Πριν από έναν χρόνο (για να μην περιοριζόμαστε μόνο στα ελληνικά προβλήματα), εν μέσω των διαπιστώσεων ότι κάτι σάπιο υπήρχε στο βασίλειο των «ελεύθερων αγορών», οι Ματιέ Πιγκάς και Ανρί Λακμάν είχαν υποδείξει σε αρθρογραφικό «διάλογό» τους, που είχε δημοσιευτεί και στις «Νέες Εποχές» του «Βήματος», ποια ήταν η πολιτική που είχε φέρει τη διεθνή οικονομική κρίση.
Σε περιόδους που η οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμούς 2%-5%, σημείωναν, τα κεφάλαια πετύχαιναν αποδόσεις 15%-20%. Η αναντίστοιχη υπεραπόδοση γινόταν εις βάρος των εισοδημάτων των εργαζομένων. «Τα τελευταία 15 χρόνια οι μισθοί δεν είχαν την ανταπόδοση που θα έπρεπε», υποστήριζε ο Λακμάν, ενώ ο Πιγκάς υπογράμμιζε ότι η καθήλωση των μισθών λόγω της ασθενούς ανάπτυξης αντισταθμίστηκε με δανεικά, με αποτέλεσμα την υπερχρέωση κρατών και νοικοκυριών.
Εναν χρόνο αργότερα η έκθεση του RΜF (www. researchonmoneyandfinance. org), διεθνούς δικτύου ειδικών σε μελέτες Πολιτικής Οικονομίας με συντονιστή τον έλληνα καθηγητή Κώστα Λαπαβίτσα, επιβεβαιώνει τα παραπάνω και αφήνει πικρή γεύση για το μέλλον. Η έκθεση είχε ικανή κάλυψη στον ευρωπαϊκό Τύπο, καθώς συμφωνεί με τις διαπιστώσεις της υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας κυρίας Κριστίν Λαγκάρντ για την προβληματική πολιτική του Βερολίνου. Η Γερμανία, κρατώντας παγωμένες τις αποδοχές των εργαζομένων της και εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι τα κράτη της ευρωζώνης δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους (πράγμα που θα καθιστούσε ακριβές τις γερμανικές εξαγωγές), πετυχαίνει εμπορικά πλεονάσματα εις βάρος των εταίρων της που καλούνται να πάρουν σκληρά μέτρα λιτότητας, καθώς ούτε τις γερμανικές οικονομίες κλίμακας διαθέτουν ούτε ξεκινούν από τόσο ψηλό επίπεδο. Κατά τον εύγλωττο τίτλο της έκθεσης του RΜF, η Γερμανία κινείται στη γραμμή «γίνε φτωχός ο ίδιος και κάνε τον γείτονά σου ζητιάνο». Κατά διαφορετική διατύπωση, έχουμε προ οφθαλμών μια τάση «κινεζοποίησης» των μισθών στη Γερμανία και ακόμη χειρότερη στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Το ανησυχητικότερο ωστόσο που αναδεικνύεται από τα στοιχεία της έκθεσης είναι ότι ούτε η Γερμανία έχει ανάπτυξη. Με εξαίρεση ένα μικρό άλμα στα μέσα της δεκαετίας, η ανάπτυξη είναι και εκεί αναιμική, μετά δε το 2008 αρνητική: οι εξαγωγές (το 75% προς την ευρωζώνη) δεν φθάνουν να δώσουν επαρκή οξυγόνωση σε μια οικονομία όπου η κατανάλωση και η επένδυση παραμένουν σε τέλμα.
Για την Ελλάδα τα στοιχεία είναι ζοφερά. Με πολύ ψηλή κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ (70% έναντι 55% της Γερμανίας) και αποταμίευση σταθερά αρνητική μετά το 2004, είναι εμφανές ότι κράτος και νοικοκυριά αναπλήρωσαν με δανεικά ό,τι αδυνατούσε να τους διανείμει η οικονομική ανάπτυξη. Με την ύφεση, το πρόβλημα έγινε βουνό. Και το χειρότερο, αν δεν αλλάξει συνολικά η οικονομική πολιτική στην ευρωζώνη, δεν βλέπει κανείς διέξοδο από τη σημερινή κοινωνικά στρεβλή «συνταγή», που βασίζει τις ελπίδες για ανταγωνιστικότητα και ανάκαμψη αποκλειστικά στη συμπίεση των μισθών και στην πενία της πλειοψηφίας…