Καθώς ο πληθυσμός της χώρας δεν αποτελείται αποκλειστικά από όντα ύψους 1.75, με μαύρα μαλλιά, καστανά μάτια, δύο παιδιά, αυτοκίνητο, σκύλο και στεγαστικό δάνειο με αποπληρωμή σε 30 χρόνια, ο «μέσος Έλληνας» είναι ένα ον φανταστικό – όπως ακριβώς και ο «μέσος Γάλλος» ή ο «μέσος Αμερικανός». Αποτελεί συντομογραφία που έχει την τάση να εμφανίζεται στον δημόσιο λόγο σε περιόδους κρίσης για να περιγράψει παραστατικά την ενσάρκωση της κοινής γνώμης, τον «καθημερινό άνθρωπο» της λεγόμενης σιωπηρής πλειοψηφίας.

Το ποιος ακριβώς βέβαια ορίζεται ως «καθημερινός άνθρωπος» ποικίλλει ανάλογα με το ποιος μιλά, σε ποια εποχή και σε ποιο ακροατήριο απευθύνεται. Στους κόλπους της αμερικανικής κοινής γνώμης, για παράδειγμα, ο προνομιακός υποτιθέμενος συνομιλητής πολιτικών, βιομηχάνων, διανοουμένων και δημοσιολόγων στην ύπουλα ανάλογη με τη σημερινή συγκυρία μετά το «κραχ» του 1929 ήταν ο λεγόμενος «ξεχασμένος άνθρωπος».

Στο The Forgotten Man (HarperCollins, 2007) η αμερικανίδα δημοσιογράφος και οικονομολόγος Άμιτι Σλέις ξαναγράφει την ιστορία της Μεγάλης Ύφεσης με μειωμένο θαυμασμό προς τον αρχιτέκτονα του New Deal, Φράνκλιν Ρούζβελτ. Η βασική της επίκριση εναντίον του, βέβαια, ότι το «μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η παρέμβαση, η έλλειψη πίστης στην αγορά» μπορεί το 2007 να ακουγόταν τολμηρή, σήμερα όμως μοιάζει ξανά αστεία. Ωστόσο, το background της ανάλυσής της αναδεικνύει το διαφιλονικούμενο πρόσωπο του ξεχασμένου πολίτη και την τότε συζήτηση γύρω από το τι εκπροσωπούσε και το τι θα έπρεπε να γίνει γι’ αυτόν.

Ο ξεχασμένος άνθρωπος της αρχικής διατύπωσης «ορθόδοξων» οικονομολόγων της προ κραχ εποχής, όπως ο Άντριου Μέλον (ο «Άλαν Γκρίνσπαν της δεκαετίας του ’30», κατά τη Σλάις) και εξεχόντων αντιπολιτευόμενων όπως ο Ουέντελ Ουίλκι (ανθυποψήφιος του Ρούζβελτ το 1940 με το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών), ήταν ο φορολογούμενος που σήκωνε τα βάρη των μεταρρυθμίσεων του New Deal. Με άλλα λόγια, ένα μέλος του υγιούς εκείνου τμήματος της μεσαίας τάξης που δεν είχε συμβάλει με τις πρακτικές του στην κατάρρευση ούτε και είχε πληγεί από αυτήν – και τώρα καλούνταν, υποτίθεται, να πληρώσει τα σπασμένα προς όφελος άλλων.

Ο ξεχασμένος άνθρωπος του Ρούζβελτ ήταν εκείνος που η κρίση είχε θέσει στο περιθώριο της κοινωνίας. Πτωχευμένος αγρότης, άνεργος μικροαστός, βετεράνος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κάτοικος των Hoovervilles (των παραγκουπόλεων αγανακτισμένων διαμαρτυρόμενων κατά της αναποτελεσματικής πολιτικής του προέδρου Χέρμπερτ Χούβερ), οντότητα ορφανή πολιτικά, υιοθετήθηκε επίσημα από τον ίδιο στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1932. Τα 13,6 εκατομμύρια των ανέργων που τη συγκροτούσαν τον Μάρτιο του 1933, βρίσκονταν σύμφωνα με τον ίδιο «στον πυθμένα της οικονομικής πυραμίδας» – και αν δεν ξεκολλούσαν από εκεί θα παρέσυραν το σύνολο στην κατάρρευση.

Η διαφορά μεταξύ των δύο αντιλήψεων είναι ουσιαστικά η διαφορά μεταξύ μιας οικονομιστικής και μιας πολιτικής λογικής. Με οικονομικούς αποκλειστικά όρους, σε κανονικές συνθήκες, με τους (καταχρηστικά ονομαζόμενους) «νόμους» της αγοράς να λειτουργούν στην εντέλεια, στο αεροστεγές εργαστήριο της θεωρητικής μελέτης, ο ξεχασμένος άνθρωπος των Μέλον και Ουίλκι θα ήταν όντως η προτεραιότητα. Όταν η αποστείρωση από τα υπόλοιπα δεδομένα λείψει και προστεθούν εντάσεις, υφέσεις, ψυχολογικές πιέσεις, πολιτικές επιπτώσεις, αστάθμητοι παράγοντες, όλο εκείνο το περίγραμμα που περιβάλλει την οικονομία και ονομάζεται «κοινωνία», γίνεται κατανοητό γιατί το New Deal θυσίασε την ορθόδοξη οικονομική φιλοσοφία της εποχής επιζητώντας τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Η χαρακτηριστικότερη βινιέτα του κειμένου της Σλέις είναι η εικόνα των αμερικανών βετεράνων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να ζητούν επιτακτικά το εφάπαξ της απόλυσής τους καταλαμβάνοντας τις σκάλες του Καπιτωλίου, ενώ βουλευτές και γερουσιαστές φυγαδεύονταν από υπόγειες στοές (σ. 130) – ζωηρή υπόμνηση για την προϊστορία της σημερινής επικαιρότητας. Ο ξεχασμένος άνθρωπος του 1929, όπως και ο σημερινός, δεν ήταν εκείνος που, στριμωγμένος ή όχι, έβρισκε ακόμη θέση στην κοινωνική ιεραρχία. Ήταν εκείνος που αισθανόταν ότι δεν έχει τίποτα να χάσει.