«Εχω απόλυτη επίγνωση του ότι έρχομαι σε μια πολύ δύσκολη στιγμή για τη χώρα σας» λέει ο Αντόνιο Παπάνο από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. «Εχω ωστόσο μεγάλη πίστη στη δύναμη της μουσικής και σε αυτά που μπορεί να προσφέρει σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία». Αν και πολυταξιδεμένος λόγω επαγγέλματος και οικογενειακών συνθηκών δεν έτυχε να έρθει ποτέ ως σήμερα στην Ελλάδα. Ο ιταλικής καταγωγής βρετανός αρχιμουσικός όμως, ένας από τους διασημότερους της γενιάς του, έχει ακούσει πολλά για τη χώρα μας.
«Ακούγεται για τους Ελληνες ότι για πολλά χρόνια ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους,ξόδευαν χρήματα τα οποία στην πραγματικότητα δεν είχαν. Και εγώ ρωτώ:Αυτό το έκαναν μόνο οι Ελληνες;Δεν είναι πρόβλημα ολόκληρης της Ευρώπης; Αυτό δεν πληρώνουμε σήμερα όλοι μας·άλλος περισσότερο,άλλος λιγότερο;Δεν θα πρωτοτυπήσωαν πω ότι τα επόμενα χρόνια προβλέπονται πολύ δύσκολα,όχι μόνο στην Τέχνη αλλά σε όλους τους τομείς της ζωής.Θα αναγκαστούμε να αναθεωρήσουμε δεδομένα, συνήθειες, απόψεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι κρατούντες θεωρούν ότι η τέχνη εί ναι το πρώτο το οποίο πρέπει να πληγεί.Και όμως,η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια.Η ίδια η οικονομική κρίση το αποδεικνύει».
Η δασκάλα του στις ΗΠΑ, όπου ο ίδιος έζησε από 13 ετών, είχε περάσει ένα διάστημα στην Ελλάδα και του μιλούσε συχνά για τις αναμνήσεις της. Ο 51χρονος Παπάνο δηλώνει λοιπόν ανυπόμονος για την επικείμενη πρώτη πανελλήνια εμφάνισή του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με την Εθνική Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας της Ρώμης, μια από τις κορυφαίες ορχήστρες της Ιταλίας, στην οποία κατέχει τη θέση του μουσικού διευθυντή εδώ και πέντε χρόνια. Αποκαλύπτει μάλιστα ότι οι δύο αυτές συναυλίες θα αποτελέσουν την αρχή μιας πιο «σταθερής» σχέσης με την Ελλάδα, αφού ήδη γνωρίζει ότι θα επιστρέψει στο άμεσο μέλλον με δύο άλλα διάσημα σύνολα: τη Φιλαρμονική της Βιέννης και τη Συμφωνική του Λονδίνου.
«Η εποχή που ζούμε απαιτεί λύσεις» λέει. « Ποιοι θα τις δώσουν όμως;Ανθρωποι μονοδιάστατοι,που δεν ξέρουν τίποτε άλλο εκτός από οικονομικά δεδομένα; Οχι φυσικά. Η κρίση απαιτεί δημιουργικά μυαλά και τέτοια διαθέτουν μόνον όσοι είναι ανοιχτοί σε ευρύτερα ερεθίσματα,σε καινούργια πράγματα.Ξέρω ότι αυτή τη στιγμή πολλοί λένε διάφορα θεωρητικά για τον ρόλο της·λόγια όμορφα τα οποία δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο κατορθώνουν να πείσουν τον θεατή. Η ίδια η εμπειρία είναι αυτή που θα τον πείσει, το να παρακολουθήσει μια συναυλία με ανοιχτό μυαλό και καρδιά. Κυρίως οι νέοι άνθρωποι που έχουν ανάγκη από αξίες, από διεξόδους, από ομορφιά. Ποιος έχειάραγετο δικαίωμα να τους τα στερήσει όλα αυτά;».
Μέσα από αυτό το πρίσμα δηλώνει ότι πιστεύει πολύ στη δύναμη της τηλεόρασης. «Είναι ένα μέσο που μπορεί να παίξει τεράστιο παιδευτικό ρόλο» λέει. «Μπορεί να βοηθήσει να μπει η τέχνη στα σπίτια ανθρώπων όχι κατ΄ ανάγκη λιγότερο μορφωμένων, αλλά λιγότερο πληροφορημένων. Για δεκαετίες ολόκληρεςη τηλεόραση είχε επιλέξει το καθαρά εμπορικό μοντέλο,το οποίοόμωςστις μέρες μας δείχνει να φυλλορροεί.Δεν λέω ότι ξαφνικά όλα τα κανάλια πρέπει να παίζουν κλασική μουσική. Οφείλουνόμως να δίνουν ευκαιρίες και σε αυτό το είδος να προβληθεί.Είναι στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους για ενημέρωση. Προσωπικά ασχολούμαι αρκετά με την τηλεόραση.Εχω κάνει διάφορα ντοκυμαντέρ για το ΒΒC και σκοπεύω να συνεχίσω γιατί πιστεύω πολύ στη δύναμη του μέσου».
Για την προσέγγιση της όπερας με την τεχνολογία μέσα από τη διαρκώς αυξανόμενη τάση των μεγάλων λυρικών θεάτρων να αναμεταδίδουν τις παραγωγές τους σε ολόκληρο τον κόσμο τι έχει να πει; «Είμαι σαφώς υπέρ. Ξέρω ότι υπάρχει αντίλογος, αλλά αποδέχομαι ότι υπάρχει ένα τίμημα για όλα. Οπωσδήποτετίποτε δεν συγκρίνεται με την εμπειρία του ζωντανού θεάτρου.Ωστόσοδεν έχει ο καθένας τη δυνατότητα να ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο για να βλέπει παραστάσεις.Με αυτό τον τρόπο τού δίνεται η ευκαιρία να δει υψηλού επιπέδου παραγωγές,να ακούσει τους τραγουδιστές που αυτή την εποχή βρίσκονται στο απόγειο της καριέρας τους με τρόπο σύγχρονο και οικονομικό. Είναι το δεύτερο καλύτερο πράγμα μετά τη “ζωντανή” εμπειρία.
Δεν συμφωνώ καθόλου με όσους το βλέπουν κριτικά».

Η ΑΝΝΑ ΝΙΚΟΛ ΣΜΙΘ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Η κουβέντα μας με τον Αντόνιο Παπάνο έγινε μία μόλις ημέρα πριν από τη λήξη των παραστάσεων της πολυσυζητημένης όπερας με θέμα την Αννα Νικόλ Σμιθ- τη γνωστή περσόνα των ταμπλόιντ η οποία πέθανε με τραγικό τρόπο στα 39 της χρόνια-,στο Κόβεντ Γκάρντεν όπου ο ίδιος κατέχει επίσης τη θέση του μουσικού διευθυντή- ο νεότερος στην ιστορία του λονδρέζικου λυρικού θεάτρου.Δηλώνει εξαιρετικά ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα,αλλά και από την ανταπόκριση που βρήκε στο κοινό.Ο Παπάνο είχε την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης και έζησε όλη τη διαδικασία από την αρχή ως το τέλος:
«Δουλέψαμε χέρι-χέρι με όλους τους συντελεστές:τον συνθέτη,τον σκηνοθέτη,τους πρωταγωνιστές… Κάναμε πολλές αλλαγές στις πρόβες, αλλά και πριν από αυτές.Το να κάνεις μια σύγχρονη όπεραξέρετεδεν είναι πανάκεια.Δεν αρκεί να βρεις απλώς το θέμα.Πρέπει να φτιάξεις την κατάλληλη ομάδα συντελεστών- και αυτό δεν είναι εύκολο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωσηείμαστε καλή ομάδα» . Τι έχει να πει για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η όπερα στο οικογενειακό περιβάλλον της ηρωίδας; Ο πατέρας της κόρης της, για παράδειγμα,απείλησε να καταφύγει στη δικαιοσύνη θεωρώντας πως επλήγη η μνήμη της νεκρής.
«Για να είμαι ειλικρινήςδεν έχω καταλάβει τι θέλουν αυτοί οι άνθρωποι»σχολιάζει ο μαέστρος. «Το σίγουρο είναι ότιπροτού κρίνουν θα έπρεπε να έχουν δει την παράσταση.Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι το έκαναν».

ΠΟΤΕ &ΠΟΥ

Η Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας της Ρώμης υπό τον Αντόνιο Παπάνο εμφανίζεται στις 21 και 22 Μαρτίου στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.Την πρώτη βραδιά θα ακουστούν έργα Βέρντι,Λιστ και Μάλερ, τη δεύτερη έργα των Ροσίνι, Ραχμάνινοφ και Ρεσπίγκι. Σολίστ ο πιανίστας Μπόρις Μπερεζόφσκι. Στις 20.30

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ