Η χρήση μαγνητικής τομογραφίας μπορεί να βοηθήσει στην πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του μαστού σε γυναίκες «υψηλού κινδύνου» για εμφάνιση της νόσου, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η μελέτη αυτή που διεξήχθη από το Women’s College Research Institute στο Τορόντο του Καναδά και δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Clinical Oncology» διεξήχθη σε γυναίκες που έφεραν μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 ή BRCA2. Οι μεταλλάξεις στα δύο αυτά γονίδια συνδέονται με σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών σε σύγκριση με τον μέσο όρο.
Επικίνδυνες μεταλλάξεις
Είναι χαρακτηριστικό ότι ειδικοί του Εθνικού Ινστιτούτου για τον Καρκίνο των ΗΠΑ εκτιμούν ότι περίπου 60 στις 100 γυναίκες με αυτές τις μεταλλάξεις θα αναπτύξουν καρκίνο του μαστού κάποια στιγμή στη ζωή τους – η αντίστοιχη αναλογία στον γενικό πληθυσμό είναι 12 στις 100 γυναίκες.
Σήμερα στις γυναίκες που διατρέχουν μέσο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου οι ειδικοί συστήνουν έλεγχο με μαστογραφία. Με δεδομένο όμως ότι η μαγνητική τομογραφία μπορεί να εντοπίσει πολύ μικρότερους όγκους, η Αμερικανική Εταιρεία για τον Καρκίνο συμβουλεύει τις γυναίκες με μεταλλάξεις στα BRCA1 και BRCA2 να υποβάλλονται τόσο σε μαστογραφία όσο και σε μαγνητική τομογραφία.
Ωστόσο μέχρι τώρα δεν είχε καταστεί σαφές εάν η μαγνητική τομογραφία μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο διάγνωσης της νόσου σε προχωρημένο στάδιο.
Η μελέτη
Στο πλαίσιο της καινούργιας μελέτης οι ειδικοί από τον Καναδά συνέκριναν δύο διαφορετικές ομάδες γυναικών. Η μια περιελάμβανε 445 γυναίκες με μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1 και BRCA2 τις οποίες είχαν συλλέξει ειδικοί του Πανεπιστημίου του Τορόντο μεταξύ του 1997 και του 2007. Οι γυναίκες αυτές υποβάλλονταν σε ετήσιο έλεγχο με μαγνητική τομογραφία, μαστογραφία καθώς και κλινική εξέταση των μαστών από τον γυναικολόγο τους.
Η δεύτερη ομάδα περιελάμβανε 830 γυναίκες με μεταλλάξεις στα δύο γονίδια οι οποίες συμμετείχαν σε προηγούμενη μελέτη που διεξήχθη σε 13 διαφορετικά ιατρικά κέντρα της Βόρειας Αμερικής. Στις γυναίκες αυτές είχε δοθεί η συμβουλή να υποβάλλονται ετησίως σε μαστογραφία και σε κλινική εξέταση των μαστών – χωρίς ωστόσο να υπάρχει σαφής οδηγία για διεξαγωγή των εξετάσεων. Οι συμμετέχουσες ήταν ηλικίας 25 ως 65 ετών με μέσο όρο ηλικίας τα 45 έτη.
Πρώιμη διάγνωση
Συνολικά το ίδιο ποσοστό γυναικών – 9%- ανέπτυξε καρκίνο του μαστού και στις δύο ομάδες κατά τη διάρκεια της εξαετούς μελέτης. Ωστόσο οι γυναίκες που είχαν υποβληθεί σε μαγνητική τομογραφία είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαγνωσθούν με πρώιμη μορφή καρκίνου. Συγκεκριμένα 14 στις 100 γυναίκες της ομάδας που υπεβλήθη σε μαγνητική τομογραφία διαγνώσθηκαν με πρώιμη μορφή καρκίνου του μαστού σε σύγκριση με μόλις 7 στις 100 στην ομάδα που δεν είχε υποβληθεί στην εξέταση.
Όταν ελήφθησαν υπόψη άλλοι παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του μαστού όπως η ηλικία και η χρήση αντισυλληπτικών προέκυψε ότι οι γυναίκες στην ομάδα της μαγνητικής τομογραφίας είχαν 70% λιγότερες πιθανότητες να διαγνωσθούν με καρκίνο σταδίου 2 ως 4 σε σύγκριση με τις υπόλοιπες. Σημειώνεται ότι στον καρκίνο σταδίου 2 ο όγκος είναι σχετικά μεγάλος ή έχει εξαπλωθεί στους γειτονικούς λεμφαδένες. Ο καρκίνος σταδίου 4 έχει δώσει μεταστάσεις σε άλλα μακρινά σημεία του σώματος.
Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες
Πάντως οι ίδιοι οι ερευνητές παραδέχονται ότι με βάση αυτά τα αποτελέσματα δεν μπορεί να καταστεί σαφές εάν η μαγνητική τομογραφία σώζει πράγματι ζωές. Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες οι οποίες θα ελέγξουν τα ποσοστά θανάτων εξαιτίας καρκίνου του μαστού ώστε να εξαχθούν τέτοια συμπεράσματα.
Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η μαγνητική τομογραφία εκτός από πλεονεκτήματα συνδέεται και με μειονεκτήματα. Η εξέταση είναι ιδιαιτέρως «ευαίσθητη» στον εντοπισμό μικρών όγκων συνδέεται όμως συγχρόνως και με μεγαλύτερο κίνδυνο εξαγωγής ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων. Έτσι οι γυναίκες υποβάλλονται σε άχρηστες βιοψίες οι οποίες έχουν μεγάλο κόστος (οικονομικό αλλά και ψυχολογικό).