Πριν από λίγο τελείωσα την Ελευθερία του Τζόναθαν Φράνζεν. Προσπάθησα να το κάνω να κρατήσει λίγο περισσότερο, όλο και κάτι θυμόμουν να κάνω πριν προχωρήσω άλλη μία σελίδα: τη μία διψούσα, την άλλη η μουσική ήταν δυνατά, την άλλη ήταν πολύ χαμηλά, μετά έπρεπε να πάρω ένα τηλέφωνο, αλλά δεν τα κατάφερα. Η Ελευθερία τελείωσε. 562 πυκνές σελίδες, κι όμως τελείωσαν.

Άκουσα Philip Glass, Leonard Cohen, Tom Waits, άκουσα Wax Tailor και John Cage, διάβασα στην παραλία, στο κρεβάτι μου, σε μία άβολη καρέκλα στην μπροστινή αυλή, το έκλεινα, σημείωνα, υπογράμμιζα, το άνοιγα, κοιτούσα το μεγάλο F στο εξώφυλλο της αγγλικής έκδοσης (Freedom; Franzen;), δάκρυσα σε δύο σημεία και σχεδόν έκλαψα κανονικά σε ένα («“It’s me”, she said, “Just me”», και, δεν ξέρω εάν έφταιγε ο Φράνζεν με την πυρετική του γραφή και όλη τη φρενήρη αφήγηση ως τη σελίδα 559). Σε άλλα σημεία γέλασα δυνατά. Τόσο άμεση ήταν η κάθε μία γραμμή του.

Αλλά τελείωσε. Νιώθω σαν να ανέβηκα ένα σωρό ανηφοριές, τόσο λεκτικές – ο Franzen είναι ο απόλυτος μαέστρος της κάθε φράσης, διευθύνει το κείμενό του με μοναδική ακρίβεια – όσο και πολύ προσωπικές, σαν να ξαπόστασα σε πολλά ξέφωτα, σαν να τελείωσε μία ξέφρενη αλλά και δύσβατη γιορτή. Γνώρισα, κατανόησα και συμπόνεσα την Πάτι, τον Γουόλτερ και τον σκοτεινό Ρίτσαρντ καλύτερα από πολλούς υπαρκτούς γνωστούς μου, διασκέδασα με την πονηρή αναφορά στην Εξιλέωση, την οποία ένας ήρωας βρίσκει βαρετή –καλά του έκανε, ακούς εκεί να πει ο Μακγιούαν ότι ο μόνος μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας είναι ο Ροθ! Όσο διάβαζα, ζητούσα διαρκώς κι εκνευριστικά από τους γύρω μου να κάνουν ησυχία, διακόπτοντάς τους όμως αγενώς και κατά βούληση για να τους διαβάσω αποσπάσματα. Αλλά σήμερα το μεγάλο ταξίδι τελείωσε.

Οι τελευταίες 60 σελίδες, τις οποίες διάβασα με μία λαίμαργη συγκίνηση, συμπύκνωσαν το συγγραφικό μεγαλείο: λύτρωση χωρίς κάθαρση. Ελευθερία με εκούσιες δεσμεύσεις. Σωτήρια ανελευθερία.

Διαβάζοντας την Ελευθερία έκανα κατ’ επανάληψη το ίδιο αναπόφευκτο λάθος. Το συνέκρινα με το Corrections. Συνειδητά. Στις τελευταίες, όμως, εκατό σελίδες έπαψα να το κάνω. Απελευθερώθηκα: και τότε το βιβλίο στάθηκε ξαφνικά αυτόφωτο μπροστά μου.