Η αναβίωση του ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος τις τελευταίες δεκαετίες για το φαινόμενο του δωσιλογισμού κατά την περίοδο του Β Δ0 Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη δεν είναι καθόλου παράξενη. Συνδέεται κατ΄ αρχάς με την επανεξέταση διαφόρων παραμελημένων όψεων του πολέμου μετά το 1989, η οποία έδωσε την αφορμή για την αναβίωση της δημόσιας συζήτησης σχετικά με τις εμπειρίες και τα διακυβεύματα της δεκαετίας του 1940. Παράλληλα αυτό το επιστημονικό αλλά και δημόσιο ενδιαφέρον εκφράζει αναμφίβολα την επιθυμία για επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του πολέμου, όπως αυτή οικοδομήθηκε μεταπολεμικά σε κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και στην Ευρώπη συνολικά. Ηταν λογικό η επαναδιαπραγμάτευση αυτή να αφορά και το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή αλλά και της μετέπειτα τύχης των συνεργατών του, απαλλαγμένη, συχνά αλλά όχι πάντα, από παλαιότερα στερεότυπα, όπως π.χ. η ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση του δωσιλογισμού, η αντίληψη περί πανεθνικής αντίστασης κ.ο.κ.

Η τάση αυτή είναι έκδηλη και στην Ελλάδα, ωστόσο η αντίστοιχη ιστοριογραφική παραγωγή σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι περιορισμένη: μολονότι τα σχετικά άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά ή συλλογικούς τόμους έχουν αυξηθεί, οι πρόσφατες μονογραφίες μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριούμάλιστα οι τρεις από αυτές αποτελούν έργα του ίδιου συγγραφέα, του Στράτου Ν. Δορδανά.

Η διαφορά αυτή οφείλεται αναμφίβολα και σε τεχνικούς λόγους, όπως είναι η απουσία κατάλληλων πηγών ή η αδυναμία πρόσβασης σε αυτές. Ταυτόχρονα όμως έχει να κάνει και με άλλες παραμέτρους, όπως ο φόβος για αντιδράσεις (και μηνύσεις) ή η φόρτιση που εξακολουθεί να συνοδεύει τη δημόσια συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα. Και αυτές οι παράμετροι βέβαια δεν είναι καθόλου άσχετες με την εξέλιξη που πήρε το ζήτημα του δωσιλογισμού στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Αναφέρομαι βέβαια στη σχεδόν καθολική ατιμωρησία των δωσιλόγων μετά το 1945 (με την εξαίρεση σλαβομακεδόνων, τσάμηδων ή άλλων μειονοτικών συνεργατών των δυνάμεων κατοχής) και, ακόμη περισσότερο, στην ενσωμάτωσή τους στο μεταπολεμικό καθεστώς, άλλοτε ως εμπροσθοφυλακή και άλλοτε ως εφεδρεία του αγώνα των εθνικοφρόνων εναντίον της Αριστεράς. Η εξέλιξη αυτή, μολονότι δεν ήταν γραμμική, έκανε ουσιαστικά αδύνατη την ενδελεχή εξέταση του ζητήματος του δωσιλογισμού ως την πτώση της δικτατορίας και, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Δορδανάς, «κατέστη μια ανοιχτή πληγή στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας» . Η Μεταπολίτευση πρόσφερε τη δυνατότητα για την ιστορική επανεξέταση του ζητήματος του δωσιλογισμού, αλλά οι όροι μιας τέτοιας επανεξέτασης παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό συσκοτισμένοι.

Το βιβλίο του Δορδανά φωτίζει αρκετές από τις όψεις του ζητήματος εστιάζοντας στην περίπτωση των δωσιλόγων της Μακεδονίας. Σημαντικό πλεονέκτημά του αποτελεί η αξιοποίηση δυσπρόσιτων πηγών, όπως τα δικαστικά αρχεία και τα αρχεία φυλακών, σωματείων και ιδιωτών, που διασταυρώνονται με διπλωματικά και στρατιωτικά αρχεία, τις εφημερίδες της εποχής και τις προσωπικές μαρτυρίες. Δείγμα αυτών των πηγών παρουσιάζεται στο παράρτημα του βιβλίου.

Ο Δορδανάς εξετάζει κατ΄ αρχάς τις προσπάθειες απονομής δικαιοσύνης στα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, πρώτα από το ΕΑΜ και στη συνέχεια από τις επίσημες αρχές, επισημαίνοντας τις δυσκολίες και τα εμπόδια αυτής της επιχείρησης. Δείχνει πώς ο Εμφύλιος μετατόπισε το ενδιαφέρον για τη δικαστική δίωξη των δωσιλόγων δίνοντας τη δυνατότητα στους τελευταίους να εκμεταλλευτούν τις συνθήκες για να στραφούν εκ νέου εναντίον των αριστερών αλλά και για να κερδίσουν την υποστήριξη των διωκτικών μηχανισμών που υποτίθεται ότι έπρεπε να τους συλλάβουν.

Βιομηχανίες βεβαιώσεων

Εξαιρετικά χρήσιμη είναι η αναφορά του Στράτου Ν. Δορδανά στη λειτουργία μιας «βιομηχανίας βεβαιώσεων» για τα φρονήματα των υπόδικων δωσιλόγων από βουλευτές, υπουργούς, στρατιωτικούς, αστυνομικούς και άλλους παράγοντες της εποχής. Οι «βεβαιώσεις» των δωσιλόγων θυμίζουν τις «δηλώσεις μετανοίας» και «νομιμοφροσύνης» ή τις «ευχαριστήριες επιστολές» ανηλίκων προς τη Φρειδερίκη: θα μπορούσαμε μάλλον να μιλήσουμε για κοινά σύμβολα υπακοής στο μετεμφυλιακό κράτος, που δείχνουν και το είδος των πελατειακών σχέσεων που οικοδομήθηκαν κατά την ίδια περίοδο. Οι σχέσεις αυτές επέτρεψαν τη συμμετοχή των δωσιλόγων στην πολιτική σκηνή (όπως του Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, του Δημήτριου Θεοχαρίδη, του Θεόδωρου Τουρκοβασίλη ή του Σωτήριου Γκοτζαμάνη ) αλλά και τον διορισμό των υποστηρικτών τους στο Δημόσιο, πυκνώνοντας έτσι, όπως λέει ο συγγραφέας, «τις τάξεις του εθνικόφρονος κράτους με νέους και πρόθυμους αντικομμουνιστές και ακραιφνείς πατριώτες».

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η δομή αυτού του συστήματος στη Μακεδονία αποκαλύφθηκε εμμέσως πλην σαφώς μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη. Ετσι το θέμα της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις άνοιξε και πάλι, για να κλείσει βίαια με την επιβολή της δικτατορίας και με τον τρόπο που άρμοζε στις ιδεολογικές αξίες της, δηλαδή με την επίσημη αναγνώριση των πρώην δωσιλόγων ως αντιστασιακών.

Στο τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας επιχειρεί να προσεγγίσει την κατασκευή της σημερινής δημόσιας μνήμης σε σχέση με τους δωσιλόγους μέσα από το παράδειγμα των τελετών που πραγματοποιούνται στο Κιλκίς, όπου η μνήμη εν μέρει βιολογικών απογόνων και εν μέρει ιδεολογικών επιγόνων όσων είχαν κατηγορεί ή καταδικασθεί ως δωσίλογοι συγκρούεται με τους αντίστοιχους φορείς της αριστερής αφήγησης.

Συνοψίζοντας ο Δορδανάς καταφέρνει να μας δώσει μια πειστική εικόνα για την τύχη των δωσιλόγων στη μεταπολεμική Ελλάδα χάρη στην ψύχραιμη και μεθοδική προσέγγιση αλλά και στο αποστασιοποιημένο του ύφος αποφεύγοντας τον καταγγελτικό λόγο και την εντυπωσιοθηρική λογική. Η συμβολή του λοιπόν στη μελέτη του ζητήματος είναι αναμφίβολη, ελπίζω μάλιστα ότι το έργο του θα βρει σύντομα συνεχιστές μεταξύ των συναδέλφων που ασχολούνται με τη σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή Ιστορία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ