«Στο βαριετέ η λήθη κερδίζεται πιο εύκολα» έγραφε ο ιστορικός του θεάτρου μας Γιάννης Σιδέρης και συνέχιζε λέγοντας «όσο πιο λίγο καλλιεργημένος είναι ο θεατής, οι δυσαπόκτητες –και προπάντων για τότε –γυναίκες ήταν άφθονες (στη σκηνή) και η ευρωπαϊκή κοινωνική τους αγωγή τις έκανε πρόσχαρες και καθένας νόμιζε πώς σ’ αυτόν χαμογελούν».
Αυτό το είδος ελαφρού μουσικού θεάτρου γνώρισε τη χλεύη της θεατρικής κριτικής αλλά εισέπραξε την αγάπη του απλού κόσμου, αφού κατάφερε να επιζήσει για σχεδόν 40 χρόνια, σε πείσμα του θεάτρου πρόζας και της συγγενούς «επιθεώρησης». Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νότης Κύτταρης, ζυμωμένος χρόνια με αυτό το είδος θεάματος, καταγράφει την ιστορία του στο βιβλίο του Το βαριετέ στο ελληνικό θέατρο (εκδ. Δρόμων).
Το βαριετέ, ένα περιφρονημένο υβριδικό θέαμα που αποτελούνταν από μουσικές, τραγούδια, μικρές πρόζες που διακόπτονταν από ζογκλέρ, χορευτικά, φακίρηδες και ταχυδακτυλουργούς, μεσουράνησε στον Μεσοπόλεμο. Μετά την καταστροφή του ’22 η επιθεώρηση παρήκμασε, αφού το σοκ που είχε υποστεί η ελληνική κοινωνία δεν άφηνε περιθώριο για πολιτική και κοινωνική σάτιρα. Το βαριετέ ήταν η αντιπρόταση, η εύκολη ψυχαγωγία, το θέαμα χωρίς προβληματισμό.
Η διαφορά του από την επιθεώρηση ήταν στα σκηνικά: η επιθεώρηση είχε πλούσια σκηνικά, ενώ το βαριετέ απλώς μια σκηνή. Η επιθεώρηση είχε βεβαίως και καλύτερους ηθοποιούς, ενώ το βαριετέ στηριζόταν πολύ στις ξένες ατραξιόν. Μουσική διέθεταν και οι δύο, το μεν βαριετέ πάνω στη σκηνή, η επιθεώρηση κάτω από αυτήν.
Τα βαριετέ μεσουράνησαν στον Μεσοπόλεμο. Από τα πιο γνωστά η «Οαση» στο Ζάππειο (εκεί που βρίσκεται σήμερα η παιδική χαρά), λίγα μέτρα πιο μακριά «Τα πεύκα» ή «Οι αγελάδες», η περίφημη και πιο διανοουμενίστικη «Μάντρα» του Αττίκ στην πλατεία Αμερικής (πλατεία Αγάμων τότε). Με το που κηρύχθηκε ο πόλεμος το πρώτο «πολεμικό βαριετέ» ήταν το «Μοντιάλ» του Μακέδου, με τον Μίμη Τραϊφόρο, τη Σοφία Βέμπο, τα Καλουτάκια, τη Ρένα Βλαχοπούλου και άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες.
Ναός των βαριετέ στην κατοχική Αθήνα ήταν το «Αλκαζάρ» του Ορέστη Λάσκου, στον Σταθμό Λαρίσης. Μεσουράνησε για μία δεκαετία (1941-1951) και υπήρξε το πιο πλούσιο και φανταχτερό στολίδι της πόλης με σύνθημα «Μόνο στην Ευρώπη και στο Αλκαζάρ». Πέρασαν από εκεί ο Κώστας Χατζηχρήστος, η Δανάη, η Μαρίκα Νέζερ, η Νινή Ζαχά, η Κούλα Νικολαΐδου, ο περίφημος Πέτρος Γιαννακός, ο Βασίλης Μεσολογγίτης, ο Τζίμης Μακούλης, η Μάγια Μελάγια, η Καίτη Ντιριντάουα, η Λίντα Αλμα κ.ά.
Το θέαμα που αγάπησαν οι Ελληνες
Μετά την Κατοχή τα βαριετέ ανταποκρίνονταν στη διάθεση του κοινού για χαλάρωση και λήθη. Ηταν η εποχή των περίφημων κονφερανσιέ. Ο Αττίκ, πριν από τον πόλεμο, έδειξε τον δρόμο του μοναχικού καβαλάρη, του πνευματικού ανθρώπου που σχολιάζει μουσικά και στιχουργικά και αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του καλλιτεχνικού προγράμματος. Μετά το 1950 ξεκινά η εποχή του Γιώργου Οικονομίδη στο «Αλσος», στο Πεδίον του Αρεως, του Μίμη Τραϊφόρου στην «Οαση», του Ικαρου στο «Βερντέν» στου Γκύζη, του ποιητή-κονφερασιέ Φίλωνα Αρία στον «Κήπο του Μουσείου», του Ομηρου Αθηναίου στο «Γκριν Παρκ», στη Μαυρομματαίων.
Ακόμη και στη δύσκολη εποχή του Εμφυλίου τα βαριετέ δεν θα πάψουν να προσφέρουν απαντοχή. Κάποια από αυτά θα είναι πιο στοχαστικά και συναισθηματικά φορτισμένα, όπως εκείνα που έστηνε κατά καιρούς ο Αρίας. Λίγο μετά τον πόλεμο και ενώ ο Ορέστης Λάσκος κλείνει το «Αλκαζάρ» και μετατρέπει το βαριετέ σε μιούζικ χολ-καμπαρέ ανοίγοντας το «Μαξίμ» στην οδό Αμερικής (σημερινό θέατρο Αλίκη), ο Αρίας ανοίγει την «Κεφάλα του γαϊδάρου» (υπήρχε ομώνυμη παρισινή μπουάτ), την ονομάζει «στοχαστική στοά» και απευθύνει το «κάλεσμα»: «Ο Αρίας ο καλλιτέχνης έχει ανάγκη από τη συντροφιά των ποιητών, των ζωγράφων, των ηθοποιών, των τραγουδιστών, των χιουμοριστών, των ψαράδων, των κυνηγών, των ζωόφιλων, των φυσιολατρών, των τροβαδούρων και όλων των τρυφερών ανθρώπων. Ενα πιάνο, μια ριχτή στέγη, μια σειρά από ζωγραφικούς πίνακες, έργα του Αρία, ένα περπατητό μικρόφωνο, ένας ρομαντζέρης και άλλοι πρόθυμοι άνθρωποι σας περιμένουν κάθε βράδυ στην «Κεφάλα του γαϊδάρου»».
Το βαριετέ ήταν πάντα ευπρόσωπο, δεν περιελάμβανε βωμολοχίες και χυδαιότητες. Το χιούμορ, η ειρωνεία, η φινετσάτη πρόζα χαρακτήριζαν τα νούμερά του. Ενίοτε γινόταν και πολιτικό, όπως όταν ο Αττίκ με κάποια στιχάκια του, το 1935, εκνεύρισε τους αντιβενιζελικούς, οι οποίοι έστειλαν μπράβους και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τη «Μάντρα». Το ρομαντικό ρεύμα του Αττίκ θα επηρεάσει ολόκληρο το μουσικό ρεπερτόριο της εποχής αναδεικνύοντας σπουδαίους συνθέτες και τραγουδιστές.
Το βαριετέ θα εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα και θα ταξιδέψει στο εξωτερικό, όπου υπάρχει ομογένεια. Στην Πόλη, στην Αίγυπτο, στο Κάιρο, στη Βηρυτό, στο Χαρτούμ, στην Αντίς Αμπέμπα, στις πόλεις της Γερμανίας αλλά και στη Νέα Υόρκη οι Ελληνες του εξωτερικού υποδέχονται τους καλλιτέχνες του είδους με γέλια και δάκρυα χαράς. Ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη έχουν τα δικά τους βαριετέ, ενώ πολλοί αθηναϊκοί θίασοι, από τους πιο γνωστούς, περιοδεύουν στην επαρχία.
Στην αρχή της δεκαετίας του ’70 τα βαριετέ μετεξελίσσονται σε λαϊκά αναψυκτήρια, στελεχωμένα από παλιές φίρμες του βαριετέ και νεότερους που τα χρησιμοποιούν ως ένα σκαλοπάτι για την επιθεώρηση. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το «Ακρον» στη Λένορμαν, με τον Γιάννη Μπουρνέλη. Η φτηνή μίμηση του βαριετέ από την τηλεόραση, καθώς και το ορμητικό κύμα της Μεταπολίτευσης, με άλλους προσανατολισμούς, θα σημάνουν και το τέλος του είδους.
Πρώτο βήμα για μεγάλα ονόματα
Εκατοντάδες πρόσωπα διέπρεψαν στο βαριετέ και μεταπήδησαν αργότερα σε άλλα είδη: στην επιθεώρηση, στην πρόζα, στον λαϊκό κινηματογράφο. Τραγικό πρόσωπο ο Αττίκ, κατέληξε φτωχός και μόνος μετά τη διάλυση της «Μάντρας». Ο Γιώργος Οικονομίδης, με συμμετοχή στο ΕΑΜ, στιγματίστηκε ως χουντικός με τη δημιουργία της φανφαρόνικης Χρυσής Ολυμπιάδας –αν και οι συνάδελφοί του τον αγαπούσαν υπερβολικά.
Στο βαριετέ χρωστούν τα πρώτα τους βήματα οι εξαίρετοι κωμικοί της επιθεώρησης Ντίνος Ηλιόπουλος, Νίκος Σταυρίδης, Βασίλης Αυλωνίτης, Ρένα Βλαχοπούλου, οι αδελφές Καλουτά, η στιχουργός Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, οι τραγουδιστές Σοφία Βέμπο, Δανάη, Τώνης Μαρούδας, Νίκος Γούναρης, Στέλλα Γκρέκα, Νινή Ζαχά, Φώτης Πολυμέρης, Τζίμης Μακούλης, Μανώλης Χιώτης –Μαίρη Λίντα, οι ντιζέζ Ζωζώ Σαπουντζάκη, Σπεράντζα Βρανά κ.ά.
Το βιβλίο του Νότη Κύτταρη φανερώνει ακόμη μία φορά πόσο λειψή είναι η μελέτη στοιχείων του έντεχνου λαϊκού πολιτισμού και των παραγνωρισμένων ειδών κουλτούρας. Ο συγγραφέας έχει προσεγγίσει το θέμα πολύ προσεκτικά. Μένει σταθερά προσηλωμένος στις πηγές του, στα λίγα ερευνητικά κείμενα, στις απόψεις των συντελεστών του βαριετέ, στα δημοσιεύματα της εποχής, στις γνώμες καλλιτεχνών και στις συνεντεύξεις που έχει πάρει ο ίδιος από τους πρωταγωνιστές.
Το βιβλίο του, με υπότιτλο «Η σκηνή των θαυμάτων», φανερώνει έναν κόσμο που αρκετοί αγνοούν, άλλοι περιφρονούν και κάποιοι θα ήθελαν να μάθουν περισσότερα γι’ αυτόν.
Η τέχνη του κονφερανσιέ
Οι κονφερανσιέ (από το γαλλικό ρήμα κονφερέ = μιλώ, συζητώ) στο πρότυπο του Μορίς Σεβαλιέ δίνουν έναν πολύ προσωπικό τόνο, παίζουν σχεδόν έναν αμφίδρομο ρόλο με το κοινό και παράλληλα λειτουργούν ως συνεκτικός ιστός στη ροή του προγράμματος. Ο κονφερανσιέ βασίζεται στην τέχνη του ορθού προφορικού ρόλου, στην ευφράδεια, στην ετοιμολογία, στην αμεσότητα, στην πνευματική καλλιέργεια, στη στιχουργική ικανότητα, στο λεπτό χιούμορ και βέβαια στην ωραία εμφάνιση. Είναι ο μεσολαβητής, ο ενδιάμεσος που «παίζει» με τους ηθοποιούς, κρίνει, σχολιάζει, σατιρίζει και συνομιλεί με το κοινό. Η δημοφιλία του είναι και ο «κράχτης» για το κοινό.
Οι κονφερανσιέ (από το γαλλικό ρήμα κονφερέ = μιλώ, συζητώ) στο πρότυπο του Μορίς Σεβαλιέ δίνουν έναν πολύ προσωπικό τόνο, παίζουν σχεδόν έναν αμφίδρομο ρόλο με το κοινό και παράλληλα λειτουργούν ως συνεκτικός ιστός στη ροή του προγράμματος. Ο κονφερανσιέ βασίζεται στην τέχνη του ορθού προφορικού ρόλου, στην ευφράδεια, στην ετοιμολογία, στην αμεσότητα, στην πνευματική καλλιέργεια, στη στιχουργική ικανότητα, στο λεπτό χιούμορ και βέβαια στην ωραία εμφάνιση. Είναι ο μεσολαβητής, ο ενδιάμεσος που «παίζει» με τους ηθοποιούς, κρίνει, σχολιάζει, σατιρίζει και συνομιλεί με το κοινό. Η δημοφιλία του είναι και ο «κράχτης» για το κοινό.
Πολλοί από αυτούς υπήρξαν λογοτέχνες, στιχουργοί, ποιητές, πνευματικοί άνθρωποι με ανησυχίες. Ο κονφερανσιέ θα έπρεπε να μπορεί να ανταποκριθεί στη σπουδαιότερη εργασία του, που ήταν η σύνθεση του οκτάστιχου. Το οκτάστιχο αποτελείτο από οκτώ δεκαπεντασύλλαβους στίχους με ομοιοκαταληξία και γραφόταν αποκλειστικά από τον κονφερανσιέ με θέμα που πρότειναν εκείνη τη στιγμή οι θεατές.
Ο κονφερανσιέ ζητούσε το θέμα σημειώνοντάς το στο πακέτο των τσιγάρων του, κατόπιν ζητούσε τις λέξεις στις οποίες έπρεπε να καταλήγουν οι στίχοι και είτε αποσυρόταν για να γράψει είτε πάνω στη σκηνή, πρίμα βίστα, σκάρωνε το ποιηματάκι με τις οκτάστιχες, αλλοπρόσαλλες μερικές φορές, ομοιοκαταληξίες. Η διαδικασία αυτή κρατούσε τουλάχιστον μισή ώρα, ανάμεσα σε πολλά γέλια και λεκτικές «κόντρες» μεταξύ κοινού και κονφερανσιέ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ