Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Η επιθετική πολιτική λιτότητας του γερμανού καγκελάριου της μεγάλης οικονομικής κρίσης του περασμένου αιώνα Μπρύνινγκ εμφανίστηκε ξανά και τείνει να κυριαρχήσει ως μοναδική πρόταση εξόδου από τη σημερινή κρίση. Και ενώ θα περίμενε κάποιος να έχουμε διδαχθεί κάτι από αυτή και να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, που οδήγησαν σε ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση με τις γνωστές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, επανέρχεται δριμύτερη με μια προτεσταντική προσήλωση που υπακούει στο δόγμα «Η πολιτική λιτότητας είναι μονόδρομος».
Τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της επιθετικής πολιτικής λιτότητας συνοψίζονται στα εξής τρία: Πρώτον, όλα τα προβλήματα που έχουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα κράτη ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους. Αυτός ο ισχυρισμός καταρρίπτεται με μια απλή παρατήρηση της πραγματικότητας. Διότι, αν δεχθούμε ότι για την περίπτωση της Ελλάδας έχει κάποια βάση, δεν ισχύει το ίδιο και για την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Κύπρο κτλ. Δεν υπάρχει καμία εύλογη διασύνδεση μεταξύ ελλειμματικού προϋπολογισμού και μιας κερδοσκοπικής φούσκας που οδήγησε στην εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Γιατί χρησιμοποιείται τότε αυτός ο ισχυρισμός; Απλώς για να θεμελιωθεί η απαίτηση για περικοπές και θυσίες ως μοναδικό φάρμακο για την κρίση.
Το δεύτερο επιχείρημα αναφέρεται στην απαιτούμενη μείωση του κράτους. Αν το κράτος, ισχυρίζονται, δαπανά λιγότερα, τότε θα μείνει περισσότερος ζωτικός χώρος για δράση στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος θα μας οδηγήσει στην ανάπτυξη. Με την άκρως επιφανειακή τους τοποθέτηση ξεχνούν όμως το απλό γεγονός ότι στις περισσότερες χώρες υπάρχουν αρκετοί άνεργοι, καθώς και αναξιοποίητες παραγωγικές δυνάμεις που παρέχουν αρκετό χώρο στον ιδιωτικό τομέα για δραστηριοποίηση, χωρίς αυτός να τον εκμεταλλεύεται.
Τέλος, ένα τρίτο επιχείρημα, το αγαπημένο της Ανγκελα Μέρκελ, αναφέρεται στη διευκόλυνση των χωρών με προβλήματα να έχουν πρόσβαση σε φθηνό χρήμα με οποιοδήποτε μηχανισμό ή εργαλείο. Αν δοθεί αυτή η δυνατότητα, ισχυρίζεται, τότε θα σταματήσουν τις προσπάθειές τους για δημοσιονομική εξυγίανση και θα παράγουν κι άλλα ελλείμματα. Τα υψηλά επιτόκια αποτρέπουν τις χώρες να δανείζονται και μένουν προσηλωμένες στον ενάρετο στόχο της εγκράτειας. Τα στοιχεία δείχνουν ότι και εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τόσο κατά την περίοδο μετά την εισαγωγή του ευρώ με τα χαμηλά επιτόκια όσο και πριν από το ευρώ παρά τα υψηλά επιτόκια, οι ίδιες ακριβώς χώρες Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Βέλγιο κ.ά. εμφανίζονται υπερδανεισμένες. Αυτό σημαίνει ότι τα υψηλά επιτόκια δεν αποτελούσαν αντικίνητρο δανεισμού.
Με την εμπειρία της μεγάλης οικονομικής κρίσης (1929-1932) ο Κέινς καταλήγει ότι πολιτική λιτότητας μπορεί κάποιος να εφαρμόσει μόνον όταν η οικονομία ανθεί και ασκείται ζήτηση σε όλους τους τομείς της. Τότε είναι δυνατόν να σχηματιστούν πλεονάσματα με σκοπό την αποπληρωμή των χρεών ή να ασκηθεί επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε περίοδο ύφεσης. Περικοπές όμως σε μια περίοδο που η οικονομία βρίσκεται πεσμένη στο έδαφος, επιδεινώνουν την κατάσταση αντί να τη θεραπεύσουν. Τα περιοριστικά μέτρα μειώνουν τα έσοδα του κράτους και εξουδετερώνουν κάθε προσπάθεια για άμβλυνση των ανισορροπιών. Κορυφαίο παράδειγμα η οικονομική πολιτική της χώρας μας. Υποταγμένη στο δόγμα της λιτότητας συνεχίζει την καταστρεπτική της πορεία, με την ελπίδα ότι οι φορείς της ευρωπαϊκής πολιτικής θα αντιληφθούν, ελπίζω εγκαίρως, ότι η μόνη διέξοδος για τη χώρα είναι η άμεση ενίσχυσή της με κεφάλαια για να ανασχεθεί η ύφεση και να ανακάμψει η οικονομία της.

Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ