Η αποκάλυψη από το «Βήμα» της περασμένης Κυριακής ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ανακηρύξει μονομερώς τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) καταθέτοντας τις σχετικές συντεταγμένες στα Ηνωμένα Εθνη και η απάντηση της Αγκυρας ότι αν γίνει κάτι τέτοιο τότε και η Τουρκία θα προβεί σε μία ανάλογη ενέργεια δεν θέλει και πολλή σκέψη για να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι κυοφορείται έτσι μία νέα περίοδος έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών. Τη στιγμή ακριβώς που το αντίθετο θα έπρεπε να συμβαίνει, καθώς οι προτεραιότητες της Αθήνας εστιάζονται στην έξοδο από την κρίση και στην ανόρθωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Είναι μάλιστα περίεργο να υιοθετούνται τέτοιες σκέψεις όταν δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο (οι οποίες είναι επόμενο ότι αν υπάρξει μια τέτοια εξέλιξη θα τιναχθούν στον αέρα), ενώ προγραμματίζεται για τον ερχόμενο Μάρτιο η σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας στην Αγκυρα, που υποτίθεται ότι θα σηματοδοτήσει τη βελτίωση των διμερών σχέσεων.
Αν οι πληροφορίες που υπάρχουν είναι ακριβείς, εκδηλώνεται ήδη διχογνωμία μεταξύ του υπουργείου Εξωτερικών και του Μεγάρου Μαξίμου ως προς τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν, με το Γραφείο του Πρωθυπουργού να επιμένει στη μονομερή ανακήρυξη, θεωρώντας ότι η Τουρκία δεν θα αντιδράσει επειδή είναι απασχολημένη με το Κουρδικό και την κρίση της Συρίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν ευσταθεί και το απέδειξαν ήδη οι πρώτες τουρκικές αντιδράσεις. Μόνο όποιος δεν γνωρίζει τη σημασία που αποδίδει η Τουρκία στο θέμα του Αιγαίου θα μπορούσε να εκφράσει τέτοιες απόψεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι εδώ και σαράντα χρόνια δεν έχει βρεθεί λύση λόγω ακριβώς της τουρκικής αδιαλλαξίας, αλλά και της έλλειψης πολιτικής βούλησης και από τις δύο πλευρές. Γεγονός που προϋποθέτει να αγνοηθεί επιτέλους το όποιο πολιτικό κόστος. Θα ήταν λοιπόν αστείο να θεωρήσει κάποιος ότι, τώρα ξαφνικά, οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρονται πλέον για το Αιγαίο.
Πέρα όμως από τις τουρκικές αντιδράσεις το γεγονός είναι ότι η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει οδηγήσει την Ελλάδα σε μια παρανοϊκή κούρσα εξοπλισμών, ενώ το Πεντάγωνο (εν όψει προφανώς της ΑΟΖ) εκπονεί και νέα εξοπλιστικά προγράμματα, αδυνατώντας πάντως να διευκρινίσει από πού θα βρει τους πόρους στην πτωχευμένη Ελλάδα. Διαπιστώνεται έτσι ότι, πέραν όλων των άλλων, είναι και οι τεράστιες αμυντικές δαπάνες, με ολόκληρο το κύκλωμα διαφθοράς και παράνομου πλουτισμού που τις πλαισίωσε, που οδήγησαν τη χώρα μας εκεί όπου βρίσκεται σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ελλάδα είναι ακόμα και σήμερα η δεύτερη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ σε ύψος αμυντικών δαπανών και τούτο παρά την απίστευτη οικονομική κρίση στην οποία έχει βυθιστεί. Αντί λοιπόν να υιοθετούμε πολιτικές οι οποίες οδηγούν στη διατήρηση της έντασης, εν ονόματι μιας κακώς εννοούμενης προστασίας της εθνικής μας κυριαρχίας, θα ήταν καλύτερα να επιδιώξουμε ένα κλίμα ηρεμίας και συνεργασίας για την επίλυση των εθνικών μας προβλημάτων. Διότι την εθνική μας κυριαρχία δεν την απειλεί σήμερα η τουρκική επιθετικότητα, αλλά η εξάρτηση από τις επιταγές των δανειστών μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ