Οταν στις 23 Ιουλίου του 1971 το περιοδικό «Life» επέλεξε το πρόσωπο του Κλιντ Ιστγουντ για το εξώφυλλό του, στον τίτλο που συνόδευε τη φωτογραφία η ειρωνεία ήταν πιο έντονη από την επισήμανση: «The world’s favorite movie star is – no kidding – Clint Eastwood» («Ο πιο αγαπημένος κινηματογραφικός σταρ του κόσμου είναι – και δεν σας δουλεύουμε – ο Κλιντ Ιστγουντ»). Στη 40ετία που έχει μεσολαβήσει από τότε, ο 80χρονος πια Ιστγουντ δεν φάνηκε να μας δουλεύει καθόλου. Μεταξύ άλλων, μεσολάβησαν οι επιτυχίες των ταινιών της «σειράς» «Dirty Harry», η ίδρυση ενός δικού του στούντιο (Malpaso) και το γεγονός ότι πολύ απλά ο Κλιντ Ιστγουντ με το σπαθί του κάθησε στον θρόνο του σημαντικότερου εν ζωή αμερικανού σκηνοθέτη με δύο Οσκαρ σκηνοθεσίας και αμέτρητες διακρίσεις.
Μιλώντας με καλλιτεχνικούς όρους, η μόνιμη ανησυχία του Κλιντ Ιστγουντ μπορεί κάλλιστα να παρεξηγηθεί ως εκκεντρικότητα, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι. Απλώς ο Κλιντ Ιστγουντ δεν θέλησε ποτέ να καθήσει στ’ αβγά του, και εδώ που τα λέμε, πάλι καλά που δεν το έκανε. Από πολύ νωρίς – πολύ πριν από τους «Ασυγχώρητους» (1991), μέσω των οποίων πολύς κόσμος τον ανακάλυψε για πρώτη φορά ως σκηνοθέτη – ο Ιστγουντ είχε σκοπό να μην επαναπαυτεί στις δάφνες του σουπερστάρ αλλά να σκαλίσει την ψυχή του και να εκφραστεί από την καρέκλα του σκηνοθέτη. Η ηθοποιία είναι ένα εξαιρετικά ναρκισσιστικό επάγγελμα και ως γνωστόν πολύ δύσκολα οι ηθοποιοί του Χόλιγουντ το εγκαταλείπουν. Το να σταματήσει όμως να παίζει ήταν κάτι που ο Ιστγουντ σκεφτόταν από πολύ νωρίς.
«Οταν το 1970 ξεκίνησα να σκηνοθετώ, η όλη ιδέα ήταν μέσα στα επόμενα πέντε-έξι χρόνια να μην παίζω ως ηθοποιός» μου είχε πει περίπου πριν από ενάμιση χρόνο στο Παρίσι, όπου είχα την τύχη να τον συναντήσω με αφορμή το «Gran Torino». «Σκεφτόμουν ότι μερικά χρόνια αργότερα το κοινό θα είχε βαρεθεί να βλέπει το πρόσωπό μου στην οθόνη. Και εγώ θα βαριόμουν. Κάλλιστα λοιπόν θα μπορούσα να βρίσκομαι πίσω από την κάμερα και η σκηνοθεσία ανέκαθεν μου άρεσε, ακόμη και όταν πρωτοξεκινούσα σε αυτήν τη δουλειά».
{{{ moto }}}
Το είπε βέβαια, αλλά άργησε να το τηρήσει. Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε χωρίς να παίζει ο ίδιος είναι το «Breezy» (που έχουν δει λίγοι), ένα ερωτικό δράμα ανάμεσα σε έναν ηλικιωμένο, τον Γουίλιαμ Χόλντεν, και μια έφηβη, την Κέι Λενζ. Από τότε ως το 1988, όταν γύρισε το «Bird», ο Ιστγουντ πρωταγωνίστησε σε όλες τις ταινίες του. Ο κόσμος δεν τον είχε βαρεθεί και φαίνεται ότι και ο ίδιος δεν είχε βαρεθεί το πρόσωπό του.
Στην ουσία το αρχικό πλάνο του περί απόσυρσης από την ηθοποιία άρχισε να υλοποιείται τη δεκαετία του 2000, όταν ο Ιστγουντ όντως σταμάτησε να παίζει, αφήνοντας αυτήν τη δουλειά σε νεότερους ηθοποιούς. Σε ταινίες όπως το «Σκοτεινό ποτάμι», οι «Σημαίες των προγόνων μας», τα «Γράμματα από το Ιβο Τζίμα». Ο ίδιος είπε ότι ένιωσε «πολύ ικανοποιημένος με αυτήν τη διαδικασία. Μόνον αν κάποιος ρόλος που θα μπορούσα να υποδυθώ ξεπετιόταν μπροστά μου, θα έλεγα το ναι». Ετσι προέκυψε το «Gran Torino».
Για να επανέλθω για λίγο στο «Bird», η ταινία ήταν επίσης μια αποκάλυψη. Δύσκολα πιστεύεις ότι ο άνθρωπος που έπαιξε τον σιωπηλό ανώνυμο πιστολέρο των σπαγκέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε και τον βίαιο μπάτσο Χάρι Κάλαχαν θα μπορούσε να γυρίσει μια κατάμαυρη βιογραφική ταινία για τον σαξοφωνίστα της τζαζ Τσάρλι Πάρκερ. Το έκανε όμως και ταυτοχρόνως έκανε παγκοσμίως γνωστή τη βαθιά αγάπη του για την τζαζ. Ο Ιστγουντ συνθέτει τζαζ και παίζει πιάνο. Οι πιστοί θαυμαστές του θα θυμούνται βέβαια ότι στο θρίλερ «Η νύχτα της εκδίκησης» («Play Misty for Me»), που σκηνοθέτησε το 1971, ο Ιστγουντ υποδύθηκε έναν ραδιοφωνικό παραγωγό νυχτερινής τζαζ εκπομπής (το «Misty» του ξένου τίτλου είναι ένα θρυλικό κομμάτι του πιανίστα της τζαζ Ερολ Γκάρνερ). Χρόνια αργότερα ο Ιστγουντ θα συνεργαζόταν στις συνθέσεις αρκετών σάουντρακ δικών του ταινιών, όπως το «Σκοτεινό ποτάμι», το «Million Dollar Baby», οι «Σημαίες των προγόνων μας» και το «Gran Torino».
Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Σίκελ, πρώην κριτικό κινηματογράφου του περιοδικού «Time», προσωπικό φίλο του Ιστγουντ και βιογράφο του («Clint Eastwood», εκδόσεις Jonathan Cape), η εντύπωση που πολλοί άνθρωποι έχουν με τον καιρό σχηματίσει για τον τελευταίο αμερικανό ήρωα δεν είναι καθόλου ρόδινη. Στην ιστορία του, ο Ιστγουντ, εκτός από το ότι δεν έγινε ποτέ αποδεκτός από μια μερίδα του κοινού, έχει επίσης, αναπόφευκτα, πικράνει αρκετό κόσμο. Ο ερωτικός τομέας είναι η πιο σκοτεινή πτυχή της προσωπικότητάς του, η αχίλλειος πτέρνα του. Ο Κλιντ Ιστγουντ έχασε την παρθενιά του σε ηλικία 14 ετών και από τότε έχει παραμείνει κλειστός σε ό,τι αφορά τα ερωτικά του ζητήματα. Βέβαια, τα επτά παιδιά που έχει αποκτήσει από πέντε διαφορετικές γυναίκες και μόνο δύο γάμους δηλώνουν αστάθεια χαρακτήρα στα ερωτικά του ζητήματα. Διέλυσε τον πρώτο του γάμο με το πρώην μοντέλο Μάγκι Τζόνσον για να ζήσει τον πιο θυελλώδη δεσμό του με την ηθοποιό Σόντρα Λοκ. Με την Τζόνσον παρέμεινε παντρεμένος από το 1953 ως το 1984 και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Κάιλ και την Αλισον. Με τη Λοκ διατηρούσε δεσμό ενώ ήταν παντρεμένος, αλλά μαζί της δεν απέκτησε παιδί. Το μόνο που κέρδισε ήταν μια πολύ δυσάρεστη κατάληξη στα δικαστήρια. Ενδιαφέρον έχει να ρίξει κανείς μια ματιά στη βιογραφία της Λοκ, «The Good, the Bad and the Very Ugly» («Ο καλός, ο κακός και ο πολύ άσχημος»), στην οποία η ηθοποιός «φωτίζει» σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του Ιστγουντ. Η Λοκ, που με αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να γίνει το απόλυτο σύμβολο των ταλαιπωρημένων γυναικών από τους κτητικούς άνδρες, αναφέρεται εκτενώς στον δεσποτικό χαρακτήρα του Ιστγουντ. «Πίστεψα σε ένα τέρας που δεν το είχε σε τίποτα να καταστρέφει οτιδήποτε δεν τον βόλευε» γράφει χαρακτηριστικά η Λοκ σε ένα σημείο του βιβλίου.
Σύμφωνα με μακροσκελές άρθρο της Ρέιτσελ Αμπρόμοβιτς, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στη βιογραφία του Σίκελ, η σχέση του Ιστγουντ με τη Λοκ, την οποία ερωτεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στα γυρίσματα του «Εκδικητή εκτός νόμου», είχε «πατρικά θεμέλια». Ο Ιστγουντ χαιρόταν να αυτοαποκαλείται «μπαμπάκας», υπονοώντας ότι ο «μπαμπάκας θα φροντίσει για όλα». Από τη δική του πλευρά βέβαια, ο Ιστγουντ δεν αρνήθηκε ποτέ την πατρική στάση που διατηρούσε απέναντι στη Λοκ.
Ολως περιέργως, το βιβλίο δεν πήρε τη δημοσιότητα που του αναλογούσε, λόγω του καυτού θέματός του. Ενδεχομένως η ισχύς του ονόματος Κλιντ Ιστγουντ να έπαιξε ρόλο ώστε η Λοκ να μη δώσει συνεντεύξεις σε τηλεοπτικά τοκ σόου, ενώ ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί η φήμη ότι η θετική κριτική του βιβλίου της από το έγκυρο περιοδικό ψυχαγωγίας «Entertainment Weekly» αποσύρθηκε και αντικαταστάθηκε από μια αρνητική. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Ιστγουντ επέβαλε ένα εμπάργκο για τη Λοκ τόσο στα στούντιο όσο και στα μέσα ενημέρωσης. Κατά έναν περίεργο τρόπο επίσης, ελάχιστη δημοσιότητα δόθηκε στον ισχυρισμό ότι η Λοκ είχε κάνει περίδεση σαλπίγγων για να μην αποκτήσει παιδί ύστερα από αίτημα του ίδιου του Κλιντ. Ή και στην πληροφορία ότι η δικαστική διαμάχη μεταξύ τους έληξε τελικά με μια γενναία αποζημίωση επτά εκατ. δολαρίων από την πλευρά του Ιστγουντ, σε μια έμπρακτη παραδοχή των όποιων ευθυνών του για την άσχημη τροπή που πήρε η σχέση τους. Στις ΗΠΑ κανείς δεν θέλει να ακούσει άσχημα πράγματα για τον Κλιντ Ιστγουντ, ο οποίος, σύμφωνα με πρόσφατο άρθρο του «Guardian», «απολαμβάνει το ίδιο στάτους με τον Τζο Ντι Μάτζιο ή τον Μάικλ Τζόρνταν»: Ενας γνήσιος αμερικανός ήρωας, στον οποίο οι συμπατριώτες του είναι διατεθειμένοι να συγχωρέσουν σχεδόν τα πάντα. Ακόμη και τις ταινίες του με τη Λοκ…
Προβλήματα πάντως δεν έχουν ακουστεί για τον δεύτερο γάμο του με τη δημοσιογράφο Ντίνα Ρουίζ, που είναι 34 χρόνια νεότερή του και το 1996 του χάρισε το έβδομο παιδί του.
Ενα άλλο θέμα με τον Κλιντ Ιστγουντ είναι το πόσο χαμηλό προφίλ θέλει πάντα να διατηρεί. Μιλάει ελάχιστα για θέματα που άλλοι στη θέση του θα υπερηφανεύονταν. Στη συνάντησή μας στο Παρίσι περίμενα να τον ακούσω να μιλάει για την απίστευτη εμπειρία που είχε στον πόλεμο της Κορέας, όταν το αεροπλάνο του κατέπεσε στον Ειρηνικό Ωκεανό και εκείνος αναγκάστηκε να κολυμπήσει ως τη στεριά για να σωθεί. Ο Ιστγουντ απάντησε ως εξής: «Στην πραγματικότητα δεν είχα την εμπειρία του πολέμου της Κορέας. Οι περισσότεροι από τον λόχο μου είχαν. Βρέθηκα σε ένα αεροπορικό ατύχημα. Ακολούθησε ακροαματική διαδικασία και κάπου το πράγμα έμπλεξε ανάμεσα στη γραφειοκρατία του στρατού ξηράς και του πολεμικού ναυτικού. Επομένως δεν είμαι βετεράνος μαχών. Ξέρω όμως πολλούς ανθρώπους που είναι. Οπως επίσης ξέρω και ανθρώπους που πήγαν στην Κορέα και ποτέ δεν επέστρεψαν. Και άλλους που έκαναν τρελά πράγματα εκεί. Δεν είναι και τόσο δύσκολο να ανακαλύψεις τέτοια πράγματα αν το θες. Υποθέτω ότι όλα μέσα στη ζωή είναι». Αυτή η απλότητά του, που ενδεχομένως να παρεξηγείται ως εκκεντρικότητα, είναι η πραγματική δύναμή του, το όπλο του.
«Το Χόλιγουντ είναι γεμάτο και με “κρυφούς” Ρεπουμπλικανούς που παριστάνουν τους Δημοκρατικούς» είχε δηλώσει στο «Βήμα» ο Τιμ Ρόμπινς, όταν το 2003 παρουσίασε στο Φεστιβάλ Βενετίας την ταινία του «Embedded». «Οταν μου ασκήθηκε η επίθεση για την ελευθερία της έκφρασης, στο πλευρό μου βρέθηκαν ελάχιστοι άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους και ένας διάσημος Συντηρητικός που ανήκει στην παράταξη των Ρεπουμπλικανών: ο Κλιντ Ιστγουντ. Πόσοι δηλωμένοι Δημοκρατικοί με υποστήριξαν; Δεν είδα κανέναν».
Σίγουρα κάτι που δεν θα περίμενες από έναν δηλωμένο θαυμαστή του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν και από έναν άνθρωπο που ψήφισε τον Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ ως κυβερνήτη της Καλιφόρνιας. Να όμως, που ο ταγμένος Ρεπουμπλικανός Ιστγουντ – ο οποίος είχε παραστεί στο συνέδριο του κόμματος το 1968, όταν πήρε το χρίσμα ο Ρίτσαρντ Νίξον και είχε συναντηθεί μάλιστα με τον άλλον εμβληματικό καουμπόη Τζον Γουέιν – αρνήθηκε το 2004 να υποστηρίξει την εκστρατεία του προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου αποκαλώντας τον πόλεμο του Ιράκ «ένα τεράστιο βλακώδες λάθος».
Αν και άνθρωπος με βαθιές πολιτικές ανησυχίες – «νιώθω ότι οι ευρωπαϊκές ευαισθησίες μου είναι μεγαλύτερες από εκείνες πολλών συμπατριωτών μου» έχει δηλώσει –, σε ό,τι αφορά πολιτικά ζητήματα ο Ιστγουντ συχνά παρουσιάζει αντιφατικό πρόσωπο. Για παράδειγμα, παρά τις οικολογικές ανησυχίες του, είχε συμφωνήσει με το αμφιλεγόμενο σχέδιο της αμερικανικής κυβέρνησης για γεωτρήσεις στην Αλάσκα για πετρέλαιο. Ο ίδιος έχει πει: «Ανέκαθεν έκλινα λίγο προς τα αριστερά και λίγο προς τα δεξιά. Για ορισμένα ζητήματα νιώθω φιλελεύθερος και για άλλα, όπως οι ομοσπονδιακές σπατάλες και οι στρατιωτικές σπατάλες, νιώθω συντηρητικός».
Η πολιτική καριέρα του Κλιντ Ιστγουντ άρχισε και τελείωσε στην πόλη Καρμέλ της Καλιφόρνιας, όπου εκλέχθηκε δήμαρχος τη δεκαετία του 1980. Το σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του ήταν εξαιρετικά απλό: «Ενώνοντας την κοινότητα» («Bring the community together»). Πήρε το μέρος του πολίτη και τήρησε όλες τις υποσχέσεις του, μία από τις οποίες ήταν να αποκτήσει η περιοχή βιβλιοθήκη. Ο Σίκελ λέει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Ιστγουντ άσκησε τα καθήκοντα δημάρχου ήταν παρόμοιος με τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθετεί: το μάτι του είναι στραμμένο πάντα στον στόχο.
Βέβαια, η άλλη όψη του νομίσματος δεν άργησε να φανεί. Το 1987, έχοντας κλείσει μόλις έναν χρόνο ως δήμαρχος του Καρμέλ, ο Ιστγουντ είχε αποφασίσει να μην ξανακατεβεί υποψήφιος. Συνέβη κατά τη διάρκεια ενός βροχερού απογεύματος, όταν τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου έκαναν σύσκεψη στα όρθια μέσα στο ιδιόκτητο γκαράζ ενός γιατρού. Το ζήτημα για το οποίο έπρεπε να ληφθεί μια απόφαση αφορούσε την οροφή του γκαράζ, γράφει ο Σίκελ. «Τότε ήταν που για πρώτη φορά άρχισα να σκέφτομαι ότι η ζωή παραείναι μικρή για να ασχολούμαι με τέτοια πράγματα» είπε ο Ιστγουντ. Δεν ξαναέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση και μόλις παρέδωσε τη δημαρχία έτρεξε για να γυρίσει το «Bird».
* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 15 Αυγούστου 2010.