Λίγο προτού πέσω για ύπνο, καθόµουν στον καναπέ µου αγκαλιά µε το λάπτοπ και µανατζάριζα το άβατάρ µου στο «κυβερνοδιάστηµα» – µε άλλα λόγια, έκανα «like» στις επιδόσεις φίλων στο Farmville και attending σε πάρτι διακεκριµένων στο πνεύµα του sex and drugs and rock ’n’ roll οικοδεσποτών. Ηταν µια βραδιά σχεδόν σαν όλες τις άλλες, δυόµισι και κάτι χρόνια νωρίτερα, προτού γιγαντωθεί το Twitter και προτού περισπασµοί τύπου Google+ µπλεχτούν σαν ζιζάνια στα πόδια του βασιλιά των social media, του Facebook. Εκείνη όµως η συγκεκριµένη βραδιά περιείχε έξτρα ανακούφιση, καθώς είχα και πάλι πρόσβαση στο προφίλ µου, έπειτα από δύο µέρες αναγκαστικής αποχής. Η πιθανότερη αιτία της εµπλοκής ήταν ότι υπήρξα «a victim of a phishing scum», όπως είχε αποφανθεί το τυποποιηµένο e-mail από τα κεντρικά του Facebook, στο οποίο υπήρχε link µε οδηγίες για την αποκατάσταση του προβλήµατος. Είχα ακολουθήσει βήµα βήµα τις οδηγίες και, δύο µέρες µετά, είχα ανακτήσει πρόσβαση µε το ίδιο username και κωδικό. Aφού λοιπόν ξεκοκάλισα το newsfeed και αφού καµάρωσα την profile pic µου, έκανα log out και κοιµήθηκα ευτυχισµένη.
Η ευτυχία κράτησε πολύ λίγο. Οταν πήγα να κάνω log in την επόµενη µέρα, πληροφορήθηκα ότι «my account had been disabled because I created or posted content that violated Facebook’s Statement of Rights and Responsibilities». Ο κρύος ιδρώτας που έλουσε τις παλάµες µου δεν εµπόδισε τα δάχτυλά µου να συντάξουν ένα ευγενέστατο πλην απαιτητικό e-mail ρωτώντας ποιους ακριβώς όρους παραβίασα και ζητώντας να επανενεργοποιηθεί ο λογαριασµός µου. Το απαντητικό e-mail, σταλµένο από µηχανή κι όχι από άνθρωπο, επεξηγούσε τι απαγορεύεται να ανέβει στο Facebook: πορνογραφικό υλικό, υλικό µε βίαιο ή επιθετικό περιεχόµενο, υλικό που περιλαµβάνει παράνοµη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Kατόπιν µε πληροφορούσε τα εξής: «Unfortunately, we won’t be able to reactivate your account or respond to your email directly. This decision is final and cannot be appealed».
Συνέταξα νέο e-mail και το έστειλα σε κάθε διεύθυνση σχετική µε την τεχνική υποστήριξη του Facebook που µπόρεσα να αλιεύσω από σχετικά φόρουµ γεµάτα συµπάσχοντες, χιλιάδες απεγνωσµένους ανθρώπους από τα πέρατα του κόσµου που είχαν δει το account τους να εξαφανίζεται εν µιά νυκτί. Υποψιαζόµουν ότι επρόκειτο να παλέψω µε τον αόρατο εχθρό, καθώς καµία µαρτυρία για επιτυχή επικοινωνία µε κάποιον υπάλληλο δεν υπήρχε, παρά µόνο παρακλήσεις που σου ράγιζαν την καρδιά και οργισµένες κατάρες. Πράγµατι, τα µόνα e-mail που λάµβανα στις συνεχείς οχλήσεις µου ήταν λούπες σταλµένες από bot, ενώ οι τηλεφωνικές κλήσεις µου δεν απαντήθηκαν ποτέ. Εβαλα σε εφαρµογή ακόµη και τη µαζική διαµαρτυρία, ζητώντας από φίλους µου µε λογαριασµό στο Facebook να αιτηθούν την αποκατάσταση του προφίλ Evita Kyriazi . Το έκαναν κάµποσοι – τζίφος. Επειτα από εβδοµάδες προσπαθειών, δεν είχα καµία εξέλιξη, καµία απάντηση και τελικά καµία πιθανότητα να διαβάσω ποτέ ξανά τα σχόλια της θείας από την Πενσιλβάνια κάτω από τις φωτογραφίες µου.
Η αίσθηση ότι µπήκαν στο σπίτι µου και µου έκλεψαν το συρτάρι µε τα memorabilia της κοινωνικής µου υπόστασης µε έκανε να σκεφτώ ακόµα και την αγωγή – φαντασιώθηκα να απαιτώ και να κερδίζω τρελή αποζηµίωση από τον Ζούκερµπεργκ για ψυχική οδύνη. Ωστόσο, η πεποίθηση ότι θα συνέχιζα να κυνηγάω ανεµόµυλους είχε κερδίσει πια έδαφος µέσα στους δύο µήνες που πάλευα χωρίς τύχη. Και η τσατίλα µου για τον «Ζακ» (όπως τον αποκαλούν ελαφρώς κοροϊδευτικά στην Καλιφόρνια), αναµείχθηκε µε κάποια περιφρόνηση παράλογη, πλην σωτήρια για τας φρένας µου (αν σκεφτείς ότι µέχρι κι έναν φίλο που σπούδαζε στο Σαν Φρανσίσκο προσπάθησα να βάλω µέσο για να πείσει έναν γνωστό του εργαζόµενο στο Facebook να ασχοληθεί µε την περίπτωσή µου), όταν διάβασα ένα δηµοσίευµα στο σάιτ του CNN tech που µιλούσε απαξιωτικά για το ανύπαρκτο customer service της εταιρείας. «Ηλίθιοι ερασιτέχνες, δεν σας έχω ανάγκη» αποφάσισα – και αφοσιώθηκα στο να αναµένω τη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης του Google (του οποίου το customer service, παρεµπιπτόντως, λειτούργησε άψογα σε παρόµοιο πρόβληµα χακαρίσµατος).
Η προσπάθεια αποστασιοποίησής µου δεν κράτησε πολύ. Σε λιγότερο από έξι µήνες έκανα νέο account στο Facebook. Μπορεί η εµπιστοσύνη ανάµεσά µας να κλονίστηκε για πάντα, αλλά αυτή τη σχέση τη χρειάζοµαι – κι ας είναι πια συµβατική.
ΥΓ.: Στο Google+ δεν µπαίνω ποτέ.