Ηταν ο «Χουντίνι», ο «Κικέρων», ο «Κλήμης», ο «Λαέρτης». Ηταν υπάλληλος του Εμπορικού Επιμελητηρίου και μέλος μυστικής οργάνωσης. Ηταν αρχηγός ανταρτικής ομάδας, υπουργός, συνωμότης, επίδοξος πραξικοπηματίας. Η πολυτάραχη, σύντομη ζωή του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη ταυτίζεται με την ιστορία του Κυπριακού. Από τον αντιαποικιοκρατικό αγώνα κατά των Αγγλων στο αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα, από την άνοδο του εθνικισμού στη βία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, από τη στοίχιση πίσω από την ηγεσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις εσωτερικές πολιτικές έριδες, ο Γιωρκάτζης λειτούργησε ως σημαίνων παράγοντας και πολύ συχνά ως καταλύτης. Αντιφατική προσωπικότητα με αμφιλεγόμενη δράση, υποδεικνύει με τον βίο και την πολιτεία του πόσο πολυδαίδαλο και σκοτεινό είναι στην πραγματικότητα το μέγαρο που στεγάζει τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου.

«Χουντίνι»: Ο αντίπαλος της αποικιοκρατίας

Γεννημένος στο Παλαιχώρι της Κύπρου στις 21 Νοεμβρίου 1930 ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης είναι το πέμπτο παιδί μιας επταμελούς οικογένειας που διακρίνεται για την ενεργητικότητα και την οξύνοια, αλλά όχι και την ευρεία μόρφωσή του. Η κυπριακή κοινωνία, στην οποία βγαίνει αποφοιτώντας από τη Σχολή Σαμουήλ το 1950, ασφυκτιά ως βρετανική αποικία. Η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία ζητεί με έντονο τρόπο την ένωση με την Ελλάδα, η τουρκοκυπριακή μειοψηφία στρέφεται αργά αλλά σταθερά προς την Τουρκία. Στα 24 του ο πολιτικοποιημένος Γιωρκάτζης θα επιλέξει ως λύση τα όπλα: είναι ανάμεσα στα πρώτα στελέχη που συγκροτούν τα κλιμάκια της απελευθερωτικής οργάνωσης ΕΟΚΑ που συστήνει ο ελλαδίτης στρατηγός Γεώργιος Γρίβας με την επίνευση της ελληνικής κυβέρνησης το φθινόπωρο του 1954. Απλός υπάλληλος του Εμπορικού Επιμελητηρίου στην καθημερινότητά, γίνεται παράλληλα ο «Κικέρων», επιφορτισμένος από τον Γρίβα με το καθήκον «να εντοπίζει στόχους, να βρίσκει ασφαλή κρησφύγετα και να στρατολογεί πράκτορες», όπως σημειώνει ο γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ στο βιβλίο του «Ιστορία της Κύπρου» (τ. Β’, εκδ. Εστία). Τον Μάιο του 1955 αποκτά με την εξουσιοδότηση του αρχηγού μία επιπλέον ιδιότητα, εκείνη του εκτελεστή των προδοτών του αγώνα. Ο «σιωπηλός άνθρωπος που δεν έγραφε τίποτα σε χαρτί», σύμφωνα με τον Ρίχτερ, οργανώνει δίκτυα πληροφοριοδοτών στο εσωτερικό της κυπριακής αστυνομίας, όπως και ομάδες εκτελεστών, είναι όμως εξαιρετικά προσεκτικός ώστε να μην αναμειχθεί σε δολοφονικές πράξεις. Συλλαμβάνεται τον Σεπτέμβριο του 1955 κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης ενός επιλεγμένου στόχου, αλλά αθωώνεται επειδή προνόησε να μην οπλοφορεί. Παραμένει φυλακισμένος ωστόσο στο κάστρο της Κερύνειας για δύο εβδομάδες, έως ότου πραγματοποιήσει την πρώτη από τρεις θεαματικές αποδράσεις που έκαναν τους Βρετανούς να του αποδώσουν το παρωνύμιο «Χουντίνι». Στην εντυπωσιακότερη από αυτές, στις 31 Αυγούστου 1956, μια άλλη σκοτεινή φυσιογνωμία του Κυπριακού, ο Νίκος Σαμψών, πραγματοποιεί έφοδο στο Γενικό Νοσοκομείο της Λευκωσίας, όπου ο Γιωρκάτζης είχε μεταφερθεί προσποιούμενος τον άρρωστο, δίνοντάς του την ευκαιρία να απαλλαγεί από τις χειροπέδες του και να δραπετεύσει από μια πλαϊνή είσοδο. Με τις δάφνες του βασανισμένου από το βρετανικό καθεστώς αγωνιστή, ο για τους φίλους του «Πόλυς» εισέρχεται μετά το τέλος της αποικιοκρατίας το 1959 στη νέα εποχή που ευαγγελίζονται οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου ως ανερχόμενο πολιτικό στέλεχος.

«Ισχυρός ανήρ»: ο άνθρωπος των μηχανισμών

Η Κύπρος ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος τον Αύγουστο του 1960 με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και Σύνταγμα που εξασφαλίζει ανεκτό τότε καθεστώς τόσο για την πλειοψηφία του 82% των Ελληνοκυπρίων όσο και για τη μειοψηφία του 18% των Τουρκοκυπρίων. Παρά τις υπαρκτές ασυμφωνίες και τα προβλήματα μεταξύ των δύο κοινοτήτων, την ανάμειξη των εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδας, Τουρκίας, Βρετανίας) και το ασταθές πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, η γενικότερη αίσθηση είναι ότι ύστερα από τέσσερα χρόνια σκληρού αντιαποικιοκρατικού αγώνα και πολλές εκατοντάδες νεκρούς η ειρήνευση του νησιού αρκεί για να βρεθεί ένα modus vivendi. Στην πραγματικότητα, το Σύνταγμα αποδεικνύεται αλυσιτελές, η επιρροή των εγγυητριών δυνάμεων φθοροποιός, οι προσωπικές εμμονές της ηγεσίας των κοινοτήτων ανυπέρβλητες, ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων αποσταθεροποιητικός. Ολα αυτά όμως βρίσκονται στο μέλλον. Στο παρόν, ο Μακάριος σχηματίζει μεταβατική κυβέρνηση με τους πρωταγωνιστές του αντιαποικιοκρατικού αγώνα και ο Γιωρκάτζης προτού καν κλείσει τα 30 ορκίζεται υπουργός Εργασίας. Λίγο αργότερα θα μετακινηθεί στο υπουργείο Εσωτερικών, ενώ από το 1964 αναλαμβάνει παράλληλα και το υπουργείο Αμυνας. Στο μεταξύ έχει αναδειχθεί σε υπ’ αριθμόν 2 της κυπριακής ιεραρχίας: είναι ο «ισχυρός ανήρ», όπως τον περιγράφει στο βιβλίο του «Ανοχύρωτη πολιτεία. Κύπρος 1960-1974» (2 τ., εκδ. Εστία) ο Νίκος Κρανιδιώτης, στενός συνεργάτης του Μακαρίου και γνώστης του πολιτικού παρασκηνίου.

Η εξαιρετικά νευραλγική θέση του θα τον καταστήσει άνθρωπο των μηχανισμών. Είναι de facto επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών, εποπτεύει το αστυνομικό δίκτυο, γίνεται αρχηγός του κυπριακού κλάδου της Gladio, του δικτύου μυστικών οργανώσεων που είχε οργανωθεί στη Δυτική Ευρώπη για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο της ανάρρησης κομμουνιστικών κομμάτων στην εξουσία. Η τελευταία εξελίσσεται στην «Οργάνωση Ακρίτας», εξοπλίζεται σύμφωνα με ορισμένες πηγές με όπλα που της χορηγεί η ήδη σκοτεινή προσωπικότητα του μετέπειτα δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου και χρησιμοποιείται τόσο κατά της ακραίας εθνικιστικής τουρκοκυπριακής οργάνωσης ΤΜΤ όσο και ως ιδιωτικός στρατός του ίδιου του Γιωρκάτζη. Επίμονες φήμες υποστηρίζουν ότι παρακολουθεί τηλεφωνικά φίλους και εχθρούς του Μακαρίου. Επιτηρεί τόσο τη δεξιά αντιπολίτευση όσο και το ΑΚΕΛ, κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου, παρά το ότι αυτό συντάσσεται με τη γραμμή του Αρχιεπισκόπου. Ταυτόχρονα φροντίζει για την καλλιέργεια πολιτικής πελατείας: Στις αρχές του 1962 ανασυντάσσει τους παλιούς πολεμιστές της ΕΟΚΑ σε συνδέσμους αγωνιστών από τους οποίους αντλεί υποστήριξη.

Σε ένα νεόκοπο κράτος με πρόσφατο παρελθόν βίας και παρόν υπόπτου ανακωχής η επιβολή της τάξης απαιτεί λεπτούς χειρισμούς. Το κατά πόσον η ευθύνη για την έκρηξη της διακοινοτικής βίας στη Λευκωσία, η οποία σύμφωνα με τα τότε επίσημα στοιχεία στοίχισε τη ζωή σε 364 Τουρκοκυπρίους και 174 Ελληνοκυπρίους, τον Δεκέμβριο του 1963, βαραίνει αποκλειστικά τον Γιωρκάτζη παραμένει σημείο αντιλεγόμενο. Το ότι δεν κατόρθωσε να ελέγξει τις επίσημες και ανεπίσημες στρατιωτικές δυνάμεις που είχε στα χέρια του είναι βέβαιο. Το ερώτημα είναι αν επιθυμούσε πραγματικά να τις συγκρατήσει. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες που επικαλείται ο κύπριος δημοσιογράφος Μακάριος Δρουσιώτης στο βιβλίο του «Η πρώτη διχοτόμηση. Κύπρος 1963-1964» (εκδ. Αλφάδι), ο εξοργισμένος Μακάριος σπεύδει στα γραφεία της Οργάνωσης του Γιωρκάτζη κατηγορώντας τον για υποκίνηση των επεισοδίων. Ο ίδιος έχει προλάβει να κρυφτεί πίσω από μια κουρτίνα, αφήνοντας τον μελλοντικό πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη να επιχειρήσει να τον εξευμενίσει. Στάση αντιστρόφως ανάλογη από εκείνη που λίγο νωρίτερα κρατά, όταν προσπαθεί ανεπιτυχώς να πείσει τηλεφωνικά τον διοικητή των ελληνικών δυνάμεων που στάθμευαν στην Κύπρο (ΕΛΔΥΚ) να αναμειχθεί στις συγκρούσεις φωνάζοντάς του «να σε χέσω, κύριε διοικητά».

Αντίθετα με ό,τι μπορεί να υποδηλώνει η υποτακτική του στάση προς τον Μακάριο, o Γιωρκάτζης δεν είναι άνθρωπος των συμβιβασμών. Η πολιτική λειτουργεί για εκείνον ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος με νικητές και ηττημένους – ενδιάμεσος βαθμός δεν υπάρχει. Το έχει αποδείξει ήδη από τα χρόνια της ΕΟΚΑ: εκτός από ενόχους προδοσίας ή βρετανούς αποικιοκράτες, η ομάδα του έχει εκκαθαρίσει και ατίθασους Τουρκοκυπρίους ή ενοχλητικούς ελληνοκύπριους αριστερούς. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που τον εμπιστεύονται πλήρως – σε μια σκληρή εποχή όμως κάθε άνθρωπος έχει τη χρήση του. Διόλου τυχαία, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων του 1964 μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στην περιοχή Μανσούρας-Κοκκίνων ο Γιωρκάτζης θα είναι εκείνος που θα τηλεφωνήσει στην αμερικανική πρεσβεία απειλώντας με επίθεση σε άσχετα τουρκοκυπριακά χωριά αν η τουρκική αεροπορία δεν σταματήσει τους βομβαρδισμούς ελληνοκυπριακών θέσεων. Η απειλή είναι πειστική όχι επειδή ο Γιωρκάτζης λόγω θέσης μπορεί να κινήσει άμεσα τους συγκεκριμένους μηχανισμούς, αλλά ακριβώς επειδή λογίζεται επίφοβος.

«Συνωμοτική προσωπικότητα»: ο επίδοξος πραξικοπηματίας

Είτε προετοιμάζεται από νωρίς για μια μελλοντική έφοδο στην προεδρική εξουσία είτε είναι απλώς εκ φύσεως συγκεντρωτικός, διεκδικεί μονίμως νέες αρμοδιότητες και διοικητικά τιμάρια. Δημιουργεί το προσωπικό του δίκτυο εντός των αστυνομικών υπηρεσιών, θέλει να υπαγάγει υπό τις διαταγές του τον αρχηγό της Εθνικής Φρουράς (του κυπριακού στρατού, με άλλα λόγια), ενώ όταν το 1964 η ελληνική κυβέρνηση στέλνει τμηματικά με μυστικό τρόπο μια μεραρχία στρατού στην Κύπρο ως αποτρεπτικό μέτρο πιθανής τουρκικής εισβολής, απαιτεί να τεθεί υπό τον έλεγχό του. Προσκρούοντας στην άρνηση της κυβέρνησης λέγεται ότι αναρωτιέται: «Τότε τι υπουργός Αμύνης της Κύπρου είμαι και τι αρμοδιότητα έχω;».

Τα ίδια τα γεγονότα θα συνωμοτήσουν για να υπονομεύσουν τη θέση αυτής της κατά τον Κρανιδιώτη «έντονα συνωμοτικής προσωπικότητας». Μετά τη σύγκρουση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β’ και την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου το 1965 οι κυβερνήσεις των Αποστατών και αργότερα της δικτατορίας επιχειρούν να παραγκωνίσουν τον Μακάριο αποβλέποντας σε μια λύση του Κυπριακού μέσω διμερών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, τακτική που ευνοούν και οι ΗΠΑ. Ως αντίβαρο στον ατίθασο Αρχιεπίσκοπο προωθείται ο συντηρητικότερος, σφοδρός αντικομμουνιστής Γρίβας. Με εκείνον στο προσκήνιο ο Γιωρκάτζης χάνει τα ερείσματά του στον ελληνικό στρατό της Κύπρου. Οφείλει στη δεδομένη συγκυρία να διαλέξει στρατόπεδο ή να δημιουργήσει το δικό του. Εχοντας και εκείνος δάφνες αδιάλλακτου ενωτικού, με πρόσβαση στο ημίφως των μυστικών υπηρεσιών, ο ρόλος των οποίων είχε αναβαθμιστεί ελέω χούντας, ο Γιωρκάτζης αποφασίζει να παίξει το δικό του παιχνίδι ως ανεξάρτητος παράγοντας.

Σύμμαχός του στις επερχόμενες επικίνδυνες περιστάσεις, η αίσθηση του αδίστακτου που τον ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. «Ο Γιωρκάτζης δεν έχει αρχές και δεν υπάρχει κανενός είδους έγκλημα που δεν θα μπορούσε να διαπράξει» τηλεγραφεί η Υπάτη Βρετανική Αρμοστεία προς το Foreign Office τον Οκτώβριο του 1969. Σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» τον Μάιο του 1976 ο τότε πρόεδρος της ΕΔΕΚ Βάσος Λυσσαρίδης ομολογεί ότι πάντοτε τον θεωρούσε «διπλό πράκτορα». Ο Κρανιδιώτης δεν διστάζει να τον χαρακτηρίσει «άνθρωπο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών» και ο ίδιος ο Μακάριος φέρεται να τον χρίζει συνεργάτη των συνταγματαρχών. Την περίοδο 1968-1970 ο Γιωρκάτζης θα τους δικαιώσει όλους αναφορικά με τον αμοραλισμό του και την έφεση στις μηχανορραφίες.

Οταν ο Αλέκος Παναγούλης καταφεύγει στην Κύπρο καταζητούμενος από τη χούντα, τον εντοπίζει ο Γιωρκάτζης. Αντί να τον συλλάβει, συναντάται μαζί του και καταλήγει ο ίδιος αντιστασιακός, προμηθεύοντάς τον με όπλα και εκρηκτικά. Τα κίνητρά του; Η μία άποψη θέλει τον Γιωρκάτζη χολωμένο από την τυχοδιωκτική πολιτική των συνταγματαρχών στο Κυπριακό να αποφασίζει να στραφεί εναντίον τους. Η δεύτερη, την οποία υποστηρίζει ο Δρουσιώτης στο βιβλίο του «Δύο απόπειρες και μια δολοφονία. Η χούντα και η Κύπρος, 1967-1970» (εκδ. Αλφάδι), υποστηρίζει ότι ο Γιωρκάτζης δρα ως σύμμαχος τη χουντικής «σκληροπυρηνικής πτέρυγας» των Ιωάννη Λαδά, Κώστα Ασλανίδη και του μετέπειτα δικτάτορα Δημητρίου Ιωαννίδη, αποσκοπώντας σε προσωπικά οφέλη μετά την άνοδό τους στην εξουσία. Με την αποτυχία της απόπειρας του Παναγούλη όμως ο ρόλος του Γιωρκάτζη αποκαλύπτεται και επέρχεται η πτώση: την 1η Νοεμβρίου 1968 εξαναγκάζεται σε παραίτηση.

Εκτός νυμφώνος της εξουσίας επιζητεί απεγνωσμένα διόδους επιστροφής, με αποτέλεσμα να καθίσταται ύποπτος στον Μακάριο. Καθώς ο Γιωρκάτζης αποτελεί δυνητικό εναλλακτικό πολιτικό πόλο και διατηρεί λαϊκή επιρροή ως ιδρυτής του Ενιαίου Κόμματος μαζί με τους Γλαύκο Κληρίδη και Τάσσο Παπαδόπουλο, οι σχέσεις τους ψυχραίνονται – ιδιαίτερα από τη στιγμή που στη Λευκωσία του 1969 κέντρα και παράκεντρα εξουσίας πολλαπλασιάζονται: η μακαριακή κυβέρνηση, τέσσερα νεοϊδρυθέντα κόμματα, οι παράνομες αντιμακαριακές ομάδες του Γρίβα, οι ελλαδίτες χουντικοί και αντιχουντικοί αξιωματικοί των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, οι ηγέτες των Τουρκοκυπρίων και οι παραστρατιωτικές τουρκοκυπριακές οργανώσεις συνθέτουν το ιδανικό σκηνικό μακιαβελικών προδιαγραφών. Πρόθυμος συνωμότης πλέον, ο Γιωρκάτζης καθίσταται «το πρώτο όργανο των συνταγματαρχών», όπως σημειώνει ο Κρίστοφερ Χίτσενς στο βιβλίο του «Hostage to History» (εκδ. Verso). Ο Γλαύκος Κληρίδης φέρεται να προειδοποιεί τον Μακάριο από τον Φεβρουάριο του 1970 ότι επίκειται πραξικόπημα και απόπειρα δολοφονίας του, κατονομάζοντας ως φυσικό αυτουργό τον πρώην υπουργό Εσωτερικών. Διάσπαρτες μαρτυρίες ενεχομένων και τεκμήρια που ήρθαν αργότερα στο φως συγκλίνουν στο ότι ο απριλιανός πρωτεργάτης Δημήτρης Παπαποστόλου, τότε διοικητής της Μοίρας Καταδρομών στην Κύπρο, μυεί τον Γιωρκάτζη σε σχέδιο δολοφονίας του Μακαρίου και ανατροπής της κυβέρνησής του με τις ευλογίες της χούντας. Ταυτόχρονα, ο Παπαποστόλου παίζει διπλό παιχνίδι αφήνοντας να διαρρεύσουν στον Μακάριο πληροφορίες κατά του Γιωρκάτζη προκειμένου να τον χρησιμοποιήσει ως αποδιοπομπαίο τράγο σε περίπτωση απροόπτου. Η απόπειρα πραγματοποιείται στις 8 Μαρτίου 1970, ο Μακάριος όμως διασώζεται. Δέκα άτομα συλλαμβάνονται, μεταξύ των οποίων και άνθρωποι του περιβάλλοντος του Γιωρκάτζη.

Ο Αρχιεπίσκοπος τον κατονομάζει ευθέως στους στενούς συνεργάτες του ως εμπνευστή της συνωμοσίας και διατάζει αρχικά τη σύλληψή του – για να την ανακαλέσει αργότερα. Σε δεινή θέση ο Γιωρκάτζης δηλώνει ότι αποσύρεται από την πολιτική και επιχειρεί στις 13 Μαρτίου να διαφύγει στη Βηρυτό. Επειτα από προσωπική εντολή του Μακαρίου όμως το αεροπλάνο στο οποίο επιβαίνει επιστρέφει στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Για την κοινή γνώμη η απόπειρα διαφυγής επιβεβαιώνει το όργιο φημών, ενώ οι ισχνές δικαιολογίες του ακυρώνουν το τεκμήριο της αθωότητας. Στο πρωτοσέλιδο των «Νέων» της 14ης Μαρτίου 1970 η συνομιλία του με τον απεσταλμένο της εφημερίδας στη Λευκωσία Μανώλη Μαθιουδάκη είναι χαρακτηριστική: «–Πού θα πηγαίνατε; –Στη Βηρυτό. –Για πόσες ημέρες; –Δεν είχα αποφασίσει. –Γιατί διαλέξατε τη Βηρυτό; –Γιατί ήταν πιο κοντά. Ηθελα να ξεσκάσω». Το επόμενο βράδυ, καθ’ οδόν με το αυτοκίνητό του προς την απόμερη τοποθεσία Μία Μηλιά για προγραμματισμένη συνάντηση με τον Παπαποστόλου, όπως είχε δηλώσει σε φίλους του, θα δολοφονηθεί με επτά σφαίρες.

Γιατί δολοφονήθηκε ο Γιωρκάτζης; Αναφορικά με τα άμεσα κίνητρα οι απόψεις διίστανται. Ο Νίκος Κρανιδιώτης απηχεί μια παλαιότερη προσέγγιση, η οποία θέλει τον πρώην υπουργό Εσωτερικών μεταμεληθέντα να έχει στραφεί «προς το παρ’ ολίγον θύμα του και, αποκαλύπτοντας όλες τις λεπτομέρειες της συνωμοσίας, να ζητεί τη δική του εξιλέωση και την τιμωρία των άλλων». Ο Δρουσιώτης υποστηρίζει αντιθέτως ότι ο Γιωρκάτζης δεν είχε άλλη οδό διαφυγής από το να ελπίζει στην εκδήλωση της στάσης και στην άμεση ανατροπή του Αρχιεπισκόπου. Με αυτή την ελπίδα πορευόταν στο μοιραίο ραντεβού της 15ης Μαρτίου: «Αύριο θα κάμουν το πραξικόπημα» έλεγε στους φίλους του Βάσο Τόφα και Κυριάκο Πατατάκο. Οσο για τα έγγραφα με τις λεπτομέρειες του σχεδίου του πραξικοπήματος που ο τελευταίος παρέδωσε στον Μακάριο μετά τον θάνατο του Γιωρκάτζη, ο Δρουσιώτης επικαλείται μαρτυρία του Πατατάκου στην οποία δεν αναφέρεται τίποτε περί μεταμέλειας: όφειλε να τα φυλάξει σε «ασφαλές μέρος» και μόνο στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι στον Γιωρκάτζη να τα παραδώσει – αν και όχι στον Αρχιεπίσκοπο, αλλά στον πολιτικό του συνεργάτη στο Ενιαίο Κόμμα Γλαύκο Κληρίδη. Και οι δύο ερμηνείες ωστόσο συγκλίνουν στο ότι ο Γιωρκάτζης από κεφάλαιο της συνωμοσίας είχε καταστεί πλέον ζημιογόνος παράγοντας: το ισοζύγιο της γνώσης του ήταν τέτοιο ώστε νεκρός άξιζε περισσότερο παρά ζωντανός.

Παρίας μετά θάνατον για τον πολιτικό κόσμο της Κύπρου, ο Γιωρκάτζης κηδεύεται στις 17 Μαρτίου 1970 παρουσία 20.000 ατόμων. Από την κυβέρνηση το «παρών» δίνει μόνο ο προσωπικός φίλος και κουμπάρος του Τάσσος Παπαδόπουλος. Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου που δεν κατάφερε εκείνος να φέρει σε πέρας πρόκειται να πραγματοποιήσουν για λογαριασμό των συνταγματαρχών τέσσερα χρόνια αργότερα οι τοποτηρητές του Ιωαννίδη στην ΕΟΚΑ Β’ και στην Εθνική Φρουρά. Και ο πραγματικός επίλογος της ζωής του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη είναι τελικά ο ίδιος με αυτόν της τραγικής κυπριακής 25ετίας στην οποία πρωταγωνίστησε: η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974.