Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν από την έκρηξη της Μεξικανικής Επανάστασης- μιας «Revolucion Ιnterrumpida», επανάστασης που διακόπηκε στα μισά, χωρίς να εκπληρώσει τους πραγματικούς στόχους της, όπως εύστοχα την αποκάλεσε στο ομώνυμο βιβλίο του ο μεξικανός καθηγητής Ιστορίας Αντόλφο Τζίλι.
Οπως οι περισσότερες επαναστάσεις, έτσι και αυτή του Μεξικού ήταν μια επανάσταση «από τα κάτω»- από αυτούς που δεν είχαν τίποτε να χάσουν. Και δεν είχαν τίποτε να χάσουν, διότι στο Μεξικό του 1910- όπως σημειώνει ο Τζίλι- το 81% της γης ήταν ιδιοκτησία των μεγάλων γαιοκτημόνων-τσιφλικάδων, οι οποίοι μαζί με τα κτήματα διαφέντευαν τη μοίρα εκατομμυρίων ακτημόνων χωρικών, με την πλήρη ανοχή του ισόβιου «πρεζιντέντε» Πορφίριο Ντίαζ.
Η δυσαρέσκεια τμήματος της αστικής τάξης ενάντια στο καθεστώς αποτέλεσε βέβαια τη θρυαλλίδα όσων ακολούθησαν. Ο Φρανσίσκο Μαδέρο, γόνος πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων, τόλμησε να βάλει υποψηφιότητα κόντρα στον Ντίαζ, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί και τελικά να βρει καταφύγιο στις ΗΠΑ, όπου με τα χρήματα της οικογένειάς του συνέστησε έναν μικρό μισθοφορικό στρατό για να επιχειρήσει την ένοπλη ανατροπή της κυβέρνησης. Η δύναμή του ήταν ισχνή, αλλά και το καθεστώς του 80χρονου πια Ντίαζ αποδείχθηκε ετοιμόρροπο: μέσα σε λίγους μήνες ο Ντίαζ παραιτήθηκε και ο Μαδέρο έγινε πρόεδρος ύστερα από κανονικές εκλογές τον Νοέμβριο του 1910. Ακτήμονες στα όπλα
Αυτή η μάχη όμως στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου: η αγροτική εξέγερση ήταν πλέον αναπόφευκτη. Και οι εμβληματικοί ήρωές της δεν άργησαν να εμφανιστούν: στο Βόρειο Μεξικό με τη μορφή του Φρανσίσκο «Πάντσο» Βίγια, ενός πρώην οδηγού κοπαδιών, λαθρέμπορου και ληστή, ο οποίος μπήκε επικεφαλής της εξέγερσης, και στον ακόμη φτωχότερο Νότο με τον Εμιλιάνο Ζαπάτα, έναν τοπικό ηγέτη ακτημόνων στην Πολιτεία Μορέλος.
Τον «μεστίζο» (μιγά) ορφανό Ζαπάτα τον είχαν εκλέξει οι συγχωριανοί του για να υπερασπίζει την κοινοτική γη, τα «εχίδος», από την αρπακτικότητα των τσιφλικάδων. Στις 29 Μαρτίου 1911 αυτός και οι άνδρες του επιτέθηκαν στο εργοστάσιο ζάχαρης του τσιφλικιού Τσιναμένα και «απαλλοτρίωσαν» σύγχρονο οπλισμό και άλογα. Μέσα σε λίγες εβδομάδες η φάλαγγα του Ζαπάτα διέθετε περισσότερους από 1.000 οπλισμένους άνδρες, τον «κορμό» του «Απελευθερωτικού Στρατού του Νότου». Υπό την ηγεσία του, οι ένοπλοι αγρότες άρχισαν να μοιράζουν τη γη. Η περιουσία όλων των εχθρών της Επανάστασης πρέπει να εθνικοποιηθεί, αυτό ήταν το πρόγραμμα του κινήματος του Ζαπάτα- και ας τον αποκαλούσαν οι αστικές εφημερίδες και οι τρομαγμένοι κάτοικοι των πόλεων «Αττίλα του Νότου». Στον Βορρά σχηματίστηκε η περίφημη «Μεραρχία του Βορρά» του Πάντσο Βίγια, που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη δεύτερη και πιο κρίσιμη φάση της επανάστασης, μετά το 1914. Τέτοια ήταν η ανησυχία της άρχουσας τάξης, ώστε ο ανίκανος να καταστείλει την αγροτική εξέ γερση Μαδέρο σύντομα ανατράπηκε από έναν «πορφιρίστα» (οπαδό του Ντίαζ) στρατηγό του, τον Βικτοριάνο Χουέρτα. Ούτε αυτός όμως αποδείχθηκε ικανός να καταστείλει τους αποφασισμένους αγρότες: στις 22 Ιουνίου του 1914 η Μεραρχία του Βορρά τσάκισε τους «ομοσπονδιακούς» του Χουέρτα στη μάχη της Σακατέκας, στον δρόμο προς την πρωτεύουσα. Οι δυνάμεις του Ζαπάτα κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση από τον Νότο. Ο θρίαμβος και η πτώση
Το καθεστώς του Χουέρτα κατέρρευσε τον Αύγουστο. Και τον Δεκέμβριο, ενώ στην Ευρώπη μαινόταν ήδη το μακελειό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Μεραρχία του Βορρά και ο Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου μπήκαν θριαμβευτικά στην Πόλη του Μεξικού και εγκατέστησαν μια νέα κυβέρνηση. Οι ηγέτες τους, ο Ζαπάτα και ο Βίγια, εισήλθαν στο Εθνικό Μέγαρο, την έδρα της εξουσίας των γαιοκτημόνων, και άπλωσαν τις λασπωμένες μπότες τους στα πανάκριβα έπιπλα.
Αλλά την εξουσία δεν την πήραν οι στρατοί του Βίγια και του Ζαπάτα, και οι χιλιάδες αγρότες και εργάτες που τους στελέχωσαν. Γιατί; Διότι, όπως λένε οι περισσότεροι ιστορικοί, ντόπιοι και ξένοι, δεν αρκεί να ρίξεις το προηγούμενο σάπιο καθεστώς: πρέπει να διαθέτεις και πολιτικό πρόγραμμα που να απαντά στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Και κάτι τέτοιο ούτε διέθεταν ούτε και μπορούσαν να συλλάβουν οι νικητές αλλά στην πλειονότητά τους αγράμματοι, δεισιδαίμονες αγρότες. Ετσι οι «προοδευτικοί» αστοί, που ήξεραν ακριβώς τι έπρεπε να κάνουν, τελικά νίκησαν. Αυτοί θα χάραζαν το μέλλον του Μεξικού.
Χρειάστηκε βέβαια να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη των μεσαίων στρωμάτων και να εκτονώσουν την επαναστατικότητα του «σκληρού πυρήνα» των εξεγερμένων. Και το έκαναν, όπως συνήθως, με ωραία λόγια: το Σύνταγμα του 1917 ήταν ίσως το πιο προχωρημένο πολιτικό κείμενο της εποχής, αφού δεν προέβλεπε μόνο την αναδιανομή των λατιφουντίων αλλά και μια σειρά από πρωτοφανή εργατικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στον οργανωμένο συνδικαλισμό, τις συλλογικές συμβάσεις, το οκτάωρο, τις συντάξεις χηρείας και πολλά ακόμη… Το μόνο πρόβλημα ήταν πως όλα αυτά ήταν υποσχέσεις: μόλις οι αστοί ξαναπήραν τα γκέμια, το μεγαλύτερο μέρος των «δεσμεύσεών» τους παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες.
Το όνειρο της Κομμούνας
Η επανάσταση φυσικά δεν εξαφανίστηκε εν μια νυκτί: από το 1914 ως το 1919 ο Πάντσο Βίγια και ο Ζαπάτα έδωσαν έναν απελπισμένο αγώνα ενάντια στις δυνάμεις των «Συνταγματικών», που πλέον είχαν την ανοιχτή στρατιωτική υποστήριξη των ανήσυχων ΗΠΑ. Στον Βορρά, ο «στριμωγμένος» από δύο πλευρές Βίγια ηττήθηκε το 1917 και κατέφυγε στον ανταρτοπόλεμο. Στον Νότο, και ιδιαίτερα στην Πολιτεία του, το Μορέλος, ο Ζαπάτα επιχείρησε το «άλμα στο αδύνατον»: συλλογική καλλιέργεια της γης, «εθνικοποίηση» και αυτοδιαχείριση των εργοστασίων ζάχαρης, οργανωμένες πολιτοφυλακές.
Αλλά το όνειρο της «Κομμούνας του Μορέλος» δεν μπορούσε να κρατήσει: ο Ζαπάτα, ο «τίγρης του Νότου», δολοφονήθηκε πισώπλατα το 1919. Τέσσερα χρόνια αργότερα τον «ακολούθησε» και ο Βίγια. Μαζί τους χάθηκε το όραμα ενός άλλου, λαοκρατικού Μεξικού. Και από την επανάσταση των κολασμένων απέμειναν μόνον οι σκιές και τα φαντάσματα του 1 εκατομμυρίου ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους. Το πνεύμα τους βέβαια επέζησε πολύ περισσότερο από τους ίδιους: ζει ακόμη στις καρδιές των αυτοχθόνων «Ζαπατίστας» της επαρχίας Τσιάπας και στο σύνθημά τους: Τierra y Libertad, Γη και Ελευθερία…