Τον κίνδυνο επανεμφάνισης ενός νέου συστημικού ρίσκου στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, απόρροια της μετάδοσης της ελληνικής κρίσης στην περιφέρεια της ευρωζώνης, σημειώνει μέρος της αγοράς, εκφράζοντας μάλιστα φόβους ότι αν δεν τεθούν γρήγορα τα πράγματα υπό έλεγχο θα μπορούσε να εκτροχιαστεί και η πορεία ανάκαμψης των οικονομιών, βάζοντας τον κόσμο σε νέες περιπέτειες.
Υστερα εξάλλου από την υποβάθμιση της δανειοληπτικής ικανότητας της Ισπανίας, μία ημέρα ύστερα από αντίστοιχες υποβαθμίσεις της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, από τον οργανισμό αξιολόγησης Standard and Ρoor΄s αντικατοπτρίζοντας, όπως ανέφερε, την αυξανόμενη ανησυχία για την ικανότητα αυτών των χωρών να αποπληρώσουν τα χρέη τους, το «ελληνικό πρόβλημα» εισήλθε ουσιαστικά σε νέα φάση.
Το παιχνίδι, όπως εκτιμήθηκε, μεταφέρθηκε από τη χώρα μας στο γήπεδο της ευρωζώνης, και κυρίως της Γερμανίας, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έκαναν λόγο για τον κίνδυνο μιας γενικευμένης κρίσης κρατικού χρέους που θα μπορούσε να ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας», καθώς, όπως παρατήρησε και ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ, το «ελληνικό πρόβλημα» μεταδίδεται «σαν τον ιό Εμπολα».
Η υποβάθμιση μάλιστα του ελληνικού χρέους στην κατηγορία που στην αργκό της αγοράς αποκαλείται «σκουπίδια» (junk bonds) επιτάχυνε τις διαδικασίες για την αύξηση, όπως εκτιμάται, του πακέτου στήριξης στα 120-135 δισ. ευρώ σε ορίζοντα τριετίας. Το ποσό καλύπτει τις δανειακές ανάγκες της χώρας για μεγάλη χρονική περίοδο, και πιθανόν να περάσει πολύς καιρός προτού η Ελλάδα απευθυνθεί στις αγορές για την άντληση κεφαλαίων και αναχρηματοδότηση του χρέους της, δεδομένης της μη ορθολογικότητας που επικρατεί στις αγορές ομολόγων, εκτίμησαν αναλυτές της αγοράς.
Η αντίδραση των αγορών
Και ενώ οι Ευρωπαίοι επικαλούνται τη σταθερότητα της ευρωζώνης προκειμένου να πείσουν την κοινή γνώμη των χωρών τους, η αντίδραση των αγορών έχει ήδη δείξει ότι η αναβλητικότητα των αποφάσεων και η διστακτικότητα να αντιμετωπίσουν τα δημοσιονομικά προβλήματα ενός εταίρου επηρεάζουν τόσο το κοινό νόμισμα όσο και το κόστος δανεισμού.
Παρά τα νέα αυτά πάντως, τα περίφημα spreads, το «καπέλο» δηλαδή με το οποίο δανειζόμαστε σε σχέση με το αντίστοιχο επιτόκιο αναφοράς της ευρωζώνης, δεν πρόκειται να αποκλιμακωθούν άμεσα, καθώς η ύπαρξη χαμηλότοκου δανεισμού δεν σημαίνει απαραίτητα και σύγκλιση των αποδόσεων των ομολόγων προς τα επίπεδα αυτά.
Σε επίπεδο μετοχών όμως, καθώς το ΧΑ παρουσιάζει τη χειρότερη απόδοση εφέτος στον κόσμο, βραχυχρόνια μια ανοδική κίνηση «ανακούφισης» είναι μάλλον εύλογη, αν και μεσοπρόθεσμα οι αγορές θα επικεντρωθούν τόσο στο εύρος της ύφεσης στην οποία οδηγείται η ελληνική οικονομία όσο και στις προοπτικές κερδοφορίας των εταιρειών οι οποίες αναμένεται να συνεχίσουν να διάγουν τη δική τους στενωπό, περιορίζοντας έτσι και τα όποια περιθώρια ανόδου.
Τα δάνεια εξάλλου θα παρασχεθούν στη χώρα μας υπό αυστηρές προϋποθέσεις δύσκολων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής λιτότητας για τα επόμενα χρόνια, και θα εκταμιεύονται σταδιακά με την εκπλήρωση των συμφωνηθέντων υποχρεώσεων, κατά τη συνήθη μεθοδολογία του ΔΝΤ.
Για τους αναλυτές, το καλό σενάριο υποστηρίζει ότι αν η χώρα, κερδίζοντας χρόνο λόγω του μηχανισμού στήριξης και παίρνοντας τα επώδυνα μέτρα, διαφανεί ότι θα τα καταφέρει σε εύλογο χρονικό διάστημα να επιστρέψει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης, τότε μπορεί να προσφύγει σε εύλογο χρονικό διάστημα εκ νέου στις αγορές για δανεισμό. Το κακό σενάριο πάλι θεωρεί ότι οι βραχυπρόθεσμες λύσεις δεν επαρκούν για να αντιμετωπιστούν τα δομικά προβλήματα της οικονομίας και ότι η χρηματοδότηση απλώς καθυστερεί το αναπόφευκτο. Ετσι, όπως λέγεται, όταν οι κρατικές δαπάνες, πλην της εξυπηρέτησης χρέους, μειωθούν ώστε να ανταποκρίνονται στα φορολογικά έσοδα, η χώρα θα ζητήσει ακριβώς αυτό: αναδιάρθρωση. Οποιαδήποτε μετακίνηση προς αυτή την κατεύθυνση θα έχει όμως επιπτώσεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες κατέχουν σήμερα ελληνικά ομόλογα αξίας 189 δισ. δολαρίων, δηλαδή το 80% των ελληνικών ομολόγων που βρίσκεται στα χέρια ξένων τραπεζών (236 δισ. ευρώ). Συνολικά οι μεγαλύτεροι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων αφορούν τις γαλλικές (75,2 δισ. ευρώ) και τις γερμανικές τράπεζες (45 δισ. ευρώ), ενώ ακολουθούν οι αντίστοιχες από τις ΗΠΑ (16,65 δισ. ευρώ), τη Βρετανία (15 δισ. ευρώ), την Ολλανδία (11,8 δισ. ευρώ) και την Πορτογαλία (9,7 δισ. ευρώ).
Ορισμένοι επίσης, ελαφρά τη καρδία, προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και δεν αποκλείουν τη χρεοκοπία και τον εξαναγκασμό αποχώρησης από το ευρώ, χωρίς να εξετάζουν επισταμένως το συνολικό κόστος τέτοιων απαγορευτικών στην ουσία κινήσεων.
Η χρεοκοπία πάντως θα ευνοούσε άμεσα τους κατόχους ελληνικών CDS (ασφάλιστρα που προστατεύουν από τον κίνδυνο πτώχευσης), οι οποίοι θα αποκόμιζαν σε μια τέτοια περίπτωση τεράστια κέρδη.
Ενώ πάντως οι φωνές που κάνουν λόγο για την ανάγκη δομικών αλλαγών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ώστε να δοθεί και ένα τέλος στο δομικά αμφίβολο σύστημα των επί πληρωμή οίκων αξιολόγησης, αυξάνονται, η συνολική αξία των συγκεκριμένων στοιχημάτων-συμβολαίων πάνω στο ελληνικό χρέος, που διπλασιάστηκε τον τελευταίο χρόνο, διαμορφώθηκε σήμερα στα 71 δισ. δολάρια, με την καθαρή όμως αξία (αν δηλαδή εξαιρεθούν οι ενδιάμεσες αγοραπωλησίες που προέρχονται από την πώληση του ίδιου συμβολαίου από έναν επενδυτή σε άλλον) να κυμαίνεται στα 8,2 δισ. δολάρια. Για την JΡ Μorgan υπάρχουν τώρα τρεις δρόμοι για την Ελλάδα: Ο πρώτος αφορά τη δημοσιονομική εξυγίανση, η οποία ωστόσο προϋποθέτει πλεόνασμα προϋπολογισμού της τάξεως του 3%-6% έναντι του αρχικού ελλείμματος ύψους 8,5% το περασμένο έτος. Ο δεύτερος αφορά τη διαγραφή χρεών αναφορικά με ορισμένα διμερή δάνεια που έχει ήδη λάβει η χώρα από την υπόλοιπη ευρωζώνη. Και ο τρίτος είναι να αποπληρώσει η χώρα τα διμερή δάνεια, προχωρώντας όμως σε αναδιάρθρωση των υφιστάμενων χρεών της (ίσως μετά το 2012).
Ορισμένοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι εδώ που έφθασαν τα πράγματα ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας ίσως είναι τελικά αναγκαίος, ενώ και η ΕΚΤ θα πρέπει μάλλον να θέσει σε λειτουργία μη συμβατικές πολιτικές νομισματικής πολιτικής.
Μία ομάδα οικονομολόγων αλλά και μεγαλοπενδυτών με αμφιλεγόμενες επιδιώξεις δεν αποκλείει αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας ή ακόμη και τη χρεοκοπία σε ορίζοντα πενταετίας, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό τόσο για τη χώρα μας όσο ίσως και για την ίδια την ευρωζώνη, ενώ η S&Ρ εκτίμησε ότι στο ενδεχόμενο αυτό οι επενδυτές θα μπορέσουν να ανακτήσουν μόνο το 30%-50% των χρημάτων τους.