράπεζες θα είναι μικρές, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των παρανόμων και αφορολόγητων κεφαλαίων είναι «παρκαρισμένο» σε άλλες χώρες και ότι η ταυτόχρονη «αναβάθμιση» των ζητημάτων διαφάνειας δεν θα αλλάξει δραματικά τη ροή του χρήματος (σ.σ.: με φυγή κεφαλαίων από χώρες υψηλής φορολόγησης και διαφάνειας σε χώρες χαμηλής)».

«Η Κύπρος θα γίνει ο κανόνας»

Θεωρείτε την «περίπτωση της Κύπρου» μοναδική;

«Η περίπτωση της Κύπρου είναι μοναδική στο μέτρο που μια χώρα-μέλος της ΕΕ μπορεί να λειτουργεί ως φορολογικός παράδεισος, προσελκύοντας χρήμα αμφιβόλου προελεύσεως και πληρώνοντας απίστευτα επιτόκια. Για τη λύση του προβλήματος των μεγάλων τραπεζών τέθηκαν κανόνες οι οποίοι μειώνουν το βάρος των ευρωπαίων φορολογουμένων και δεσμεύουν τους μεγάλους καταθέτες. Τα συγκεκριμένα μέτρα ακολουθούν τον κανόνα που θα ισχύει στη μελλοντική τραπεζική ένωση: πρώτα θα πρέπει να πληρώνουν οι μέτοχοι, η διοίκηση θα πρέπει να αλλάζει, οι μεγάλοι καταθέτες θα αντιμετωπίζονται ως ιδιοκτήτες και οι μικρές καταθέσεις θα προστατεύονται.

Περισσότερα πρέπει να γίνουν όσον αφορά την αλλαγή του πολιτικού συστήματος της Κύπρου. Η μεγαλύτερη βοήθεια προς την Κύπρο πρέπει να δοθεί με την προϋπόθεση ότι:

1) το νησί θα επανενωθεί,

2) θα μειωθούν οι στρατιωτικές δαπάνες τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά και του ΝΑΤΟ συνολικά. Τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν θα μπορούσαν να διατεθούν για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και ειδικά για την απασχόληση νέων ανθρώπων.

Πρέπει επίσης να περιοριστεί ο εξαιρετικός ρόλος της Εκκλησίας της Κύπρου (η οποία αντιτίθεται στους ευρωπαϊκούς κανόνες, όχι όμως και στο παράνομο χρήμα και στη φοροδιαφυγή)».

Ορατός ο κίνδυνος για ελλείψεις κεφαλαίων
«Αν το ξένο χρήμα είναι “παρκαρισμένο” σε τράπεζες της Αυστρίας, αυξάνονται οι πιθανότητες για επενδύσεις»

Είστε υπέρ ή κατά της κατάργησης του τραπεζικού απορρήτου στην Αυστρία; Γιατί πιστεύετε ότι η κυρία Φέκτερ (σ.σ.: υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας) επιμένει να μην καταργηθεί;

«Η αρχή του τραπεζικού απορρήτου έχει διάφορες πλευρές. Υπάρχει από τη μία η σχέση ατόμου προς άτομο, πολίτη προς πολίτη κ.λπ. Υπό αυτή την έννοια, ο νόμος που κατοχυρώνει το τραπεζικό απόρρητο πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει. Κανένας εργοδότης, για παράδειγμα, δεν θα πρέπει να είναι σε θέση να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν τους τραπεζικούς λογαριασμούς των υπαλλήλων του, κανένα παιδί δεν θα πρέπει να γνωρίζει πόσα χρήματα έχουν αποταμιεύσει οι παππούδες του στην τράπεζα, κανένας διαζευγμένος τις καταθέσεις του/της πρώην συζύγου του κ.λπ. Η άλλη πλευρά αφορά τη σχέση μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών. Η κυβέρνηση πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει εάν οι πολίτες έχουν καταβάλει τους φόρους που τους αναλογούν, αν διαθέτουν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος κ.λπ. Σε διεθνές επίπεδο, το χρήμα φεύγει από χώρες υψηλής φορολόγησης και πηγαίνει σε χώρες χαμηλής, κινείται από χώρες με αυστηρό πλαίσιο δήλωσης και καταγραφής του σε χώρες με χαλαρούς κανόνες. Θα είχε νόημα αν οι κανόνες ήταν κοινοί για όλες τις χώρες και το παράνομο ή αφορολόγητο χρήμα μπορούσε να ελεγχθεί. Κάτι τέτοιο θα μείωνε το φορολογικό βάρος για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών και θα καθιστούσε τη διαφθορά πιο δύσκολη.
Παραδοσιακά η Αυστρία είχε έλλειψη κεφαλαίων. Αν έπρεπε να χρηματοδοτηθεί ένα πρόγραμμα, αν μια εταιρεία έψαχνε νέο ιδιοκτήτη, συχνά αυτοί που μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τα εγχειρήματα ήταν κάτοχοι ξένων κεφαλαίων ή ξένοι ιδιοκτήτες. Ανάμεσα εξάλλου σε όσους είχαν τα χρήματά τους στην Ελβετία, στο Λουξεμβούργο και στο Λιχτενστάιν ήταν και πολλοί Αυστριακοί. Γι’ αυτό και η Αυστρία προσπάθησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 να προσελκύσει ικανό μερίδιο ξένων κεφαλαίων: αν το ξένο χρήμα είναι «παρκαρισμένο» σε τράπεζες της Αυστρίας, αυξάνονται και οι πιθανότητες να επενδυθεί σε αυστριακές εταιρείες. Ετσι λοιπόν η Αυστρία κατάργησε τον φόρο κληρονομιάς και κατέστησε τη σύσταση ιδρυμάτων πολύ πιο εύκολη. Η κατάσταση σήμερα είναι πολύ διαφορετική: οι τράπεζες της Αυστρίας είναι ισχυρές, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι ο μεγαλύτερος ή ο δεύτερος μεγαλύτερος «παίκτης» στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Κάποιοι ωστόσο εκφράζουν την ανησυχία ότι αν καταργηθεί ο νόμος περί τραπεζικού απορρήτου εδώ, προτού καταργηθεί στην Ελβετία, στο Λιχτενστάιν ή στο Λουξεμβούργο, θα επιστρέψουμε πάλι σε καταστάσεις ελλείψεως κεφαλαίου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ