Χωρίς προσθήκες από μέταλλο και γυαλί, που θα αλλοίωναν δραματικά την όψη του, θα αποκατασταθεί τελικώς το κτίριο του Οφθαλμιατρείου Αθηνών, με τον ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα, που το κατατάσσει ανάμεσα στα πλέον σημαντικά της Αθήνας.

Το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων απέρριψε οριστικώς την μελέτη που ήθελε επέκταση του κτιρίου με τριώροφη προσθήκη από μεταλλικό σκελετό και γυάλινες επιφάνειες. Κι αυτό, γιατί έτσι θα καταστρεφόταν η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του οικοδομήματος, το οποίο είναι κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο ήδη από τη δεκαετία του΄60. Για το θέμα άλλωστε έχουν γίνει προσφυγές στο Διοικητικό Εφετείο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Με την απόφαση όμως του ΚΣΝΜ οι εργασίες περιορίζονται τώρα στην στατική αποκατάσταση του κτιρίου καθώς και στην ανακαίνιση του, έργο που έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. Το Συμβούλιο ζήτησε μάλιστα να ξαναδεί τη νέα μελέτη, προκειμένου να δώσει έγκριση.

Ορισμένες προσθήκες γίνονται πάντως αλλά για απόλυτα λειτουργικούς λόγους: Συγκεκριμένα προβλέπεται η κάλυψη με γυάλινο στέγαστρο του ενδιάμεσου χώρου, μεταξύ του κτιρίου και του κτίσματος όπου λειτουργούν τα εξωτερικά ιατρεία για την προστασία των ασθενών από τις καιρικές συνθήκες. Εξάλλου ανελκυστήρας, ο οποίος θα τοποθετηθεί στον ίδιο ενδιάμεσο χώρο, θα συνδέσει το ισόγειο με τον όροφο του κτιρίου.

Το Οθφαλμιατρείο χαρακτηρίζεται ως νέο – βυζαντινού αρχιτεκτονικού ρυθμού και κτίσθηκε σε σχέδια του Χριστιανού Χάνσεν, ο οποίος μετέφερε σ΄ αυτό το κτίσμα την πρόσληψή του από τις βυζαντινές εκκλησίες της Αθήνας. Το κεντρικό κτήριο αποτελείται από το υπόγειο και το ισόγειο (1847-1854) θεωρείται μάλιστα ότι ο αρχιτέκτονας Λύσσανδρος Καυτατζόγλου έκανε μερικές τροποποιήσεις στο σχέδιο, όπως στην είσοδο που αρχικώς είχε πρόπυλο με δύο κολώνες. Το 1869 προστέθηκαν ο όροφος με το δώμα από τον αρχιτέκτονα Γεράσιμο Μεταξά ενώ το κτήριο των εξωτερικών ιατρείων προς την οδό Σίνα, που είναι ισόγειο, κτίσθηκε αργότερα (1914-16) από τον μηχανικό και αναστηλωτή των μνημείων της Ακρόπολης Αριστείδη Μπαλάνο.

Οι ανάγκες αποκατάστασής του προέκυψαν ύστερα από τις ζημιές που υπέστη από το σεισμό του 1999 ενώ οι πρώτες μελέτες έγιναν το 2002 για να φθάσουμε όμως στο 2011 και ακόμη το κτίριο να είναι κλειστό.