Ναταλία Μελά, Αλεξάνδρα Τσουκαλά, Ναταλία Τσουκαλά. Η γιαγιά βάζει τη φιτιλιά, η κόρη ανάβει τη φωτιά και η εγγονή τη φουντώνει – σε καλλιτεχνικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Εχοντας ζήσει σε ένα αυθεντικά μεγαλοαστικό περιβάλλον, θυμούνται τις οικογενειακές ιστορίες που καθόρισαν τη μεταξύ τους σχέση.

Πάνω ακόμη και από το ίδιο αίμα τις συνδέει το πάθος τους για την καλλιτεχνική έκφραση. Από τις σημαντικότερες γλύπτριες η Ναταλία Μελά, σύζυγος του αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη και εγγονή του μακεδονομάχου Παύλου Μελά, είναι μητέρα της γνωστής ντιζάινερ Αλεξάνδρας Τσουκαλά και γιαγιά της συνονόματής της φωτογράφου Ναταλίας Τσουκαλά. Οι σχέσεις τους εκτός από συγγενικές είναι πολύ φιλικές. Τις ενώνει το χιούμορ και το κέφι για ζωή. Κάτι που τις κινητοποιεί ώστε μαζί να διοργανώνουν ακόμη και πολυπληθή πάρτι, από όπου παρελαύνουν όλες οι ηλικίες, από 18 ως 88 και βάλε. Αν και διαφορετικές σε χαρακτήρα («Εγώ είμαι πολύ σοβαρή για τη γιαγιά μου» λέει η μικρή Ναταλία), συμβιώνουν αρμονικά. Εχοντας βασίσει την επαφή τους στην ελεύθερη θέληση και επιθυμία και όχι σε προσωπικές δεσμεύσεις και καταναγκασμούς. Ετσι, αν και η κυρία Μελά με την Αλεξάνδρα κατοικούν σε διπλανά διαμερίσματα του οικογενειακού νεοκλασικού επί της Βασιλίσσης Σοφίας, άλλοτε θα φάνε μαζί και άλλοτε όχι. Αλλοτε θα πάνε όλες μαζί στο κοινό εξοχικό στις Σπέτσες και άλλοτε η καθεμία με τη δική της παρέα. Είναι δηλαδή μαζί μόνο όταν πραγματικά αυτό θέλουν. Δεν παραλείπουν όμως ποτέ να δείξουν η μία στην άλλη τις νέες τους δημιουργίες. Ε, δεν είναι και λίγο να κατοικεί στη διπλανή πόρτα μια καλλιτέχνις που τυγχάνει συγγενής!

Πριν από λίγες ημέρες βρεθήκαμε όλες μαζί για να μιλήσουμε περί οικογενειακών δεσμών και τέχνης στο εργαστήριο της Ναταλίας Μελά. Καθήσαμε να τα πούμε στον «ίσκιο» ενός νέου μεγάλου ανδριάντα του Παύλου Μελά, που σε λίγο θα εγκατασταθεί στο αίθριο του Πολεμικού Μουσείου. Αναπόφευκτα η κουβέντα πήγε στον «παππού», την προτομή του οποίου η καλλιτέχνις φιλοτεχνεί για πέμπτη φορά. «Κάθε φορά είναι εξίσου δύσκολο να τον απεικονίσω, κυρίως γιατί ξεπηδούν από μέσα μου φαντασιώσεις. Αισθάνομαι, ας πούμε, ότι φτιάχνω τα χέρια του πατέρα μου ή βλέπω εικόνες της γιαγιάς μου» εξομολογείται η ακούραστη γλύπτρια, που καθημερινά δουλεύει ως αργά στο εργαστήριο, το ίδιο από το 1948. Είναι λοιπόν η τέχνη μια γέφυρα με τα έγκατα της ψυχής; Το ερώτημά μου προκαλεί ένα μπαράζ απαντήσεων με τη φράση της μιας να ολοκληρώνει της άλλης: «Σίγουρα μέσα από την τέχνη έχεις τη δυνατότητα να εκφράσεις και να αποτυπώσεις προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα. Ετσι φτιάχνεις τον εαυτό του. Αλλά και το έργο αποτελεί φυσική προέκταση της προσωπικότητας του καλλιτέχνη, στον οποίο υπάρχει όμως και μια ενδόμυχη δύναμη που του έχει προσφερθεί. Είναι το ταλέντο, αυτό οδηγεί τα χέρια του. Ισως να είναι μια δύναμη ψυχής». Κληρονομείται άραγε το ταλέντο; Απάντηση σαφής δεν υπάρχει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν μεγαλώσεις σε σπίτι καλλιτεχνών η ευαισθησία μεγαλώνει και η τέχνη μοιάζει με ένα ατέρμονο παιχνίδι και διασκέδαση. Ολα τα άλλα είναι προσωπική υπόθεση.

Μια γιαγιά κόντρα στο ρεύμα

Ετσι η Ναταλία Μελά, φύση επαναστατική, αν και κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας, ακολούθησε την κλίση της. «Εκανα δηλαδή το αντίθετο από ό,τι περιμένανε. Αντί να παντρευτώ αξιοπρεπώς, να γίνω μια κυρία του καλού κόσμου και να ησυχάσω, γράφτηκα στη Νομική και το 1942 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Οι γονείς μου (γιος του μακεδονομάχου ήρωα ο πατέρας μου, κόρη του τραπεζίτη Ιωάννη Πεσμαζόγλου της Εθνικής Τράπεζας, η μητέρα μου) το πήραν άσχημα. Αλλά όχι και η γιαγιά μου, που ήταν ταλαντούχος άνθρωπος, ζωγράφιζε ωραίες ακουαρέλες και κεραμικά. Αυτή πρώτη είχε διακρίνει το ταλέντο που είχα στη γλυπτική και με ενθάρρυνε να κάνω σπουδές. Βεβαίως, μια γυναίκα γλύπτρια ήταν κάτι πολύ σπάνιο για την εποχή. Παρ’ όλα αυτά ήμασταν τρεις ή τέσσερις κοπέλες στη σχολή, ανάμεσά τους οι φίλες μου Νέλλη Ανδρικοπούλου, που αργότερα παντρεύτηκε τον Νίκο Εγγονόπουλο, και η γλύπτρια Μπούμπα Λυμπεράκη, πρώτη γυναίκα του Γιάννη Μόραλη».

Αρχές του ’50 και ενώ είχε ξεκινήσει να δουλεύει αγάλματα και προτομές, μετατρέποντας σε εργαστήρια το πλυσταριό της ταράτσας και τον πρώην στάβλο στην αυλή, η ζωή της άλλαξε ριζικά. Γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αρη Κωνσταντινίδη, μυθική προσωπικότητα της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Αν και έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, η μνήμη του ήταν ολοζώντανη κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας. «Τον θαύμαζα πολύ τον Αρη, με βοήθησε πολύ στη δουλειά μου. Η αρχιτεκτονική και η γλυπτική είναι συγγενείς εικαστικές τέχνες, έτσι δεν θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω μαζί του όταν μου εξήγησε πως άσχημο είναι ό,τι δεν έχει σχήμα. Είναι ατέλειωτες οι εμπειρίες που απέκτησα δίπλα του, μου έμαθε τι θα πει σεβασμός για τα υλικά» λέει η γλύπτρια.

Πώς κατάφερε να συνδυάσει την τέχνη με τη φροντίδα των παιδιών, ειδικά σε εποχές που οι γυναίκες δεν ξεμυτούσαν από το σπίτι; «Δεν αντιμετώπισα ποτέ κανένα δίλημμα ανάμεσα στην οικογένειά μου και στην τέχνη. Το καθετί στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο. Αλλωστε όταν έκανα την Αλεξάνδρα και τον Δημήτρη είχα τελειώσει τις σπουδές μου και διέθετα ελεύθερα τον χρόνο μου. Με τα παιδιά να προηγούνται, φυσικά. Κάθησα κοντά τους ως την πρώτη δημοτικού και πιστεύω ότι αυτό οφείλει να κάνει κάθε μητέρα ανεξαρτήτως επαγγέλματος. Μακάρι να το λάμβανε υπόψη της και η πολιτεία. Αλλωστε, τότε είναι οι μεγάλες χαρές της ζωής, να τα βλέπεις να μεγαλώνουν, να περπατούν, να μιλούν. Τα πήγαινα στον Εθνικό Κήπο ή στο Ζάππειο με το καροτσάκι. Οταν κοιμούνταν έφτιαχνα με πέτρες του γιαλού κολιέ και άλλα μπιχλιμπίδια και τα πουλούσα σε μια μπουτίκ. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στις Σπέτσες με τον σκύλο μας, την Κύνα, ένα μεγάλο κανελί μπόξερ. Αναμνήσεις που δεν σβήνουν ποτέ. ?σπου να πεις κύμινο μεγάλωσαν και άρχισαν το σχολείο».

Κόρη δημιουργικής οικογενείας

Χάρη στους γονείς της, η Αλεξάνδρα Τσουκαλά – και αργότερα και η κόρη της Ναταλία – μεγάλωσε σε ένα σπίτι πλημμυρισμένο από καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. «Φίλοι των γονιών μου ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιάννης Μόραλης, ο Βάσος και η Ισμήνη Καπάνταη, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Δημήτρης Χορν… Αρκετοί από αυτούς μαζεύονταν τα βράδια στο σπίτι μας σε μικρές παρέες. Τις Κυριακές πηγαίναμε τακτικά εκδρομές στην Κάντζα με ένα Ντεσεβό, που αποκαλούσαμε “ποντικάκι”. Ερχόταν μαζί μας και η οικογένεια του Γιώργου Μαυροϊδή, που έμενε στον ίδιο όροφο, με ένα παλιό αλλά πολύ ωραίο αυτοκίνητο μάρκας Bristol, για το οποίο ο ζωγράφος ήταν πολύ υπερήφανος. Γινόταν όμως θηρίο όταν του άναβε στη διαδρομή! Ερχόταν και ο Ανδρέας Εμπειρίκος με τη γυναίκα του Βιβίκα και τον γιο τους Λεωνίδα. Καμιά φορά βγάζαμε τα καθίσματα του αυτοκινήτου και κάναμε πικνίκ. Στην επιστροφή καταλήγαμε όλοι μαζί στον Μπόκολα, στην οδό Κανάρη, για λουκουμάδες» θυμάται η Αλεξάνδρα.

Στην καλλιέργεια της φαντασίας της σίγουρα συνέβαλαν «τα πράγματα που κατασκευάζονταν στο σπίτι. Συμμετείχα σε όλα με χαρά καθώς αποτελούσαν πηγή διασκέδασης. Θυμάμαι ένα στέγαστρο από πολυεστέρα διάφανο. Κόβαμε χρωματιστά χαρτιά σε σχήμα ψαριού και μέδουσας και τα τοποθετούσαμε στη στέγη. Ή τους γιγαντιαίους χαρταετούς που έφτιαχνε η μητέρα μου και πολλές Καθαρές Δευτέρες πηγαίναμε να τους πετάξουμε μαζί με τον Σπύρο Βασιλείου στου Φιλοπάππου. Αλλά, πάνω απ’ όλα, αυτό που κέρδισα από τους γονείς μου είναι ότι έμαθα να βλέπω. Να καταλαβαίνω τι είναι ωραίο, τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο».

Η εγγονή σε δική της τροχιά

«Σαν διασκέδαση» βίωσε την καλλιτεχνική δουλειά και η Ναταλία Τσουκαλά. «Σίγουρα έμαθα πολλά βλέποντας τη μητέρα ή τη γιαγιά μου να δουλεύουν. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με μεγάλη καλλιτεχνική φαντασία αλλά και αρκετή τρέλα – κάτι που σίγουρα δεν είναι θέμα ηλικίας! Η γιαγιά μου, ας πούμε, κυκλοφορούσε με τρίκυκλο, η μαμά μου ταξίδευε από νησί σε νησί με φουσκωτό, ενώ το πιο εκπληκτικό που θυμάμαι είναι ότι στο δημοτικό με έντυσε φωτιστικό, βάζοντάς μου ένα λουλουδάτο αμπαζούρ με κρόσσια στο κεφάλι. Είχε και λαμπάκι που άναβε!». Διασκεδαστικές αναμνήσεις έχει και η μαμά Αλεξάνδρα από τις… δράσεις της δικής της μαμάς, που παραμένει φύση εκτός κοινωνικών κλισέ. «Ενα παιδί δεν αντέχει τη διαφοροποίηση. Οντως υπήρχαν κάποια πράγματα που με “ταλαιπωρούσαν”. Ολα τα παιδιά στο νηπιαγωγείο τότε κρατούσαν ένα καλαθάκι με το κολατσιό τους, ενώ εγώ πήγαινα με στρατιωτική καραβάνα, διότι η μητέρα μου το έβρισκε πρακτικότερο και ωραιότερο. Ή μου είχε φτιάξει ένα πανωφόρι από κουβέρτα στο οποίο είχε αφήσει και τα κρόσσια. Ελεγε ότι είναι tres chic, αλλά εγώ ντρεπόμουν φρικτά. Βέβαια, δούλευε αρκετές ώρες και έτσι είχαμε λίγο την ησυχία μας… Αλλά το εργαστήριο δεν ήταν παρά στην αυλή του σπιτιού, οπότε δεν είχαμε με τον αδελφό μου πολλά περιθώρια για αταξίες».

Αλληλεπιδράσεις

Σήμερα μοιράζονται τις εμπειρίες τους ή πορεύονται παράλληλα, χωρίς αμφότερες παρεμβάσεις και κρίσεις; «Για τέχνη δεν μιλάμε και τόσο συχνά. Οταν όμως φτιάξω κάτι καινούργιο, έχω τη διάθεση να το δείξω στη μητέρα μου και στην κόρη μου» συνεχίζει η κυρία Τσουκαλά. «Γιατί είναι αλλιώς να δείχνεις το έργο σου σε έναν καλλιτέχνη και αλλιώς σε κάποιον φίλο. Υπάρχει μια κοινή γλώσσα που δεν έχει λόγια αλλά συναισθήματα. Με αυτή την έννοια είμαι τυχερή που το βρίσκω αυτό στη διπλανή πόρτα». Η ίδια πάντως ομολογεί ότι έχει γενικά την τάση να επεμβαίνει στις καλλιτεχνικές αποφάσεις της κόρης της, «αν και η Ναταλία δεν το ανέχεται καθόλου». Και εξηγεί: «Το κάνω επειδή ανησυχώ για το μέλλον όλων των νέων και όχι μόνο για το δικό της. ?στόσο, μάλλον έχω άδικο, αφού η Ναταλία, παρ’ ότι τόσο νέα, έχει ήδη βρει αυτό που αγαπάει, τη φωτογραφία δηλαδή, και ζει από τη δουλειά της. Κάτι που εγώ στην ηλικία της ούτε είχα διανοηθεί. Την ενθαρρύνω να κυνηγά τη ζωή με τη ζωντάνια που ταιριάζει στα νιάτα της, τώρα που οι δυνατότητες είναι ακόμη απεριόριστες».

Οσο για τη γιαγιά Ναταλία, θεωρεί περιττό να επεμβαίνει στη δουλειά είτε της κόρης είτε της εγγονής της. «Ολα τα καταφέρνουν μόνες τους και χαίρομαι κάθε αναφορά που γίνεται γύρω από τη δουλειά τους. Ομοίως δέχομαι τις κρίσεις τους σχετικά με τη δική μου δουλειά. Η Αλεξάνδρα όχι μόνο έχει κλίση στην τέχνη, αλλά επιπλέον είναι εξαιρετικά δημιουργική και οργανωμένη. Αμα είμαι δίπλα της νιώθω το κέφι της σαν ατμομηχανή που με παρασύρει σε μακρινούς ορίζοντες. Και η εγγονή μου βαδίζει στα ίχνη της. Δόξα τω Θεώ, είμαι πολύ ευτυχής που υπάρχουν και με αγαπούν».

Η Ναταλία Τσουκαλά (www.nataliatsoukala.com) σπούδασε φωτογραφία στην Ελλάδα και στην Αγγλία. Εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας, φωτογραφίζοντας έργα τέχνης, αντικείμενα, σπίτια κ.ά.

Η Αλεξάνδρα Τσουκαλά (www.alexandratsoukala.com) ασχολήθηκε με τον χορό και συνέδεσε το όνομά της με το Εργαστήριο Χορού. Μετά τη διακοπή του αφιερώθηκε στον σχεδιασμό φωτιστικών με μεταλλικό σκελετό και ύφασμα.

Το μοντέλο της «CLIT» απέσπασε το βραβείο FORM 08 στην έκθεση «Tendances» της Φραγκφούρτης.

Η Ναταλία Μελά πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, πριν από έναν χρόνο. Την επιμέλεια είχε η κόρη της, ενώ τον κατάλογο των έργων συνέθεσε η εγγονή της.

Δημοσιεύθηκε στο BHMAdonna, τεύχος 87, σελ. 116-122, Μάιος 2009.