G2 ή μήπως G1+1; Μπορούν τελικά να συνεργαστούν αρμονικά ΗΠΑ και Κίνα, δύο μεγάλες δυνάμεις με εντελώς διαφορετικά πολιτικά συστήματα και μοντέλα ανάπτυξης, ή μήπως οι συνεχώς αυξανόμενες εστίες τριβής ανάμεσά τους, ιδίως στον οικονομικό και εμπορικό τομέα, τις οδηγούν αναπόφευκτα σε πορεία σύγκρουσης; Πού τελειώνει η διάθεση συνεργασίας και πού αρχίζει ο θανάσιμος ανταγωνισμός για την παγκόσμια κυριαρχία τον 21ο αιώνα;

Αυτές οι απορίες εξακολουθούν να βασανίζουν τους αναλυτές και μετά την ιστορική- όσο και επεισοδιακή- επίσκεψη του κινέζου ηγέτη Χου Ζιντάο στην Ουάσιγκτον και την «εφ΄ όλης της ύλης» διαπραγμάτευσή του με τον αμερικανό ομόλογό του Μπαράκ Ομπάμα. Η «συμβιωτική» σχέση των δύο μεγάλων δυνάμεων, ειδικά το τελευταίο χρονικό διάστημα, παραμένει εξαιρετικά ταραγμένη- σαν ένα ζευγάρι που δεν μιλιέται πια, αλλά συνεχίζει να μένει μαζί από ανάγκη, ενώ ψάχνει εντατικά για κάτι καλύτερο…

Οι δύο ηγέτες προσπάθησαν βέβαια εκ πρώτης όψεως να θέσουν τις βάσεις για περισσότερη συνεργασία και λιγότερο ανταγωνισμό. Φάνηκαν μάλιστα να τα «βρίσκουν» σε σειρά από σημαντικά ζητήματα, όπως π.χ. η συνεργασία στην πυρηνική ασφάλεια, ενώ δεν έλειψαν και τα «δωράκια» από πλευράς Κίνας και η υπόσχεση Ζιντάο για ενίσχυση της κατανάλωσης στην Κίνα, ώστε να εξισορροπηθεί κάπως το (άκρως ελλειμματικό για τις ΗΠΑ) εμπορικό ισοζύγιο.

Οπου «δωράκια» βέβαια ήταν η υπογραφή από την Κίνα σειράς συμβολαίων ύψους 45 δισ. δολαρίων, μεταξύ αυτών και η παραγγελία 200 αεροπλάνων Βoeing συνολικής αξίας 19 δισ. δολαρίων. Επιπλέον, οι Κινέζοι υποσχέθηκαν να χαλαρώσουν τους προστατευτικούς κανόνες στις αμερικανικές επενδύσεις, δημιουργώντας 235.000 αμερικανικές θέσεις εργασίας σε μια περίοδο όπου η πολύ υψηλή ανεργία πλήττει δραματικά τη δημοτικότητα (και τις προοπτικές επανεκλογής το 2012) του Ομπάμα.

Θα υπάρξουν όμως και μεγάλες επενδύσεις του Πεκίνου προς όφελος άλλων ισχυρών αμερικανικών επιχειρήσεων, όπως η General Εlectric (που θα πουλήσει στους Κινέζους την τεχνογνωσία της για λιγότερο ρυπογόνο παραγωγή ενέργειας από τον άνθρακα, αξίας 2,5 δισ. δολαρίων), η Ηoneywell και η Νavistar.

Η απόφαση του Χου Ζιντάο έχει φυσικά και πολιτικό υπόβαθρο, αφού το… τσεκ των 45 δισ. δολαρίων θα αποτελέσει «φιλί της ζωής» για μια ολόκληρη σειρά επιχειρηματικών κλάδων. Οπως σχολιάζουν πολιτικοί παρατηρητές, η «απλοχεριά» του κινέζου προέδρου, σε συνδυασμό με ορισμένες άλλες υποχωρήσεις (όπως για παράδειγμα στο ζήτημα της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, με το Πεκίνο να υπόσχεται να αστυνομεύσει επιτέλους την εκτεταμένη βιομηχανία πειρατικών DVD και προγραμμάτων λογισμικού), στοχεύει στον προσεταιρισμό ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων των ΗΠΑ, ώστε να εκτονωθεί η πίεση για τη νομισματική πολιτική της χώρας του και τη συνεχιζόμενη στρατηγική τεχνητής υποτίμησης.

Δεν τα βρήκαν στα βασικά
Στην πραγματικότητα όμως οι κκ. Ζιντάο και Ομπάμα απέτυχαν παταγωδώς να συμφωνήσουν όσον αφορά τον σκληρό πυρήνα των αντιθέσεών τους- τόσο τις σφαίρες επιρροής που διεκδικούν στην Ασία και στην Αφρική όσο και τις βαθιές νομισματικές διαφορές τους- καθώς ο κινέζος ηγέτης αδιαφόρησε για μία ακόμη φορά επιδεικτικά στις πιέσεις του αμερικανού προέδρου για ανατίμηση του γιουάν. Η Κίνα τεχνηέντως διατηρεί χαμηλή τη συναλλαγματική ισοτιμία για το εθνικό της νόμισμα, το γιουάν, γεγονός που της επιτρέπει να διατηρεί χαμηλές τιμές στα προϊόντα της. Η αμερικανική οικονομία κινείται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με τον αριθμό των ανέργων να αυξάνεται συνεχώς και το χρέος της να αγγίζει τα 14 τρισ. δολάρια. Η Κίνα, αντιθέτως, καλπάζει για πολλοστή χρονιά με ρυθμούς 10% και έχει πλεονάζοντα συναλλαγματικά αποθέματα, μεγάλο μέρος των οποίων, όπως είναι γνωστό, τα έχει εναποθέσει στις ΗΠΑ κατέχοντας σήμερα το 1/5 των αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Επιπροσθέτως, οι ΗΠΑ αποτελούν τη βασική εξαγωγική αγορά- σχεδόν το 30% των εξαγωγών της Κίνας διοχετεύεται στις ΗΠΑ- αποτελώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο τον βασικό πυλώνα στην ανάδειξη της Κίνας σε μεγάλη εξαγωγική δύναμη και υπερσκελίζοντας Γερμανία και Ιαπωνία. Αυτή είναι άλλωστε και ο θεμέλιος λίθος του συνεχιζόμενου «νομισματικού πολέμου» γύρω από την ισοτιμία δολαρίου- γιουάν, αλλά και του «εμπορικού πολέμου» που έχει ξεσπάσει το τελευταίο χρονικό διάστημα.

Παιχνίδια με τα ομόλογα
Πολύ ενδιαφέροντα, αλλά και αποκαλυπτικά των πραγματικών προθέσεων του Πεκίνου είναι όμως και τα συνεχιζόμενα «παιχνίδια» στην αγορά ομολόγων. Είναι άραγε τυχαίο ότι την παραμονή των σημαντικότερων σινοαμερικανικών συνομιλιών τα τελευταία 30 χρόνια ο ασιατικός γίγαντας ανακοίνωσε πως έχει προχωρήσει από τον Νοέμβριο και δώθε σε μαζικές πωλήσεις αμερικανικών ομολόγων, με αποτέλεσμα το χαρτοφυλάκιό της να πέσει κάτω από τα 900 δισ. δολάρια; Η Κίνα βέβαια παραμένει ο μεγαλύτερος ξένος κάτοχος αμερικανικών ομολόγων, και άρα ο μεγαλύτερος δανειστής και «σπόνσορας» των αμερικανικών ελλειμμάτων. Ωστόσο είναι φανερό ότι η «συμβιωτική» φάση παρήλθε: το Πεκίνο εμφανέστατα πλέον «ξεφορτώνεται» αμερικανικά (και ιαπωνικά) ομόλογα και «φλερτάρει» όλο και περισσότερο με την Ευρώπη.

Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται βέβαια και η απόφαση του Πεκίνου να αγοράσει ομόλογα της ευρωζώνης, δίνοντας χείρα βοηθείας στην πάσχουσα από την κρίση Νομισματική Ενωση. Εκμεταλλευόμενη τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, η Κίνα διευρύνει την επιρροή της σε αυτή με τεράστιες επενδύσεις και αγορές κυβερνητικών ομολόγων από τα πιο καταχρεωμένα κράτη-μέλη, ώστε να αυξήσει την πολιτική και οικονομική της επιρροή. Υποσχόμενη οικονομική βοήθεια και υποστηρίζοντας φραστικά το ευρώ, η Κίνα στοχεύει στη σταθεροποίηση του μεγαλύτερου πλέον εμπορικού της εταίρου. Η προσφορά βοήθειας προορίζεται προς τα «προβληματικά» κράτη-μέλη, ήτοι Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία. Μια στρατηγική η οποία είναι δεδομένο ότι θα οδηγήσει στην οικονομική εξάρτηση της Ευρώπης από την Κίνα, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα και με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ψυχολογία υπέρ της Κίνας
Πάντως σε ψυχολογικό επίπεδο, τόσο σημαντικό για την οικονομία, η Κίνα διατηρεί σαφές προβάδισμα. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που έδωσε πριν από λίγες ημέρες στη δημοσιότητα το ινστιτούτο ΡΕW, το 47% των Αμερικανών θεωρεί ότι η Κίνα είναι σήμερα η πρώτη οικονομική δύναμη του πλανήτη έναντι μόλις 31% για τις ΗΠΑ. Το άκρως αντίθετο δηλαδή από τα πορίσματα της ίδιας έρευνας προτού ξεσπάσει η οικονομική κρίση το 2008. Τότε το 41% των Αμερικανών θεωρούσε τη χώρα κορυφαία οικονομική δύναμη στον κόσμο, ενώ την Κίνα την «προτιμούσε» μόνο το 30%.