Τον Μανώλη Ρασούλη τον έψαχνα για έναν περίπου μήνα τηλεφωνώντας στο στούντιο, στο σπίτι του, σε ένα κρητικό στέκι όπου σύχναζε. Τελικά, όταν τον βρήκα, ήρθε χωρίς παρακάλια αλλά με έναν όρο: «Θα με συστήσεις ως έναν αναζητητή της αλήθειας. Αυτός είμαι εγώ». Η παρουσία του απέπνεε υγεία, δύναμη, αλλά και σκωπτική διάθεση. Το χιούμορ θαρρείς κρεμόταν από τα χείλη του. Χωρίς τη μετέπειτα μαύρη ρεπούμπλικα, που τον συνόδευε ως την τελευταία του κατοικία, αλλά ντυμένος με έναν δικό του τρόπο, νεανικό και μποέμικο, ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά της ΕΡΤ. Ανοιξε την καρδιά του και όση ώρα έμεινε στο στούντιο φαινόταν να απολαμβάνει τη στιγμή. Διάλεγε από τα τραγούδια του αυτά που άρεσαν σε εκείνον, ανεξάρτητα αν ήταν τα μεγάλα σουξέ της εποχής, διακωμωδούσε, απέρριπτε, αφόριζε και πού και πού ανησυχούσε μήπως δημιουργούσε πρόβλημα: «Επρεπε να με ηχογραφήσεις, δεν θέλω να σου κάνω κακό» έλεγε εκτός μικροφώνου.
– Πώς αισθάνεστε που ποζάρετε για ένα πορτρέτο,έστω ραδιοφωνικό; «Βέβαια, ένα πορτρέτο έχει, κατά τη γνώμη μου, κάτι το φωτογραφικό. Χωρίς να θέλω να πω ότι αυτό είναι αρνητικό, ήθελα απλώς να σχολιάσω κάτι σε σχέση με τα πορτρέτα και την εξέλιξη της ζωγραφικής. Οταν ανακαλύφθηκε η φωτογραφία, ανέλαβε να ξεκουράσει τη ζωγραφική και αυτούς που πόζαραν και να παίξει αυτή τον ρόλο της, δηλαδή να στήνει αυτή τους βασιλιάδες σε πόζες· έτσι η ζωγραφική απελευθερώθηκε από αυτό το άχαρο καθήκον, δηλαδή ο ζωγράφος να βάζει τους διάφορους, τα αντικείμενά του, να ποζάρουν και από αυτή την περίοδο, της ανακάλυψης της φωτογραφίας, μπήκαμε σε μιαν άλλη φάση της ζωγραφικής, την αφηρημένη. Λένε ότι καλυτέρεψε η ζωγραφική με τον Πικάσο, παραδείγματος χάριν, ο οποίος έπειτα από αυτή την αλλαγή άρχισε να βάζει τα μάτια στο κούτελο και το χέρι στο πόδι – κυβισμό το λένε αυτό το πράγμα. Αισθάνομαι κι εγώ έτσι μια ελαφριά αμηχανία. Μου κάνουν το πορτρέτο. Δηλαδή έχω μια τάση να ποζάρω λίγο, έστω ηχητικά, ηχοληπτικά».
– Στη ραδιοφωνική σας πόζα ποια μουσική θα βάζατε ως πλαίσιο; «Θα διάλεγα ένα οργανικό του Σαββόπουλου από τον “Μπάλο”, γιατί είναι έξυπνο κομμάτι, έχει μια ποιότητα και μου δίνει την αίσθηση του κοτλέ υφάσματος. Δεν ξέρω, ίσως επειδή είμαστε φίλοι με τον Διονύση και επειδή από παλιά είχαμε το συνήθειο, ως φοιτητές και ως μποέμ του ΄60, να φοράμε κοτλέ παντελόνια και κάτι καστόρινα παπούτσια με κρεπ».
– Να μιλήσουμε για τις μαντινάδες,κάτι που χαρακτηρίζει την Κρήτη.
«Στην Κρήτη έχουμε μια φοβερή παράδοση με τις μαντινάδες. Υπάρχουν περιπτώσεις που σε κάποιο γάμο ή βαφτίσια άνθρωποι οι οποίοι έχουν ιδιαίτερο ταλέντο, έφεση στο να στιχουργούν, να μαντιναδοποιούν, μπορούν να περάσουν και ολόκληρη νύχτα με το να φτιάχνουν μαντινάδες. Ο πατέρας μου, σαν έμπορος που ήταν, έκανε διάφορους γάμους, βαφτίσια στα χωριά, και μας έπαιρνε μικρούς και παρακολουθούσαμε όλο αυτό το σόου. Δεν ήταν σοουμπίζνες, ήταν σόου, όπου έπαιρναν μέρος χίλιοι άνθρωποι, δύο χιλιάδες άνθρωποι. Και θυμάμαι τον Ξυλούρη και τους διάφορους άλλους λυράρηδες να παίζουν επί τρία μερόνυχτα συνέχεια».
– Το τραγούδι ως έκφραση πώς λειτουργεί,κατά τη γνώμη σας;
«Το τραγούδι πρέπει να παίρνει χυμούς από το τραγούδι της ζωής, δηλαδή από τη βαθύτερη αρμονία της ζωής και του σύμπαντος. Οταν αυτό αρχίζει να ναρκισσεύεται και να γίνεται αφ΄ εαυτού, να γίνεται είδωλο και να έχει αυτή τη μισαλλοδοξία, τότε… Ακόμη και ο Μωυσής καρπάζωσε τους εβραίους τότε που λάτρευαν τα είδωλα, και εμείς βέβαια το μάθαμε και στα θρησκευτικά στο σχολείο, στο Ηράκλειο. Μάλιστα, μας το εξηγούσαν με ιδιαίτερη έμφαση και το θυμάμαι σήμερα, δηλαδή ότι τα είδωλα καλά είναι, αλλά όχι και να τα προσκυνούμε».
– Επειτα από πολλά χρόνια εμφανίζεστε στη δισκογραφία και ως τραγουδιστής.
«Βέβαια, αυτό είναι παράξενο, γιατί είχα ξεκινήσει από παλιά, από το ΄65, σαν τραγουδιστής. Αλλά δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής, παρ΄ ότι με είχε ακούσει ο Μάνος Λοΐζος και ήθελε να με χρησιμοποιήσει στους δίσκους του. Εγώ ήμουν τότε ένας ανήσυχος επαρχιώτης, καζαντζακικός, και ήθελα να γίνω φιλόσοφος. Και παρ΄ ότι ο Μάνος επέμενε, εγώ έφυγα για την Αγγλία κυνηγώντας τη χίμαιρα. Αλλά πώς τα έφερε έτσι η ζωή τούμπα, και όταν γύρισα από την Αγγλία συνεργάστηκα με τον Μάνο- αλλά σαν στιχουργός. Ηταν και γι΄ αυτόν μια έκπληξη δηλαδή».
– Καζαντζακικός…λόγω κοινής καταγωγής ή υπήρχε κάτι περισσότερο;
«Ναι, είναι αλήθεια, υπήρχε. Και πώς να μην υπήρχε; Στον διπλανό δρόμο του σπιτιού μας ήταν το σπίτι του Καζαντζάκη και ζούσα όλη την ατμόσφαιρα των βιβλίων του. Πήγαινα οπουδήποτε είχε πάει αυτόςσε χωριά όπου πήγαινε και ρουφούσε αβγά πήγαινα κι εγώ και έκανα τα ίδια. Αλλά στο διάβα μου έγινα και καζαντζιδικός. Λατρεύω τον Στέλιο Καζαντζίδη και τα τραγούδια που τραγουδάει. Αυτός ο ιδιοφυής τραγουδιστής μάς επέβαλε ή μάλλον έγινε το μέσον για να μορφοποιηθεί ένα στυλ τραγουδιού στην Ελλάδα, αυτή η επιρροή που δεχόμαστε από την Ανατολή και που τη θεωρώ πάρα πολύ σπουδαία. Γιατί η Ελλάδα είναι ανοιχτό μέρος και μπαίνει και ο δυτικός και ο ανατολικός ήχος. Εμείς έχουμε την ευθύνη να πάρουμε, να αφομοιώσουμε, να μπολιάσουμε και να μορφοποιήσουμε καινούργια πράγματα, να συνθέσουμε βάσει αυτών των στοιχείων που μπαίνουν».
– Καζαντζακικός, καζαντζιδικός, Ηρακλειώτης.Παρ΄ όλα αυτά δεν εκφράζετε το κλισέ του Ζορμπά.
«Πράγματι, και για να το προσδιορίσω ακριβώς, δεν εκφράζω το τουριστικό μέρος του Ζορμπά. Πάντοτε όμως μέσα από το τραγούδι ήθελα να εκφράσω το στοιχείο αυτό του Ζορμπά το ζωικό, το φυσικό, το ανθρώπινο, και γι΄ αυτό χρησιμοποιώ στα τραγούδια μου όλες αυτές τις φόρμες, τους κώδικες του λαϊκού τραγουδιού, που δημιουργούν μια μέθεξη με το κοινό, μιαν επιθυμία να χορέψουν και να τραγουδήσουν όλοι μαζί. Προσπάθησα τα τραγούδια μου να τραγουδιούνται από το πλατύ κοινό, ακόμη και στα κέντρα της Εθνικής οδού».
– Είστε και φανατικός φίλαθλος του ΟΦΗ.Πώς συνδέεται το τραγούδι με το ποδόσφαιρο;
«Ξέρετε, υπήρξα ποδοσφαιριστής, έπαιζα στα δεύτερα της ομάδας του Ηροδότου. Η αίσθηση του ποδοσφαίρου με βοήθησε με όλες αυτές τις συγκινήσεις που παίρνει ένας άνθρωπος μέσα στο γήπεδο σαν ποδοσφαιριστής ή σαν θεατής, γιατί είναι τόσο δυνατές και πολλές φορές πολύ ποιητικές. Οι σκηνές και η όλη αίσθηση μετουσιώνονται μέσα στο λαϊκό τραγούδι, που είναι βέβαια ο κοινός παρονομαστής».
– Από τη συζήτηση που κάνουμε πώς νομίζετε ότι οι ακροατές σκιαγραφούν το πορτρέτο σας;
«Πολλοί ή κάποιοι ίσως έχουν αποκομίσει την εντύπωση ότι είμαι ένας τσατιστικός τύπος, κατά κάποιον τρόπο ένας trouble-maker. Βέβαια, αυτό δεν είναι και πολύ αλήθεια, αλλά δεν είναι και πολύ ψέμα. Βέβαια, αν ήμουν τσατιστικός, αυτή τη στιγμή θα ήθελα να σας θύμιζα ένα τραγούδι, το “Σαν το δασάκι καίγομαι”, μια και είναι και της μόδας οι φωτιές, για να δημιουργήσω ένα πυρακτωμένο κενό ανάμεσά μας. Αλλά εγώ, εν αντιθέσει, επειδή είμαι ένας άνθρωπος καλός, θα σας προτείνω ένα τραγουδάκι για λίγη δροσιά, σαν παγωτό, που λέει “θ΄ αναδυθώ απ΄ το νερό, θα βγω σαν Αφροδίτη, εδώ μπροστά σου να σταθώ”».
– Οι τίτλοι των τραγουδιών σας δίνουν ένα διαφορετικό στίγμα.Π.χ. «Εσύ κι αν γίνεις υπουργός,εγώ θα σ΄ αγαπάω»,«Ναι στο ναι και ναι στο όχι».
«Μια και αναφερθήκατε στο “Ναι στο ναι και ναι στο όχι”, θα ήθελα να πω μια μικρή ιστορία σχετικά με τον δίσκο “Η εκδίκηση της Γυφτιάς” σε μουσική Νίκου Ξυδάκη. Με τον Νίκο μέναμε σε ένα πολύ ωραίο σπίτι στη Δαφνομήλη και αυτό το σπίτι είχε μια λεμονιά στη μέση. Κάποιο βράδυ όμως μια γάτα, σαν να είχε βγει από θρίλερ του Κάρπεντερ, κατούρησε τη λεμονιά και το πρωί τη βρήκαμε ξεραμένη. Κάπως έτσι, μια γάτα κατούρησε και τη σχέση μας και τη συνεργασία μας με τον Νίκο και από τότε ξεράθηκε. Τα τραγούδια όμως που γράψαμε μένουν».
– Η πολιτική τι σας λέει; «Η πολιτική μου ταυτότητα δεν έχει κομματικές υπογραφές, αλλά νομίζω ότι είμαι φουλ πολιτικοποιημένος και μέσα από την πολιτικοποίησή μου έχω γράψει αρκετά τραγούδια, όπως το “Σχεδόν πενήντα χρόνια”, όπως επίσης και ένα τραγούδι που λέγεται “Δεκέμβρης του ΄49”, αφιερωμένο στους πολιτικούς πρόσφυγες και στο δράμα των αγωνιστών και των ανθρώπων που πάλεψαν για ένα ιδανικό. Αγαπώ τους ανθρώπους που παλεύουν για τα ιδανικά τους, πιστεύω σε αυτούς και εύχομαι μέσα από το τραγούδι μου να βρουν τη γαλήνη που τους οφείλει η ζωή».
– Γράφετε στίχους,«κατασκευάζετε» μουσική και τραγουδάτε όποτε κάτι σας εμπνεύσει.Κάνετε και κάτι άλλο;
«Θέλοντας να εκνευρίσω ορισμένους, πρέπει να πω ότι είμαι μια ανθισμένη αμυγδαλιά του 21ου αιώνα μέσα στον Φλεβάρη του 20ού και ότι δεν καταγίνομαι μόνο με τα τραγούδια και τις φόρμες αυτές, τις λαϊκές, αλλά με απασχολεί ο σύμπας κόσμος και θέλω να εκφραστώ όσο το δυνατόν με πιο πολύπλοκους τρόπους γιατί τα θέλω όλα και ακόμη περισσότερα».
– Για τον ανατολικό ήχο πολλοί είπαν ότι μπήκε από αφύλακτη πόρτα.Εσείς τι λέτε;
«Εκτιμώ και λατρεύω όλους αυτούς τους δημιουργούς και τραγουδιστές που άνοιξαν την πόρτα για τον ανατολικό ήχο, όπως είναι ο Μανώλης Αγγελόπουλος, τον οποίον αγαπώ πάρα πολύ- και πρέπει εδώ να κάνω μνεία ενός μεγάλου δημιουργού του ελληνικού τραγουδιού, του φίλου μου του Ακη Πάνου. Είναι ένας σπουδαίος τραγουδοποιός του λαϊκού τραγουδιού και του πιο σύγχρονου ήχου, που έχει δημιουργηθεί τελευταία, που ονομάζουν ροκ- κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ροκ, είναι ένα είδος ποπ μουσικής. Ροκ θεωρώ τον Σαββόπουλο. Η ίδια του η παρουσία ήταν τρομακτικά ενεργητική, δυναμική και κατά κάποιον τρόπο απειλητική για ορισμένα κατεστημένα. Δεν υιοθετήθηκε δηλαδή ούτε από τη ραδιοφωνία ούτε από την τηλεόραση».
– Θα ήθελα να ξεχωρίσουμε τις έννοιες ποιητής και στιχουργός.
«Είναι δύο διαφορετικά πράγματα, όπως είναι η μέρα με τη νύχτα, όμως και τα δύο είναι χρόνος, είναι το εικοσιτετράωρο. Το ένα μπαίνει μέσα στο άλλο, έχει σχέση το ένα με το άλλο. Ο στιχουργός έχει να κάνει με την καθημερινότητα, με αυτή τη ρυθμολογία που συνεχώς διαμορφώνει η καθημερινή ζωή των ανθρώπων».
– Με τις γυναίκες πώς τα πάτε; «Για μένα μια βαθιά πολιτική στάση είναι το να αγαπάει κανείς τις γυναίκες. Να καταλαβαίνει την όλη συμπεριφορά, να αιτιολογεί και πολλές φορές να δικαιολογεί. Γιατί πιστεύω ότι η γυναίκα αντανακλά κάτι βαθιά μέσα στο ανδρικό στοιχείο- το νιώθω βέβαια και εγώ προσωπικά-, και από ΄κεί και πέρα είναι μια σωστή στάση απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας, είναι μια αυτογνωσία το να φέρεσαι έντιμα και ειλικρινά στη γυναίκα. Εχω γράψει διάφορα τραγούδια αφιερωμένα στις γυναίκες. Βέβαια, ορισμένες θα πουν “μα τι, παριστάνεις τώρα τον φεμινιστή;”. Η αλήθεια είναι ότι, ενώ σκιτσάρω άνδρες, δεν μπορώ να σκιτσάρω γυναίκες. Εχω παρατηρήσει όμως ότι και οι γυναίκες δεν μπορούν να σκιτσάρουν καλά άνδρες». – Στη δική σας ζωή τι ρόλο παίζουν οι γυναίκες;
«Εντάξει, το ομολογώ, είμαι περικυκλωμένος από γυναίκες. Η μάνα μου, η αδελφή μου, οι αγαπημένες μου, η κόρη μου, οι συμμαθήτριές μου… Πρέπει όμως να πω ότι λίγο-πολύ στις ημέρες μας η γυναίκα σπρώχνει λίγο για εξουσία. Αυτό είναι κάπως επικίνδυνο- παρ΄ ότι θεμιτό-, γιατί δεν έχει την κατάλληλη προπαίδεια γι΄ αυτό το πράγμα και πολύ φοβάμαι ότι, αν δινόταν στη γυναίκα σήμερα η εξουσία, ίσως να είχαμε και έναν μητριαρχικό φασισμό. Πάντως, έχει η γυναίκα επί ίσοις όροις μερίδα από το κέικ το κοινωνικό, το πολιτικό, το οτιδήποτε. Αλλά, βρε κορίτσια, σιγά-σιγά, όλες θα πάρετε».
* Ο Μανώλης Ρασούλης εμφανίζεται στη δικογραφία ως στιχουργός το 1978 με τη συλλογή λαϊκών τραγουδιών «Η εκδίκηση της Γυφτιάς»,σε μουσική του Νίκου Ξυδάκη.
* Η συνεργασία τους επαναλαμβάνεται με μεγάλη επιτυχία το 1979 στον δίσκο «Τα δήθεν». * Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί ακόμη ένα κλασικό άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας,«Τα τραγούδια της Χαρούλας»,σε στίχους Ρασούλη και μουσική Μάνου Λοΐζου.Ερμηνεύτρια είναι η Χάρις Αλεξίου.
* Το άλμπουμ «Βαλκανιζατέρ» του 1995 χαιρετίζεται ως το καλύτερο δείγμα της πολύχρονης συνεργασίας του με τον συνθέτη Πέτρο Βαγιόπουλο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ