Τις έντονες αντιδράσεις του Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) προκαλεί το πακέτο μέτρων που ανακοίνωσε στις 10 Αυγούστου ο υφυπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ), Α. Παπαγεωργίου, υποστηρίζοντας ότι «όχι μόνο δεν πραγματοποιεί αυτά που υπόσχεται, αλλά οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς την αγορά φωτοβολταϊκών στη χώρα μας, απειλώντας χιλιάδες θέσεις εργασίας».

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Συνδέσμου, θα ακολουθήσει σύντομα και δεύτερο πακέτο μέτρων, το οποίο απαιτεί νομοθετικές ρυθμίσεις από το Κοινοβούλιο.

Στην ανακοίνωση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «οι αποφάσεις του ΥΠΕΚΑ αντιμετωπίζουν υποτίθεται το “τεράστιο έλλειμμα στον Ειδικό Λογαριασμό εξαιτίας χρόνιων προβλημάτων και εσφαλμένου σχεδιασμού”. Με εξαίρεση όμως την ενεργοποίηση ενός μέτρου που αποφασίστηκε το 2010 με το ν.3851/2010 και δεν εφαρμοζόταν έως σήμερα (μεταφορά πόρων του τέλους ΕΡΤ στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ), όλα τα άλλα μέτρα ουδόλως ανακουφίζουν άμεσα τον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ, αφού αφορούν σε μελλοντικές επενδύσεις, οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση θα υλοποιούνταν έπειτα από 2-3 χρόνια».

Κατά τον ΣΕΦ, η απόφαση αυτή υφυπουργού ΠΕΚΑ «ευνοεί μόνο το παρεμπόριο αδειών, πλουτίζοντας κάποιους επιτήδειους και ανεβάζοντας αναίτια το επενδυτικό κόστος, αφήνει ανέγγιχτους τους ελάχιστους επενδυτές που ευνοήθηκαν από τη διαδικασία fast track σε αντίθεση με χιλιάδες μικρομεσαίους επενδυτές που θίγονται, ενώ αποθαρρύνει οποιονδήποτε ξένο επενδυτή θα ήθελε να επενδύσει στη χώρα».

«Ορισμένες αποφάσεις του υφυπουργού ΠΕΚΑ γράφτηκαν κυριολεκτικά στο πόδι, δημιουργώντας ανισότητες μεταξύ επενδυτών, και εγείρουν μείζονα ερωτήματα, τόσο ως προς τη σκοπιμότητά τους, όσο και ως προς τη νομιμότητά τους» συνεχίζει ο ΣΕΦ και προσθέτει ότι «είναι χαρακτηριστικό ότι ο υφυπουργός ΠΕΚΑ αναστέλλει την αδειοδοτική διαδικασία για πολλά έργα ισχύος μικρότερης του ενός μεγαβάτ τα οποία υπέβαλαν αιτήσεις στα μέσα του 2010 (και ο Διαχειριστής Δικτύου δεν προωθούσε παράνομα επί δύο χρόνια παρά τις σαφείς επιταγές του ν.3851/2010 για εξέταση των αιτημάτων εντός τετραμήνου), ενώ επιτρέπει τη συνέχιση έργων μεγαλύτερης ισχύος που υπέβαλαν αιτήσεις στη ΡΑΕ ένα και πλέον χρόνο αργότερα και πήραν άδεια παραγωγής, παρακάμπτοντας έτσι κάθε σειρά προτεραιότητας και ευτελίζοντας κάθε έννοια ισονομίας μεταξύ των επενδυτών».

Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, «χιλιάδες επενδυτές δικαιούνται πλέον να προσφύγουν νομικά κατά της απόφασης αυτής, διεκδικώντας τόσο τα έξοδα στα οποία έχουν υποβληθεί μέχρι τώρα, όσο και αποθετικές ζημίες και διαφυγόντα κέρδη λόγω της εμμονής των αρμοδίων φορέων να καταστρατηγούν τους νόμους».

Για τις πρωτοφανείς, όπως τις χαρακτηρίζει, μειώσεις των εγγυημένων τιμών για νέες και εκκρεμείς αιτήσεις φωτοβολταϊκών, «οι περισσότερες από τις επενδύσεις αυτές δεν είναι βιώσιμες, αφού οι αποδόσεις τους είναι μικρότερες από το επιτόκιο δανεισμού και έχουν αρνητικές χρηματοροές την πρώτη δεκαετία και, φυσικά, δεν “αποφέρουν ικανοποιητικά έσοδα”».

«Η ειρωνεία είναι», κατά τον ΣΕΦ, «ότι οι νέες εγγυημένες τιμές πώλησης είναι κατά 14,3%-35% χαμηλότερες από αυτές που εισηγήθηκε η ΡΑΕ στις 3/8. Κι εδώ εγείρεται ένα μείζον πολιτικό ερώτημα. Γιατί ο υφυπουργός ΠΕΚΑ αγνοεί τόσο προκλητικά τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας; Και γιατί επί έναν μήνα ταλαιπωρεί την αγορά με φήμες και διαρροές όταν όλα ήταν προαποφασισμένα από την πρώτη μέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του;»

Σύμφωνα με τον ΣΕΦ, «ο κ. Παπαγεωργίου δεν έλαβε υπόψη του ούτε ψήγμα των προτάσεων που υπέβαλαν οι φορείς της αγοράς και απέφυγε τον ουσιαστικό διάλογο περιοριζόμενος μόνο σε τυπικές συναντήσεις με τους φορείς για τα μάτια του κόσμου».

Ο Σύνδεσμος καταλήγει λέγοντας ότι τα προβλήματα ρευστότητας «συνδέονται άρρηκτα με τις πολλές και μεγάλες στρεβλώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας» και υποστηρίζεει ότι «τον τελευταίο καιρό έχουν τεχνηέντως ενοχοποιηθεί σχεδόν αποκλειστικά τα φωτοβολταϊκά και μένουν στο απυρόβλητο οι πραγματικοί υπεύθυνοι της κρίσης (που δεν είναι άλλοι από τους παραγωγούς και προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας με ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα)».

Ο ΣΕΦ λέει ότι για τους παραγωγούς αυτούς «δεν είδαμε και δεν ακούσαμε κανένα μέτρο, παρόλο που οι στρεβλές και σκανδαλώδεις επιδοτήσεις προς τα ορυκτά καύσιμα αγγίζουν το 1,5 δισ. € ετησίως».