Η εφοπλιστική οικογένεια Κουμάνταρου τα τελευταία χρόνια εγγράφει στο ελληνικό νηολόγιο όλο και περισσότερα πλοία δικών της συμφερόντων. Φαίνεται όμως ότι ήλθε η ώρα να ασχοληθεί ακόμη μία φορά και με τις «μπίζνες» της στεριάς. Την περασμένη εβδομάδα ο κ. Ι. Κουμάνταρος, εκπρόσωπος της τρίτης επιχειρηματικής γενιάς της οικογένειας και λίγο πριν κλείσει δεκαετία ο γάμος του με την κυρία Ελενα Φιλίππου, θυγατέρας του κ. Κυριάκου Φιλίππου, εμφανίστηκε επισήμως ως μέτοχος – γιατί αφανώς ήταν από πέρυσι – της Elbisco Συμμετοχών ΑΕ, ενός εκ των μεγαλυτέρων βιομηχανικών ομίλων του κλάδου των τροφίμων, η οποία όμως τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει πλήθος προβλημάτων. Από το επιχειρηματικό στρατηγείο της, το οποίο βρίσκεται σε κάποιον από τους «πύργους» του Μανχάταν της Νέας Υόρκης, η οικογένεια Κουμάνταρου αποπειράται για δεύτερη φορά στον ελληνικό χώρο τα τελευταία τριάντα χρόνια να ασχοληθεί με τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών. Φαίνεται ότι αποτελεί «οικογενειακό στοίχημα». Η πρώτη προσπάθεια έγινε από τον κ. Γεώργιο Κουμάνταρο, πατέρα του κ. Ι. Κουμάνταρου, στη δεκαετία του 1980 και σίγουρα δεν του άφησε καλές αναμνήσεις. Η αγορά των τροφίμων δεν είναι άγνωστη στην οικογένεια. Στο Λάγος της Νιγηρίας διαθέτει τον μεγαλύτερης δυναμικότητας αλευρόμυλο στον κόσμο.


Τα μέλη της οικογένειας Κουμάνταρου, η οποία έλκει την καταγωγή της από τη Λακωνία, ήταν από τα τέλη του 19ου αιώνα μυλωνάδες. Ο μύλος της οικογένειας, από τους μεγάλους της εποχής – λέγεται πως ήταν ο δεύτερος σε μέγεθος έπειτα από τους Μύλους Αγίου Γεωργίου ΑΕ -, ήταν ο Ευρώτας ΑΕ και βρισκόταν χαμηλά επί της οδού Πειραιώς. Ηταν μία από τις πλούσιες επιχειρηματικές οικογένειες του Μεσοπολέμου. Ορισμένες πηγές μάλιστα υποστηρίζουν ότι ο ανιψιός των Κουμάνταρων, ο Σταύρος Νιάρχος, ο μετέπειτα γνωστός έλληνας εφοπλιστής, εργαζόταν από το 1929 στον μύλο Ευρώτα ως υπεύθυνος των σιτηρών. Αναφέρεται μάλιστα πως ο ίδιος, θέλοντας να μειώσει το κόστος εισαγωγής του σταριού από την Αργεντινή και τη Σοβιετική Ενωση, έπεισε τους θείους του να αποκτήσουν δικά τους πλοία. Ο μύλος καταστράφηκε στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, το 1944, αλλά η οικογένεια αποζημιώθηκε διότι το εργοστάσιο ήταν ασφαλισμένο στο Λονδίνο.


Στις επόμενες δεκαετίες, δοθείσης της ευκαιρίας, μετέφεραν τη βιομηχανική τους δραστηριότητα – παράλληλα με την εφοπλιστική τους παρουσία – στη Νιγηρία. Λέγεται μάλιστα πως η συμφωνία με το νιγηριανό κράτος περιελάμβανε ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους. Αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας ήταν η δημιουργία μίας τεράστιας αλευροβιομηχανίας – ίσως είναι οι μεγαλύτερες αλευροποιητικές εγκαταστάσεις στην παγκόσμια αγορά – στο Λάγος, την πρωτεύουσα της αφρικανικής χώρας. Επί χρόνια μάλιστα διευθυντής του εργοστασίου ήταν ο Λαρισαίος Γ. Φρειδερίκος.


Στην ελληνική αγορά ο κ. Γ. Κουμάνταρος εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, παρακινούμενος από γνωστούς του να επενδύσει στην αγορά της μπίρας. Ετσι έθεσε σε εφαρμογή ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο. Δημιούργησε στην περιοχή της Πάτρας δύο εργοστάσια, μία ζυθοποιία και μία κηροποιία, και άρχισε να παράγει τη γερμανική μπίρα Λέβενμπροϊ. Ανθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί του τότε υποστηρίζουν ότι ο κ. Κουμάνταρος επένδυσε συνολικά περί τα 15 δισ. δρχ., ποσό εξαιρετικά υψηλό για εκείνη την εποχή και έχουν να λένε για την αγωνιώδη προσπάθεια που κατέβαλε για να σώσει την εταιρεία και τις θέσεις εργασίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η προσπάθεια είχε καταρρεύσει και όπως λέγεται μόλις και με τα βίας συγκέντρωσε το πόσο της επένδυσης, πούλησε τα εργοστάσια και αποχώρησε από την ελληνική επιχειρηματική σκηνή, απογοητευμένος για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην ελληνική αγορά.


Φιλοδοξίες, εξαγορές και αυταπάτες


Τέσσερις ζημιογόνες χρήσεις, από το 2003 ως και το 2006, μετρά ο όμιλος της Elbisco Συμμετοχών, παρά τις κινήσεις αναδιάρθρωσης μέσα από συγχωνεύσεις και μειώσεις του προσωπικού που έχουν επιχειρηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Μόνον οι δραστηριότητες στον τομέα της φρυγανιάς (Elite, Βοσινάκης) και στην πλαστική συσκευασία (Μόρνος ΑΕ) είναι κερδοφόρες σε αντίθεση με τα μπισκότα, τα αρτοσκευάσματα και τις διεθνείς δραστηριότητες σε Ισπανία (παραγωγή γκοφρέτας), Σκόπια (αλυσίδα με φούρνους) και Βουλγαρία (εμπορικό δίκτυο) που είναι ζημιογόνες.


Τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000 ο όμιλος του κ. Κ. Φιλίππου προχώρησε σε σειρά εξαγορών στο εσωτερικό και το εξωτερικό, σε μια προσπάθεια να πρωταγωνιστήσει στον κλάδο των τροφίμων. Τα πράγματα όμως ήλθαν αντίθετα από τους σχεδιασμούς του. Τα δάνεια που συνόδεψαν αυτές τις εξαγορές σε συνδυασμό με τον έντονο ανταγωνισμό και την προβληματική διαχείριση, όπως τελικώς αποδείχθηκε, οδήγησαν τον όμιλο σήμερα να βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Μάλιστα στην τελευταία χρήση, του 2006, ο τζίρος του ομίλου ήταν 175 εκατ. ευρώ και το σύνολο των υποχρεώσεων έφτασε τα 186 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 117 εκατ. ευρώ ήταν οφειλές σε τράπεζες. Ενδεικτικό στοιχείο της κατάστασης που επικρατούσε στα τέλη του περασμένου χρόνου ήταν το γεγονός ότι η εταιρεία αντιμετώπισε πρόβλημα και με την καταβολή των μισθών του προσωπικού.


Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2006, είχε ανακοινωθεί η συμφωνία για την απόκτηση από την Ελγέκα, που διαθέτει ισχυρό εμπορικό δίκτυο, του 20% της Elbisco με μια option για άλλο ένα 14% εντός του 2008. Μόλις έγινε γνωστή αυτή η είδηση, όσοι γνωρίζουν έλεγαν πως «για να δίνει ο κ. Κ. Φιλίππου την εταιρεία του σε έναν μικρότερο όμιλο μάλλον έχει αντιληφθεί ότι το καράβι μπάζει νερά». Και δεν είχαν άδικο. Η συναλλαγή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η επίσημη άποψη ήταν ότι οι δύο πλευρές δεν συμφώνησαν σε μια κοινή στρατηγική, αλλά η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Οι ελεγκτές της Ernst & Yang, οι οποίοι έκαναν φύλλο και φτερό τα βιβλία της Elbisco για λογαριασμό της Ελγέκα, πρότειναν στον εντολέα τους να κάνει πίσω, γιατί για τον ίδιο, τον κ. Αλ. Κατσιώτη, αφεντικό της Ελγέκα, η συμφωνία δεν ήταν συμφέρουσα.


Ο γαμπρός του κ. Φιλίππου, ο εφοπλιστής κ. Ι. Κουμάνταρος, αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με την Elbisco μετά την ακύρωση της συμφωνίας με την Ελγέκα, αν και στις αρχές του 2006 είχε βάλει το χέρι στην τσέπη και είχε καταβάλει 15 εκατ. ευρώ για να ανανεωθεί ομολογιακό δάνειο της Alpha Bank. To ποσό αυτό θα εισπραχθεί από επικείμενη αύξηση κεφαλαίου. Ενδέχεται μάλιστα να καλύψει ο ίδιος τυχόν αδιάθετα της αύξησης, ώστε να ενισχύσει και άλλο το ποσοστό του. Στις 25 Οκτωβρίου 2006 ο κ. Κ. Φιλίππου μεταβίβασε στην εταιρεία Devonshire Shipping, συμφερόντων του κ. Κουμάνταρου, τo 12% της Elbisco, μειώνοντας τη συμμετοχή του στο 47,45%. Πρόσφατα η Devonshire μεταβιβάζει στο φυσικό πρόσωπο κ. Ι. Κουμάνταρο το ποσοστό αυτό. Η γυναίκα του κ. Ι. Κουμάνταρου, η κυρία Ελενα Φιλίππου, ελέγχει άλλο ένα 12%, ενώ ποσοστό 12,3% είναι ενεχυριασμένο στη Nova Bank.


Το Πάσχα του 2007 η κυρία Ελενα Φιλίππου ήταν όλη μέρα στην εταιρεία μαζί με στενούς συνεργάτες του συζύγου της, οι οποίοι εξετάζουν τις επόμενες κινήσεις του ομίλου. Πολλοί υποστηρίζουν ότι θα υπάρξουν αλλαγές στη διοίκηση από πρόσωπα της εμπιστοσύνης του κ. Κουμάνταρου, δεδομένου ότι ο κ. Κ. Φιλίππου απέχει τα τελευταία χρόνια από την εταιρεία, ενώ ούτε και ο γιος του Κύρος έχει εμπλακεί στη διοίκηση, καθώς ασχολείται με την άλλη εταιρεία συμφερόντων της οικογενείας, την ΕΒΓΑ.


Η περίπτωση της καταστροφής παρτίδας κέικ, επειδή είχε χρησιμοποιηθεί ληγμένο γάλα τον Δεκέμβριο του 2006, η επιστροφή παρτίδας φρυγανιάς τον Φεβρουάριο του 2007 επειδή η συσκευασία είχε τυπωθεί ανάποδα, η απόσυρση της χωριάτικης φρυγανιάς ύστερα από δικαστική μάχη με την ανταγωνίστρια Παπαδόπουλος αλλά και η δυστοκία ώστε να ετοιμαστεί ένα σωστό ενημερωτικό δελτίο για να γίνει η αύξηση του κεφαλαίου (η πρώτη απόφαση είχε ληφθεί στις 27 Ιουνίου 2006, αλλά ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί γιατί οι χρηματιστηριακές αρχές επέστρεψαν πίσω το ενημερωτικό) είναι όπως αναφέρουν παράγοντες του κλάδου σημάδια αδιαφορίας και αστοχίας του μάνατζμεντ.


Η ζημιογόνος θυγατρική στη Βουλγαρία ήδη έχει τεθεί σε εκκαθάριση, στα Σκόπια πωλούνται πάγια στοιχεία της θυγατρικής Zitoluks που δεν χρησιμοποιούνται, ενώ έχει προταθεί η πώληση του κλάδου των μπισκότων και η επικέντρωση στη φρυγανιά. Σήμερα ο όμιλος απασχολεί 2.200 άτομα και έχει μονάδες στο Πικέρμι, στη Χαλκίδα, την Πάτρα, τη Θήβα, στα Σκόπια και στο Αλικάντε της Ισπανίας.