Με την επιστράτευση ενός ιδιαιτέρως λεπτού χιούμορ, που γίνεται αμέσως φανερό στην αφήγησή του, ο Χρήστος Χαρτοματσίδης εικονογραφεί σε όλα τα βιβλία του υπό λοξήν γωνίαν τα πάθη των πρωταγωνιστών του. Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, Το παλιό κτίριο (1991), και τα μυθιστορήματα Κιθαρίστας σε ταβέρνα (1996), Οι περιπέτειες του Μπρέγκα (2001) ως τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή Φωτο-Veritas (2003), ο συγγραφέας μάς προκαλεί να ανακαλύψουμε πίσω από τα χιουμοριστικά του σκαριφήματα τις περιπέτειες μιας κατά κανόνα απόβλητης κοινωνικής ομάδας ή τάξης (αφήνω έξω από τον λογαριασμό το αρχαιοπρεπές και μάλλον αμήχανο μυθιστόρημά του Μια εταίρα θυμάται, 2009).
Οι απόβλητοι μπορεί να είναι πολιτικοί πρόσφυγες εξ Ελλάδος στις χώρες του σοβιετικού σοσιαλισμού, ξένοι μετανάστες, γυναίκες που αγωνίζονται να τα φέρουν πέρα με το καλό ή το κακό, αλλά και άντρες που παλεύουν κόντρα στην άρνηση και στην αδιαφορία που συναντούν καθημερινά τριγύρω τους, ζώντας σε έναν κόσμο πρόθυμο όχι μόνο να τους υποπτευθεί για ψύλλου πήδημα, αλλά και να τους σπρώξει με συνοπτικές διαδικασίες στο περιθώριο.
Απόβλητοι μοιάζουν οι ήρωες και στο καινούργιο πεζογράφημα του Χαρτοματσίδη, που κινείται μεταξύ μυθιστορήματος και νουβέλας, τείνοντας σαφώς (λόγω του μικρού χρονικού διαμετρήματος της δράσης του) προς τη νουβέλα. Με σκηνικό χώρο τις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του 1980, τα τέσσερα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου (δυο αγόρια και δυο κορίτσια), παρακολουθούν την εποχή τους από μια λίγο πολύ απαγορευτική απόσταση, σκοντάφτοντας στις ως εξ αντικειμένου χαμηλές ταξικές τους προσδοκίες, που δεν μπορούν να υπερβούν τον πνιγηρό συνοικιακό τους ορίζοντα.

Καλοχτισμένη κωμωδία
Ολα εδώ δείχνουν στενά και αποκαρδιωμένα: ένας κατά λάθος νεαρός ληστής, ένας οργανωμένος κομμουνιστής που προσπαθεί με την κομματική γροθιά να σπάσει τα μούτρα της υπαρξιακής του δυσφορίας, μια λαϊκή τραγουδίστρια που αγωνίζεται να επιβιώσει διασώζοντας ένα ζωτικό κομμάτι από την αξιοπρέπειά της και μια θεούσα που ψάχνει απεγνωσμένα τον έρωτα.
Κανένας ατυχώς δεν θα κερδίσει, αλλά και κανένας εν τέλει δεν θα συντριβεί σε αυτό το εκ των προτέρων υπονομευμένο παιχνίδι της απατηλής λάμψης της ματαιοδοξίας. Ο βίος μπορεί να είναι σκληρός και άδικος, δεν θα καταλήξει όμως ποτέ στην πλήρη στέρηση και δεν θα επιτρέψει σε καμία περίπτωση τη θηριωδία. Οι άνθρωποι θα καταφέρουν να επιβιώσουν χωρίς να τσαλακώσουν την πίστη και την ελπίδα τους, έχοντας τη δυνατότητα να ξεκινήσουν τα πάντα από την αρχή.
Με οδηγό του το ανάλαφρο (ποτέ ξεκαρδιστικό ή ανατριχιαστικό) γέλιο και τη διακωμώδηση του αστυνομικού μυθιστορήματος και της γκανγκστερικής ιστορίας ο Χαρτοματσίδης θα αποφύγει να γράψει ένα λαϊκό μελόδραμα για την υποβαθμισμένη ζωή των Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (συνοικία στην οποία τοποθετούνται και Οι περιπέτειες του Μπρέγκα), αντιπροτείνοντας στη θέση του μια καλοχτισμένη κωμωδία για τα αδιέξοδα της φτώχειας και της ανισοτιμίας.
Και θα πετύχει δύο σημαντικούς στόχους: να αποδώσει ανάγλυφα το κλίμα της δεκαετίας του 1980 (με τις πληθωρικές συγχύσεις και αυταπάτες του) και να δώσει ολοζώντανη πνοή στον ψυχισμό των χαρακτήρων του, που θα περιπλακούν σε αβυσσαλέες συγκρούσεις δίχως να παραγράψουν την πρωτογενή αθωότητα της κοινωνικής τους καταγωγής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ