Στην εκπαίδευση των σκύλων μπορεί κανείς να βρει μυστικά της κοινωνίας των ανθρώπων

Η απρόσμενη συνάντηση δύο σκύλων στον Λυκαβηττό θα ανατρέψει παντελώς τη ζωή των αφεντικών τους. Συμπτωματικά έχουν βγει βόλτα στις 11 το βράδυ και διασταυρώνονται. Ο ένας, μεγαλύτερος σε ηλικία, δεν μπορεί να κουλαντρίσει το ερντέιλ τεριέ, μια «φαντεζί επιλογή, τον παίρνουν επιδειξιμανείς που δεν έχουν χαμπάρι από σκύλους». Ο δεύτερος, νεαρός, καλογυμνασμένος, κυκλοφορεί με το φανελάκι στο ψοφόκρυο και επιβάλλεται απόλυτα στο πιτμπούλ που έχει μαζί του. Από τον σύντομο διάλογο των δύο ανδρών φαίνεται ότι έχουν πολλά να πάρουν ο ένας από τον άλλο. Ο μικρός, ο Γιάννης Γεωργιάδης, εργάζεται ως εκπαιδευτής σκύλων και προτείνει να αναλάβει το δύστροπο και ανυπάκουο ζώο. Είναι πτυχιούχος της Νομικής και θα μπορούσε να κάνει την άσκησή του στο γραφείο του συνομιλητή του- αυτό δεν το αρθρώνει όμως και αρχίζει να καταστρώνει τα υστερόβουλα σχέδιά του αμέσως μόλις αναγνωρίζει τον καθηγητή και διάσημο δικηγόρο. Ο Χρίστος Κρεμόπουλος επιβάλλεται σε πολύ κόσμο, όχι όμως στο κατοικίδιο ή στην οικογένειά του. Είναι κάτι που φαίνεται από μακριά: απέκτησε τον σκύλο παρά τη θέλησή του.

Ο Κρεμόπουλος είναι ένας ψυχρός άνθρωπος που μοιάζει αδιαπέραστος από την αγάπη. Ο γιος ζει στο Λονδίνο, όπου υποτίθεται ότι κάνει μεταπτυχιακό, και επικοινωνεί μόνο για να ζητήσει χρήματα, χιλιάδες ευρώ κάθε φορά. Ο πατέρας τα δίνει, αδυνατώντας να μπει σε φάση αντιπαράθεσης. Αλλωστε αυτό είναι το μόνο που έδωσε στο παιδί: λεφτά. Στις γιορτές, στα γενέθλια, σε κάθε σημαντική στιγμή έχει πάντα το μυαλό του στη δουλειά. Αυτή είναι η προτεραιότητα. Το ίδιο έκανε και ο δικός του πατέρας, ένας απίστευτος γυναικάς, δικηγόρος κι αυτός, ο οποίος ενισχύει οικονομικά τον εγγονό. Στο κάδρο υπάρχει και ένας πεθερός, από το ίδιο επαγγελματικό κύκλωμα: δικηγόρος και καθηγητής. Παρά τις μικρές ενδοοικογενειακές αντιζηλίες και τις κοντρίτσες, αποτελούν ένα κατεστημένο. Ο Χρίστος Κρεμόπουλος φαίνεται να έχει τα πάντα, πλην όμως του λείπει η χαρά της ζωής. Σε αυτό συμβάλλουν οι άνθρωποι γύρω του. Στο γραφείο οι υπάλληλοι δεν τον σέβονται, στη σχολή οι ίντριγκες δεν σταματούν ποτέ και στο σπίτι έχει μια σύζυγο σε μόνιμη αφασία. Κάνει γιόγκα, νομίζει ότι είναι βουδίστρια και διαρκώς ενστερνίζεται αισιόδοξες απόψεις που ακούει δεξιά και αριστερά. Η Μα ριτίνα δεν έχει δουλέψει ποτέ, είναι σε μόνιμη δίαιτα και η μεγαλύτερη αγωνία που της έφερε η μητρότητα ήταν ότι πλαδάρεψε η κοιλιά της. Την ανατροφή του γιου ανέλαβε η οικόσιτη Αλβανή Βαλεντίνα.

Στα κεφάλαια του βιβλίου εναλλάσσεται η οπτική του Κρεμόπουλου με την οπτική του Γεωργιάδη. Ο νεαρός έχει δύο χαρίσματα: είναι εμφανίσιμος (φροντίζει να είναι σε άψογη φυσική κατάσταση) και ιδιαίτερα ευφυής. Για το παρελθόν του μαθαίνουμε ελάχιστα πράγματα: ένα ναυάγιο όταν ήταν παιδί και ότι ως φοιτητής ζούσε στο Λαύριο, στο εκπαιδευτήριο σκύλων, και κοιμόταν σε ένα ράντζο στην αποθήκη. Κληρονόμησε ένα παλιό πλίνθινο σπιτάκι στη Νεάπολη, όμως προτιμούσε να το ενοικιάζει. Μάζευε χρήματα για το μέλλον, για να μπορεί να αγοράσει ένα πανάκριβο κοστούμι την ημέρα που θα χρειαζόταν. Η εισβολή του στην οικογένεια Κρεμόπουλου θα γίνει με τους κανόνες των εκπαιδευτών. Θα εφαρμόσει στους ανθρώπους όσα γνωρίζει από τα ζώα: «Ο σκύλος είναι κτητικός: δεν παραχωρεί τίποτα άνευ λόγου», «Πρώτα εθίζεις το σκυλί στην παρουσία σου παίζοντας και μετά περνάς στην εκπαίδευση». Οι κανόνες γίνονται τίτλοι κεφαλαίων. Στα μάτια του όλοι φαίνονται χαραμοφάηδες και βρίζει την ταπεινή καταγωγή του. Δεν ανέχεται τα αχάριστα παιδιά ούτε τις ράθυμες συζύγους, όμως κάνει τα πάντα για να γίνει αρεστός. Θέλει να μπει στον κόσμο των πλουσίων και των επιφανών πάση θυσία: με τις γαλιφιές του, με το κορμί του, εξοντώνοντας τους αντιπάλους του.

Ο Γεωργιάδης δεν αρκείται στη νέα θέση του, στο κολωνακιώτικο γραφείο. Θέλει να δαγκώσει τα πάντα, με λυσσαλέο τρόπο. Από τη μία επιθυμεί να αναρριχηθεί και από την άλλη να καταστρέψει όσα του δημιούργησαν ζήλια. Θέλει να διαλύσει την οικογένεια του Κρεμόπουλου γιατί έχει όσα ο ίδιος στερήθηκε. Είναι υπερβολικά παρατηρητικός με τους ανθρώπους και ταυτόχρονα έχει πολλές σκοτεινές εμπειρίες, όμως ούτε ο καθηγητής ούτε η σύζυγός του αξιολογούν τα δεδομένα: τον θαυμάζουν τόσο που δεν αναρωτιούνται καν από πού ξεφύτρωσε. Μόνο η Βαλεντίνα υποψιάζεται τα ψεύδη και επιβεβαιώνεται.

Στο τέλος του βιβλίου επαληθεύεται το ότι στην κοινωνία των ανθρώπων ισχύει ό,τι και στις αγέλες: δεν υπάρχει δημοκρατία, μόνο αφεντικά και δούλοι.

ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΙΣΤΑ

Ο ήρωας της Λένας Διβάνη λέει κάποια στιγμή ότι «περνά στην επόμενη πίστα».Η λογοτεχνία δεν είναι βιντεογκέιμ,όμως το αυτό ισχύει για την ίδια τη συγγραφέα.Με το «Πεινασμένο στόμα» πέρασε σε επόμενο στάδιο. Το βιβλίο μπορεί να συγκριθεί με το «Σάββατο» του Ιαν Μακ Γιούαν.Κατ΄ αρχάς υπάρχει το έξυπνο εύρημα της εκπαίδευσης των σκύλων που παραλληλίζεται με την οργάνωση των ανθρώπων σε ομάδες.Το θέμα δεν είναι δα και πρωτότυπο: η πάλη των τάξεων,οι καταφρονεμένοι που θέλουν να κατασπαράξουν τους μεγαλωμένους στα πούπουλα.Γίνεται όμως ενδιαφέρον επειδή η Διβάνη δίνει την κοινωνική πτυχή με το σταγονόμετρο: μόνο στο τέλος της ανάγνωσης εξηγούνται οι εμμονές του νεαρού δικηγόρου.Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο είναι η δημιουργία των πειστικών χαρακτήρων και οι μεταβολές στη συμπεριφορά τους: ο Κρεμόπουλος νιώθει μόνος και παραδίδεται σε έναν καινούργιο φίλο, ο Γεωργιάδης βρίσκει την ευκαιρία της ζωής αλλά δεν μπορεί να βάλει φρένο στην ορμή του. Η Λένα Διβάνη είναι αν. καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή Αθηνών. Κατά καιρούς μπλέκεται σε δημόσιους φορείς, ήταν π.χ.αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.Τώρα είναι μέλος του ΔΣ της ΕΡΤ.