Ο διάσημος ιστορικός Ντόναλντ Σασούν μιλάει στον Μάρκο Καρασαρίνη και μας βοηθά να διακρίνουμε τάσεις, προοπτικές και ενδεχόμενα. Διότι η σκιαγράφηση του μέλλοντος, έστω και σε αδρές γραμμές, είναι οπωσδήποτε πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθεί στους μελλοντολόγους. Καλύτερα να προσφεύγουμε στους ειδικούς του παρελθόντος.

Το στοιχείο που χαρακτηρίζει τον Ντόναλντ Σασούν είναι ενδεχομένως η προφορά του: Μπορεί να αναγνωρίσει σε αυτήν κανείς όλες τις επιρροές στη ζωή ενός ανθρώπου εβραϊκής καταγωγής που γεννήθηκε στο Κάιρο, είχε ως μητρική γλώσσα τα γαλλικά, μεγάλωσε στο Μιλάνο και ζει εδώ και 40 χρόνια στη Βρετανία. Καθηγητής Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, μαθητής του κορυφαίου βρετανού ιστορικού Ερικ Χομπσμπάουμ, συγγραφέας πολυσέλιδων μνημειωδών έργων, όπως τα «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού» (εκδ. Καστανιώτη) και «The Culture of the Europeans» (εκδ. Harper Press), ο 64χρονος σήμερα Σασούν μιλάει με την ίδια ευχέρεια και έμφαση στην ακρίβεια με την οποία γράφει. Προσεκτικός στις διατυπώσεις του, ιδιαίτερα όταν αυτές έχουν να κάνουν με το μέλλον, δηλώνει απαισιόδοξος για αυτό της Ευρώπης, αισιόδοξος για εκείνο της Αριστεράς και εστιάζει (παρά την προσωπική του κλίση στην ιστορία των δομών της κοινωνίας) στη γοητεία του απρόβλεπτου γεγονότος.

Γνωρίζω ότι οι ιστορικοί αντιπαθούν την έννοια της πρόβλεψης, ωστόσο, για να θέσω το πλαίσιο της συζήτησης, θα κάνω το ερώτημα: Πόσο διαφορετικό βλέπετε τον κόσμο του 2020;
«Υπάρχει μια ιστοριογραφική σχολή που ασχολείται μόνο με τις τάσεις σε βάθος χρόνου, την οπτική της λεγόμενης “μακράς διάρκειας” του μεγάλου γάλλου ιστορικού Φερνάν Μπροντέλ. Από τη συγκεκριμένη σκοπιά οι πιθανότητες να συμβεί κάτι εντός της επόμενης δεκαετίας, το οποίο θα αλλάξει σε σημαντικό βαθμό τον κόσμο, είναι μηδαμινές. Σε επίπεδο “μακράς διάρκειας” λοιπόν, αν εξαιρέσουμε ένα καταστροφικό γεγονός παγκόσμιας έκτασης, όπως μια πτώση μετεωρίτη, για παράδειγμα, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα παρατηρήσουμε καμία μετρήσιμη μεταβολή. Στο επίπεδο της “μεσαίας διάρκειας”, της εξέλιξης των δομών και των θεσμών της κοινωνίας, το πιθανότερο είναι να γίνουμε μάρτυρες της συνέχειας των τωρινών τάσεων: της ανόδου της Κίνας ή των οικονομικών δυσχερειών που είναι απότοκες της ύφεσης του 2008. Στο επίπεδο της λεγόμενης “βραχείας διάρκειας”, της πολιτικής Ιστορίας, θα συναντήσουμε διάφορες αλλαγές σε διάφορες χώρες, χωρίς όμως αυτές να επηρεάζουν συνολικά τον υπόλοιπο κόσμο».

Ο δάσκαλός σας Ερικ Χομπσμπάουμ έλεγε το 2007 σε μια συνάντηση με αντικείμενο την Ευρώπη και την ευρωπαϊκή κουλτούρα, στην οποία συμμετείχατε και εσείς, ότι η Ευρώπη έχει επείγουσα ανάγκη επανακαθορισμού.
«Θα έλεγα ότι εξακολουθεί και θα εξακολουθήσει να είναι επείγουσα – αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα επιτευχθεί κιόλας. Η διαφορά μεταξύ της επείγουσας ανάγκης για κάτι και της ανταπόκρισης στην ανάγκη αυτή είναι ότι η επίλυση παρόμοιων προβλημάτων συχνά απαιτεί νικητές και ηττημένους. Και στην υπάρχουσα δομή της Ευρωπαϊκής Ενωσης νικήτριες είναι οι χώρες που έχουν ωφεληθεί από αυτήν και οι οποίες δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για μια αλλαγή των υφιστάμενων κανόνων. Υπό αυτές τις συνθήκες η παράλυση είναι μάλλον πιθανότερο αποτέλεσμα από μια μεταβολή – όχι ότι αυτό σημαίνει πως δεν θα πρέπει να επιχειρήσουμε την επίλυση του προβλήματος. Απλώς είμαι μάλλον απαισιόδοξος όσον αφορά τις προθέσεις για κάποια σοβαρή προσπάθεια ως προς αυτό εντός της επόμενης δεκαετίας. Και γενικότερα απαισιόδοξος ως προς το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος συνολικά».

Ευθύτατη απάντηση.
«Θα πρόσθετα ότι την τελευταία δεκαετία οι απαισιόδοξοι αποδείχθηκαν τελικά πιο κοντά στην πραγματικότητα από τους αισιόδοξους. Η Ευρωπαϊκή Ενωση επέδειξε μια σειρά επιτυχιών, κυρίως μια σημαντική ικανότητα επέκτασης, αυξάνοντας τον αριθμό των κρατών-μελών της. Ωστόσο η διεύρυνση σήμανε ταυτόχρονα και δυσχέρειες στον βαθμό ένταξης στο σύνολο – επέτεινε, δηλαδή, τα προβλήματα μιας ήδη δύσκολης, κατά την προσωπική μου άποψη, διαδικασίας».

Συμφωνείτε άρα με όσους ισχυρίζονται ότι η Ευρώπη έχει χάσει τον δρόμο της;
«Η σημερινή Ευρώπη αποτελεί συνέπεια ενός παράδοξου των διαδικασιών που ξεκινούν με έναν τελικό στόχο. Ο στόχος αυτός μπορεί να μην είναι ρεαλιστικός ή ακόμη και χρήσιμος στον υπόλοιπο κόσμο. Αν μου επιτρέπετε να κάνω μια σύγκριση, τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν κάποτε, στο παρελθόν, όχι σήμερα, ως τελικό τους στόχο την υπέρβαση του καπιταλισμού και τη συγκρότηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα απαιτούσαν μεταρρυθμίσεις, οι οποίες ήταν πλήρως συμβατές με τον καπιταλισμό. Στον βαθμό που επιτεύχθηκαν οι μεταβολές αυτές ο καπιταλισμός ενισχύθηκε και τελικά, εμμέσως, ο τελικός στόχος του σοσιαλισμού αποδείχθηκε χρήσιμος για τον καπιταλισμό! Κατά παρόμοιο τρόπο, πολλοί από εκείνους που αναμείχθηκαν στην οικοδόμηση μιας ενωμένης Ευρώπης είχαν ως όραμα και τελικό στόχο μια Ευρώπη που θα αποτελούσε κράτος, ομόσπονδο μεν, αλλά οπωσδήποτε πολύ πιο ολοκληρωμένο από ό,τι το σημερινό μόρφωμα. Στην πορεία των πραγμάτων λοιπόν καταλήξαμε στην υπάρχουσα μορφή, η οποία μπορεί να μη λογίζεται ως κακό αποτέλεσμα, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι καθιστά και πιθανότερη την επίτευξη του τελικού στόχου που είχε αρχικά τεθεί».

Ενα από τα φλέγοντα ζητήματα της ευρωπαϊκής ατζέντας είναι αυτό της μετανάστευσης. Εχουν εκφραστεί απόψεις, όπως αυτή του δημοσιογράφου των «FinancialTimes» Κρίστοφερ Κάλντγουελ, οι οποίες υποστηρίζουν ότι σε 50 χρόνια η Ευρώπη θα έχει μετεξελιχθεί σε «Ευραραβία». Πόσο σοβαρές ηχούν παρόμοιες απόψεις; Και γιατί οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δείχνουν τόσο φοβικά αντανακλαστικά απέναντι στους μουσουλμάνους μετανάστες;
«Ας τα δούμε ξεχωριστά. Το ένα ζήτημα είναι η πρόβλεψη ότι ο αριθμός των μουσουλμάνων στην Ευρώπη θα αυξηθεί. Δεν γνωρίζω τα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος, επομένως δεν μπορώ και να τα σχολιάσω – θα τα έβλεπα όμως με αρκετή καχυποψία. Το να κάνουμε προβλέψεις με το βλέμμα στις σημερινές τάσεις είναι παιχνίδι με το οποίο μπορούμε να παίξουμε όλοι. Και προφανώς ο καθένας παίζει με βάση το δικό του πολιτικό πρόγραμμα. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κάνουμε προβλέψεις σε ζητήματα όπου υπεισέρχεται ο παράγοντας της θρησκείας. Ποιος θα περίμενε 50 χρόνια πριν ότι θα υπήρχαν τώρα τόσοι χριστιανοί φονταμενταλιστές στις Ηνωμένες Πολιτείες; Αν ακολουθούσαμε όμως αυτού του είδους τη λογική, θα λέγαμε σήμερα ότι το 2200 όλοι οι Αμερικανοί θα είναι σαν τη Σάρα Πέιλιν! Κάτι που, παρεμπιπτόντως, θα προκαλούσε εξαιρετική ανησυχία σε πολλούς Ευρωπαίους. Ο τωρινός αριθμός των μουσουλμάνων μεταναστών δεν είναι ενδεικτικός και του μελλοντικού αριθμού τους, ούτε και μας δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο θα βιώσουν οι άνθρωποι αυτοί τη θρησκεία τους στο μέλλον. Αυτό εξαρτάται κυρίως από την αντίδραση που θα συναντήσουν από τους Ευρωπαίους, γιατί αυτή θα καθορίσει με ποιον τρόπο θα βιώσουν τη θρησκεία τους: Αν συναντήσουν εχθρικές αντιδράσεις, δεν αποκλείεται να στραφούν στον φονταμενταλισμό, αν όχι, θα ενταχθούν ευκολότερα στις κοινωνίες που θα τους υποδεχθούν.

Οσον αφορά τη γενικότερη πρόβλεψη λοιπόν οφείλω να πω ότι δεν τη θεωρώ σοβαρή. Ανθρωποι σαν τον Κάλντγουελ ασκούν συχνά προπαγάνδα για ένα συγκεκριμένο είδος πολιτικής. Οσον αφορά το ζήτημα της μετανάστευσης γενικότερα, η ταχύτητά της είναι φυσικό να προξενεί ανησυχίες εξαιτίας των οικονομικών συνεπειών της, μια και είναι προφανές ότι άλλους ευνοεί και άλλους όχι. Εξυπνη μεταναστευτική πολιτική λοιπόν είναι εκείνη που θέτει ως στόχο της να κάνει τη διάκριση μεταξύ ευνοούμενων και μη και να ελαχιστοποιήσει το κόστος για τους τελευταίους. Η κινδυνολογία περί της μετανάστευσης δεν μας βοηθά και πολύ σε αυτό, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να σπέρνει τον πανικό. Φυσικά, από τη στιγμή που κάνουμε λόγο για νικητές και ηττημένους, καθίσταται σαφές ότι θα υπάρξουν και πολιτικά κόμματα που θα εκμεταλλευθούν το γεγονός αυτό για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Αυτό έχει συμβεί στο παρελθόν: Η Ιστορία της Ευρώπης κατά τον Μεσοπόλεμο, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός της περιόδου αποτελούν ενδεικτικό παράδειγμα».

Η επάνοδος της θρησκείας με τη μορφή του ισλαμικού φονταμενταλισμού ή της αμερικανικής χριστιανικής Δεξιάς και η επιρροή του ανορθολογικού στοιχείου, όπως αυτό εκφράζεται από πλήθος διάσπαρτων θεωριών συνωμοσίας, δικαιολογούν όσους θεωρητικούς κάνουν λόγο για «επαναμάγευση του κόσμου»;
«Να σας πω την αλήθεια, δεν θεωρώ ότι έχουμε στα χέρια μας τόσο σαφή στοιχεία ή αποδείξεις ή και εργαλεία για να μετρήσουμε τον ανορθολογισμό. Προφανώς και υπάρχει γύρω μας, και σε μεγάλες ποσότητες μπορώ να πω, είναι όμως περισσότερος ή λιγότερος από τον 19ο αιώνα; Αυξάνεται ή μειώνεται; Εκείνο που μπορώ να ομολογήσω είναι ότι οι ορθολογιστές, όπως εγώ, αποτύχαμε στην πρόβλεψή μας ότι η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας θα σήμαινε την εξαφάνιση των προκαταλήψεων, του πιο ανορθολογικού στοιχείου της έννοιας της θρησκείας. Κάναμε λάθος σε αυτό, και οι ΗΠΑ είναι ένα καλό παράδειγμα, παρά τις εντυπωσιακές προόδους της τεχνολογίας τους, αν σκεφτείτε ότι πρόκειται για μια χώρα η οποία παράγει ακόμη λαμπρές ιδέες, τις οποίες οι υπόλοιποι πρόθυμα υιοθετούμε – το Google, το Facebook, το YouΤube. Τρέφω σεβασμό και θαυμασμό για την τεχνολογία, τη διάνοια, την καινοτομία, τον μοντερνισμό, την τάση της αμερικανικής κοινωνίας να κοιτάζει μπροστά, και όμως, ταυτόχρονα οφείλω να παραδεχθώ ότι όντως ο ανορθολογισμός αυξάνεται στο εσωτερικό της. Να λοιπόν που οι αισιόδοξοι ορθολογιστές κάναμε λάθος».

Εχετε μιλήσει στο παρελθόν για τη σύγκλιση των σύγχρονων κοινωνιών σε ένα παράδειγμα που χαρακτηρίζετε «φιλελεύθερο» ή «κοινωνικό καπιταλισμό». Κινδυνεύει στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης το μοντέλο αυτό;
«Οπωσδήποτε, ένας τέτοιος κίνδυνος υφίσταται. Οι διαδικασίες που οδήγησαν στη σύγκλιση προς αυτό που ονόμασα φιλελεύθερο ή κοινωνικό καπιταλισμό μπορούν να μεταβληθούν πλήρως σε διαδικασίες που θα οδηγούσαν στην αποσύνθεση του μοντέλου. Η κρίση του 1929 άλλωστε όντως είχε επιφέρει μια τέτοια απόκλιση σε πλήθος χωρών, από τις ΗΠΑ ως την Ιαπωνία».

Ποια στρώματα θα πλήττονταν περισσότερο σε μια τέτοια περίπτωση;
«Στην περίπτωση της μετάβασης από την προκαπιταλιστική στην καπιταλιστική περίοδο, από ένα οικονομικό σύστημα βασισμένο σε μεγάλο βαθμό στη γεωργία σε εκείνο της εκβιομηχάνισης, οι χαμένοι ήταν τα αγροτικά στρώματα. Στην εποχή μας τώρα, μοιάζουμε να περνάμε από ένα οικονομικό σύστημα βασισμένο στη βιομηχανία σε κάτι διαφορετικό. Είναι σαφές ωστόσο ότι οι χαμένοι στη Δύση είναι οι εργάτες και οι οργανισμοί διά των οποίων εκφράστηκαν: τα συνδικάτα και τα σοσιαλιστικά κόμματα. Η παραγωγή σε βιομηχανική κλίμακα ήταν μονοπώλιο της δυτικής κοινωνίας – και εδώ και μερικές δεκαετίες έχει πάψει να είναι. Αν δούμε το παρελθόν της ιστορίας της βιομηχανίας από τις απαρχές της, εδώ και 250 χρόνια, θα παρατηρήσουμε ότι ξεκίνησε με τη Βρετανία, γεγονός παράξενο, μια και δεν πρόκειται παρά για ένα μικρό νησί έξω από τις ακτές της Δυτικής Ευρώπης, και σταδιακά επεκτάθηκε σε κάποιες νευραλγικές περιοχές της – ούτε καν στο σύνολό της – και στις ΗΠΑ. Με την εξαίρεση της Ιαπωνίας, ο βιομηχανικός καπιταλισμός υπήρξε αποκλειστικά δυτική υπόθεση, στον υπόλοιπο κόσμο, στην Αυστραλία, στη Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, μαζική βιομηχανική παραγωγή δεν υφίστατο. Σήμερα πλέον μιλάμε – και με τον πλέον δραματικό τρόπο – για τη βιομηχανική ισχύ της Κίνας, αύριο ενδεχομένως για εκείνη της Βραζιλίας. Και αυτή είναι μια πραγματικά σημαντική ιστορική διαδικασία».

Ως μείζων ιστορικός αναλυτής του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, θα λέγατε ότι η Αριστερά έχει μέλλον;
«Πάντοτε υπάρχει μέλλον, με την προοπτική βέβαια ότι επανατοποθετείς τον εαυτό σου. Δείτε τον 19ο αιώνα: Τα κόμματα που βάσιζαν την επιρροή τους στη γαιοκτησία θα έπρεπε κανονικά να είχαν εξαλειφθεί ολοκληρωτικά με την έλευση του καπιταλισμού – η πολιτική διένεξη θα έπρεπε να διεξάγεται μεταξύ υπερμάχων του καπιταλισμού και αντικαπιταλιστικών παρατάξεων. Οι συντηρητικοί όμως, με ευφυή τρόπο, ανακυκλώθηκαν σε εθνικιστικά, θρησκευτικά και άλλου είδους κόμματα, διασφαλίζοντας ότι δεν θα υποκαθίσταντο από κάποιο ισχυρό καπιταλιστικό κόμμα. Για την ακρίβεια, θα έλεγα ότι ως πρόσφατα στην Ευρώπη δεν είχαμε δει την κυριαρχία κομμάτων σαφώς και ανοιχτά καπιταλιστικών. Τα τελευταία 30 χρόνια όμως όλα τα κόμματα κατέληξαν καπιταλιστικά – κατά μία έννοια οι σοσιαλιστές και η Αριστερά είναι σήμερα υπέρμαχοι του “καπιταλισμός, αλλά”. Θεωρώ ωστόσο ότι η Αριστερά μπορεί να επιβιώσει επινοώντας ξανά τον εαυτό της. Και το επιχειρεί τα τελευταία 30 χρόνια, με την υιοθέτηση πολιτικών που δεν ανήκαν στην παράδοσή της, σε ζητήματα όπως οι αμβλώσεις, ο φεμινισμός, τα δικαιώματα και ο γάμος των ομοφυλοφίλων, θεματολογία η οποία ουσιαστικά ταυτίζεται με φιλελεύθερες κοσμικές αντιλήψεις».

Αρκούν αυτές οι πολιτικές ή άλλες σε παρόμοια κατεύθυνση για μια μελλοντική «επανατοποθέτηση», όπως το θέσατε, της Αριστεράς;
«Και ναι και όχι, διότι δεν μπορείς να οικοδομήσεις μια συμμαχία μόνο πάνω σε αυτές τις πολιτικές. Εκείνο που οφείλει να προσφέρει η Αριστερά είναι ένα όραμα της νεωτερικότητας, ένα όραμα του μέλλοντος, όπου οι παραδοσιακές της αξίες, όπως το αίτημα για μεγαλύτερη ισότητα, θα συνδυάζονται με την υπόσχεση μιας δυναμικής οικονομίας. Το πρόβλημα είναι ότι στην παρούσα οικονομική κατάσταση, εν μέσω ύφεσης, και αυτό ισχύει τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη Βρετανία, εκείνο που γίνεται όλο και ευρύτερα αποδεκτό είναι ότι για να προχωρήσουμε μπροστά οφείλουμε να απαλείψουμε συγκεκριμένες πτυχές του κράτους πρόνοιας. Σε αυτή τη συγκυρία ο λόγος των αριστερών κομμάτων ακούγεται συντηρητικός, γιατί υπερασπίζεται το παρελθόν, και εκείνος των συντηρητικών κομμάτων ακούγεται πιο ριζοσπαστικός και δυναμικός, γιατί ευαγγελίζεται αλλαγές. Γεγονός που αποδεικνύει ότι και η Αριστερά ήταν ικανοποιημένη με το μοντέλο του κοινωνικού καπιταλισμού που επικράτησε στην Ευρώπη».

Η αρχική επαγγελία των σοσιαλιστικών κομμάτων αφορούσε τη μεταβολή της κοινωνίας μέσω της επαναστατικής διαδικασίας. Επαναστάσεις όπως η γαλλική, η ρωσική ή η ιρανική, γεγονότα που αποτέλεσαν ιστορικές αφετηρίες ευρύτατων μεταβολών, βρίσκονται σήμερα στον ορίζοντα;
«Η ερώτησή σας μου δίνει την ευκαιρία να πω ότι ακριβώς παρόμοια γεγονότα με κάνουν να χαίρομαι που έγινα ιστορικός και όχι μελλοντολόγος! Και θα σας εξηγήσω γιατί. Οντας πάνω από 60 χρόνων πλέον, είχα την τύχη να ζήσω τουλάχιστον τρία σημαντικά γεγονότα, γεγονότα τεράστιας, αληθινά παγκόσμιας σημασίας. Τα δύο έχουν ήδη αλλάξει τον κόσμο, το τρίτο ενδέχεται να το πράξει, αν και προσωπικά δεν είμαι σίγουρος ακόμη. Το πρώτο ήταν η Ιρανική Επανάσταση του 1979, η οποία σηματοδοτεί την ανάδυση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, το δεύτερο η πτώση του κομμουνισμού το 1989 και το τρίτο η τρέχουσα οικονομική κρίση. Ιδού τρία γεγονότα τα οποία η συντριπτική πλειονότητα των ειδικών απέτυχε να προβλέψει. Το σοβαρότερο πρόβλημα όσον αφορά παρόμοιες προβλέψεις είναι ότι σχεδόν όλες στηρίζονται στην εικασία πως ό,τι συνέβη στο παρελθόν θα συμβεί και στο μέλλον. Αυτό δεν είναι απαραίτητα λάθος, τις περισσότερες φορές όντως ισχύει, στο 99% των περιπτώσεων θα έλεγα: Μπορώ να προβλέψω, για παράδειγμα, ότι το 2011 περισσότεροι άνθρωποι θα παντρευτούν Μάιο παρά Νοέμβριο και θα έχω δίκιο γιατί είναι μια εύκολη και ασφαλής πρόβλεψη. Σε παρόμοια επαναλαμβανόμενα συμβάντα τα καταφέρνουμε – εκεί που αποτυγχάνουμε οικτρά είναι στα όντως ενδιαφέροντα γεγονότα, στα μη αναμενόμενα, στο στοιχείο του απρόβλεπτου, εν τέλει. Το πιθανότερο είναι ότι αύριο θα ζήσω μια συνηθισμένη ημέρα. Θα μπορούσε όμως και κάποιος να μου τηλεφωνήσει – αν και δεν το βλέπω πολύ πιθανό! – και να μου αναγγείλει ότι κέρδισα το βραβείο Νομπέλ. Κάτι τέτοιο φυσικά θα μου άλλαζε τη ζωή, και όλο αυτό γιατί τα γεγονότα του παρελθόντος δεν εγγυώνται εκείνα του μέλλοντος».

Μια και αναφερθήκαμε σε γεγονότα-ορόσημα, συντάσσεστε με την άποψη εκείνων που θεωρούν ότι η 11η Σεπτεμβρίου ίσως να μην αποτελεί τόσο κομβικό σημείο όσο έμοιαζε πριν από σχεδόν δέκα χρόνια;
«Θα έλεγα ότι, πρώτον, η 11η Σεπτεμβρίου οφείλει να γίνει νοητή σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αυτό της ανάδυσης του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Και, δεύτερον, ότι καθίσταται σημαντικό γεγονός όχι τόσο για όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα αλλά για την αντίδραση που αυτά προξένησαν. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως με έναν διαφορετικό πρόεδρο ή και με τον ίδιο πρόεδρο με διαφορετικούς συμβούλους να φανταστούμε μια διαφορετική κατάληξη. Κάθε τρομοκρατική ομάδα μπορεί να προβεί σε ωμότητες, δεν έχει τη δυνατότητα όμως να ελέγξει ή να διαχειριστεί τα επακόλουθά τους. Επομένως, η σημασία της 11ης Σεπτεμβρίου έγκειται τελικά στην αντίδραση των ΗΠΑ, ορθή ή μη. Ας θυμηθούμε ότι η χειρότερη τρομοκρατική επίθεση πριν από αυτήν ήταν η βομβιστική επίθεση στο ομοσπονδιακό κτίριο στην Οκλαχόμα το 1995, όπου σκοτώθηκαν 168 άτομα – και στη συνέχεια δεν συνέβη τίποτε. Αυτό που έχει σημασία λοιπόν είναι η αντίδραση που προκαλείται, όχι το ίδιο το γεγονός, και οπωσδήποτε όχι ο αριθμός των θυμάτων».

Εχοντας καταγράψει παλαιότερα το χρονικό του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, στρέφεστε στο επόμενο βιβλίο σας στον καπιταλισμό;
«Ετοιμάζω ένα βιβλίο το οποίο συγκρίνει τάσεις και συμπεριφορές έναντι του καπιταλισμού κατά τις περιόδους 1880-1910 και 1980-2010, αντίστοιχα. Αναφέρεται στις αντιλήψεις των ελίτ, έχει παγκόσμιο χαρακτήρα αυτή τη φορά, μια και σκοπεύω να συμπεριλάβω, πλην της Ευρώπης, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία στην έρευνά μου και ο άξονας της υπόθεσής μου είναι ότι ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα επικρατεί η άποψη ότι για να προσεγγίσουν την πρωτοπόρο της εκβιομηχάνισης Μεγάλη Βρετανία απαιτείται η ανάπτυξη του κράτους, αντιθέτως στις αρχές του 21ου αιώνα το κράτος θεωρείται πρόσκομμα στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Μπορώ να σας υποσχεθώ επίσης ότι θα είναι μικρό βιβλίο, μόνο 300 σελίδες. Αρκετά πια με τα πολυσέλιδα βιβλία!».

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 522, σελ. 30-36, 17/10/2010.